Πένθος για τη Λίμνη της Εύβοιας και της καρδιάς μας
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”142254″ img_size=”full”][vc_column_text]«Έχουν περάσει φωτιές πολλές στην Εύβοια. Αυτή όμως τη φορά ο πόνος είναι πένθος». Ο μελισσοκόμος Ανδρέας Ζαφειρόπουλος γράφει για τη Λίμνη.[/vc_column_text][vc_column_text]Κάποτε γνώρισα μια λίμνη που ήταν στ’ αλήθεια θάλασσα. Έχω φτάσει πολλές φορές μέσα στην άγρια νύχτα, εκεί στο δάσος, στα πεύκα, πάνω απ’ τη Λίμνη, για να ξεφορτώσω μελίσσια. Γύρω στις έξι ώρες δρόμος είναι από τα μέρη μου. Την πρώτη φορά, προθυμοποιήθηκε να με ταξιδέψει ο Δάνος, παλιός συνάδελφος, και να με συντροφέψει κι ο Βίκτωρας. Φορτώσαμε, κι εγώ κρατούσα στα χέρια την καρδιά μου. Από την αγωνία και την ένταση ούτε νερό δεν ήπια. «Κάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ’ στην ψυχή μου» που λέει κι ο άλλος.
Ίσως αν έπινα αυτό να εξατμιζόταν. Κλεφτές ματιές στο πίσω τζάμι να δω αν είναι όλα στη θέση τους.
Τις περισσότερες ώρες τρέχαμε στην άδεια εθνική οδό. Οι ξενύχτες, με το κοκαλάκι της νυχτερίδας δίπλα στον καφέ, το τηλέφωνο και τα τσιγάρα. Ανοιχτό παράθυρο διαρκώς, στο ράδιο τραγούδια λαϊκά κι ήταν ίδια η αίσθηση, αυτός ο αττικός αέρας που περιγελά και ‘σένα και το δρόμο σου. Ώσπου είδα τη γέφυρα.
Δεν κατάλαβα ότι βρισκόμουν σε νησί και φταίει η γέφυρα. Ενοποιεί το δρόμο και η θάλασσα από κάτω μοιάζει με υφασμάτινο κάλυμμα σε τσίγκινο κρεβάτι. Ειδικά εκείνες τις ώρες.
Όμως κάτι άλλαξε. Κάτι στον άνεμο γύρισε κι έπρεπε να κρατάω τώρα πιο σφιχτά την καρδιά μου, γιατί είχε αρχίσει να γλιστράει. Περάσαμε τον τσιγγάνικο καταυλισμό, και πήραμε τον ανήφορο. Στα πρώτα πεύκα του Παγώντα, με τα αφάνταστα, μες στο χαβά του Αυγούστου, τρελά του χιόνια – τα ξενάκια του, που περιμένει να περάσουν αυτοί οι μήνες πώς και πώς για να τα ιδεί.
Στο Προκόπι άρχισα να πείθω τον εαυτό μου ότι ο τόπος σήμανε νησί. Χρειάστηκε μια ώρα ακόμα δρόμος, βόρεια για τη Λίμνη. Όταν είσαι φορτωμένος, γελάς όταν μπεις στο χωματόδρομο. Όταν κατεβάσεις, γελάς όταν μπεις στην άσφαλτο. Χαλικιάς, λακκούβες στρωτές, νεροφαγώματα, στενωσές, ριγμένοι στο πλάι κορμοί και μεγάλες αντιπυρικές ζώνες. Το φορτηγό φωτίζει παντού πεύκα, ρείκια, κουμαριές. Λίγες ώρες ηρεμίας έχουν κι αυτά τα έρμα. Στο πρώτο φως θα ξαναρθούν αυτές να τα τζολεύουν.
Σώπα φτάσαμε. Σε δεκαπέντε μέρες τα τρυγούσαμε ολόχαροι με το Βίκτωρα, δανεικό το αγροτικό κι η καρδιά στο ταμπλό.
Έκτοτε, έχω φτάσει και ξαναφύγει πολλές φορές. Ύπνος στην καρότσα με ψιλόβροχο. Μελτέμια και η ξεχειλιστή μυρωδιά του κισσού. Κολλημένο φορτηγό μες στη στροφή στο δασικό και η μία ρόδα να ίπταται. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Κάτι σα φωτογραφία μείναμε με το Βασίλη. Σκάβαμε με τα χέρια, με τα πόδια, με τις πέτρες, με τα μάτια. Και τα μελίσσια επάνω να βράζουν. Ας είναι καλά ο Γιώργης απ’ τους Κουρκουλούς που μας τράβηξε.
Με αγρύπνιες κι αγωνίες, με χαρές και πανηγύρια, η Λίμνη πάντα κάτι έδινε.
Είναι όμως κι οι φωτιές. Όλα τα αντέχω, σεισμούς, λιμούς, πλημμύρες, καταποντισμούς.
Τη φωτιά δεν τη μπορώ. Με αγριεύει, με χαλάει, τρομάζει την ψυχή μου και πονάει. Η φωτιά είναι ρημάδι, κακό μεγάλο, θάνατος. Λένε πως ο πεύκος τη ζητάει τη φωτιά. Είναι φτιαγμένος έτσι για να την ταΐζει. Κι αυτή η ρουφιάνα, με την πρώτη αφορμή τον καταστρέφει. Είναι όμως και το κακό το χέρι. Όλα σκόπιμα είναι. Και το μπουκάλι που πετάς και γίνεται καθρέφτης, και το στουπί το βρωμερό το ποτισμένο. Κι είναι και το καπνιστήρι. Ας μην το ξεχνάμε, φίλτατοι συνάδελφοι. Καλό είναι τις μέρες της μεγάλης λάβρας να αποφύγουμε τις επισκέψεις στα μελίσσια. Θελει προσοχή μεγάλη, οι τόποι που δουλεύουμε τους μήνες του καλοκαιριού είναι πυρηνικά αντιδραστήρια. Εύφλεκτες συνειδήσεις μας πρέπουν μόνο. Δεν αυτοαναφλέγονται τα δάση μας συχνά. Να ζήσουν επιθυμούν,να δροσιστούν και να δροσίσουν. Όχι να αλλάξουνε ταυτότητα. Έχουν αέρηδες λογιώ λογιώ που διαφεντεύουν. Αγρίμια κι αγριμάκια και πεταρίσματα νευρικά. Τα δάση ξέρουν. Και ζουν, όχι με έναν τρόπο καρτποσταλικό, αλλά με ένα λόγο απλό και τρυφερό και φοβερό και αιώνιο. Τα μέλη τους γεωδοτούν το άπειρο, αντιφέγγουν, καρτερούν, συγχρονίζουν την αναπνοή μας με τον κοσμικό οίστρο.
Τι ξέρουμε εμείς απ’ αυτά; Έχουν περάσει φωτιές πολλές στην Εύβοια. Αυτή όμως τη φορά ο πόνος είναι πένθος.
Οι μελισσοκόμοι έχουμε μια αγαπητική σχέση με τα δάση. Συνεργαζόμαστε μαζί τους, χαιρόμαστε όταν τα ξαναβλέπουμε κι ευχόμαστε καλή αντάμωση, φεύγοντας. Είναι κρίμα πολύ, τέτοιος αγαπημένος τόπος. Μεγάλη στεναχώρια.
Θα ανέβω πάλι, δεν παρατάς τους φίλους σου, ιδίως στην ανάγκη.
Πηγή: gastronomos.gr[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]