«Πικρότερος» ο καφές από 1η Ιουλίου
Πιο «πικρός» γίνεται από 1ης Ιουλίου ο καφές για όσους θέλουν να τον απολαύσουν σε μια καφετέρια ή σε ένα παραδοσιακό καφενείο, ενώ την ίδια ώρα οι επιχειρηματίες της καφεστιασης κάνουν λόγο για αθέμιτο ανταγωνισμό που σε συνδυασμό με την πιθανή νέα ανατιμησση στην πρώτη ύλη εντείνει τις πιέσεις στον κλάδο.
Ο συντελεστής ΦΠΑ στο σερβιριζόμενο καφέ, τσάι, κακάο, χαμομήλι και τα άλλα αφεψήματα επιστρέφει στο 24% μετά από τέσσερα χρόνια που είχε προσγειωθεί στο 13% λόγω της πανδημίας. Αντίθετα, στο 13% παραμένει μόνιμα ο συντελεστής ΦΠΑ για τον καφέ που θα παραγγέλνει ο καταναλωτής με delivery ή όταν θα επιλέγει να τον πάρει take away δηλαδή «στο χέρι». Σημειώνεται ότι στο 13% παρέμεινε ο συντελεστής ΦΠΑ και στα κόμιστρα των ταξί.
Με τη μετακόμιση του ΦΠΑ από το 13% στο 24% o σερβιριζόμενος καφές πωλείται ακριβότερα κατά 11%. Για παράδειγμα ο ελληνικός καφές σε μια καφετέρια που μέχρι χθες κόστιζε 2,5 ευρώ σήμερα πωλείται 2,80 ευρώ ενώ ο freddo espresso των 3,5 ευρώ πωλείται περίπου 4 ευρώ.
Διευκρινιστική εγκύκλιος της ΑΑΔΕ, ξεκαθαρίζει το τοπίο στην εστίαση
– Από την 1η Ιουλίου 2024 εφαρμόζεται ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ 24% στην επιτόπια κατανάλωση (σερβιριζόμενα) κάθε είδους καφέδων, κακάο, τσαγιού, χαμομηλιού και λοιπών αφεψημάτων και συνεπώς, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ 24% εφαρμόζεται σε όλα τα αλκοολούχα και μη αλκοολούχα ποτά χυμούς και ροφήματα που διατίθενται για επιτόπια κατανάλωση.
– Εξακολουθεί και μετά την 1η Ιουλίου 2024 να εφαρμόζεται ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ 13% στην παράδοση μη αλκοολούχων ποτών, χυμών και ροφημάτων σε «πακέτο» (take away και delivery), συμπεριλαμβανομένων των καφέ, κακάο, τσάι και χαμομήλι και λοιπών αφεψημάτων καθώς συνιστούν παραδόσεις αγαθών καθώς επίσης και όταν η παράδοση αυτών από τις επιχειρήσεις εστίασης προς τους πελάτες τους δεν αποτελεί μέρος μιας συνολικής επιτόπιας παροχής υπηρεσίας εστίασης.
Η επαναφορά του ΦΠΑ στο 24% στα σερβιζόμενα ροφήματα, αντίστοιχα δηλαδή με τα μη αλκοολούχα ποτά, έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση των επαγγελματιών της εστίασης καθώς όπως υποστηρίζουν μέσα στο περιβάλλον των έντονων πληθωριστικών πιέσεων της τελευταίας τριετίας, με το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων να έχει αυξηθεί κατακόρυφα, αδυνατούν πλέον να απορροφήσουν την όποια επιπλέον επιβάρυνση.
Η πρόσφατη ανακοίνωση αύξησης του Φ.Π.Α. στο 24% στον σερβιριζόμενο καφέ γυρίζει την εστίαση στα χρόνια των μνημονίων, θέτοντας σε κίνδυνο έναν ήδη ευάλωτο κλάδο που προσπαθεί να ανακάμψει από τις επιπτώσεις της πανδημίας και όχι μόνο. Οι νομοθέτες φαίνεται να αγνοούν τις επιπτώσεις που τέτοιες αυξήσεις έχουν στην αγορά, όπου οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν ήδη σημαντικές-δύσκολες οικονομικές προκλήσεις.
Την ίδια στιγμή οι επιχειρηματίες πρέπει να διαχειριστούν και τις μεγάλες αυξήσεις στη διεθνή τιμή του καφέ. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι τιμές στην αγορά ποικιλίας καφέ Robusta έχουν φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 45 ετών και από τον Ιανουάριο του 2024 έως το Μάιο έχουν αυξηθεί κατά 50% συμπαρασύροντας προς τα πάνω τη τιμή του καφέ Arabica.
Ταυτόχρονα, ο καφές στο ράφι των σούπερ μάρκετ καταγράφει ανοδική πορεία, με τον τζίρο να προσεγγίζει τα 340 εκατ. ευρώ, ετησιοποιημένα στο πρώτο τετράμηνο του 2024, με αύξηση 3,2% σε αξία σε σύγκριση με το πρώτο τετράμηνο του 2023. Ο όγκος κατανάλωσης αυξήθηκε στην ίδια περίοδο κατά 1,6%.
Κι όλα αυτά την ώρα που τιμή που πληρώνουμε για έναν καφέ εκτός σπιτιού να είναι ήδη αρκετά τσιμπημένη σε σχέση με άλλες χώρες.
Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης, ο οποίος διαμορφώνεται στα 2 ευρώ ανά κιλό στον πράσινο (ωμό) καφέ και 3 ευρώ στον έτοιμο εισαγόμενο καφέ και 4 ευρώ στον στιγμιαίο, είναι ένας από τους λόγους των υψηλότερων τιμών λένε παράγοντες του κλάδου. Συνολικά στα κρατικά ταμεία έχει εισρεύσει περί το 1 δισ. ευρώ από το 2017, όταν επιβλήθηκε ο ΕΦΚ, μέχρι και το 2023, με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον καφέ να επικαιροποιούν το αίτημα για απόσυρση του φόρου, που πλήττει τόσο τους καταναλωτές όσο και τη ρευστότητά τους, ειδικά σε μια συγκυρία που ο καφές (ωμός) ακριβαίνει.