FOLLOW US: facebook twitter

Πατρίς, Θρησκεία, Ομογένεια

Ημερομηνία: 10-12-2019 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Κοινωνία, Νέα

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την ελληνική πολιτική ζωή, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την εκλογική νίκη της Ν.Δ. τον περασμένο Ιούλιο: αυτό της ριζικής ανακατασκευής του ελληνικού λαού, του κυρίαρχου δηλαδή σώματος από το οποίο -βάσει του Συντάγματος- πηγάζουν όλες οι εξουσίες σ’ ετούτη τη χώρα.

Αναφερόμαστε, φυσικά, στο περίφημο πλέον ζήτημα της ψήφου των αποδήμων. Το τελευταίο δεν αφορά μόνο μια ενδεχόμενη τεχνική διευκόλυνση των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων πολιτών που έχουν ξενιτευτεί την τελευταία δεκαετία εντός ή εκτός Ε.Ε., ώστε ν’ ασκήσουν εξ αποστάσεων το εκλογικό τους δικαίωμα −όσο κι αν, ακόμη και μια τέτοια διευκόλυνση, ισοδυναμεί εκ των πραγμάτων με άνιση μεταχείριση ανάμεσα στους μετανάστες και όλους εκείνους που ζουν μεν στο εσωτερικό της επικράτειας αλλά για διάφορους λόγους (εργασιακούς, οικονομικούς κ.λπ.) δεν μπορούν να μετακινηθούν για να ψηφίσουν, όπως έγινε με χιλιάδες εποχικούς εργαζόμενους της τουριστικής βιομηχανίας κατά τις πρόσφατες εκλογές της 7ης Ιουλίου.

Απείρως κρισιμότερος είναι ο καθορισμός του νέου εκλογικού σώματος: ποιοι ακριβώς θα έχουν δικαίωμα ψήφου, πού και με ποιες προϋποθέσεις και διαδικασία θα το αποκτήσουν.

Πόσο δημοκρατικό είναι ο κάθε Τζόνι Πούλος από το Αϊντάχο, μετανάστης πολλοστής γενιάς που την Ελλάδα τη γνωρίζει από την τηλεόραση ή τις καλοκαιρινές διακοπές του και που όλος ο κύκλος της ζωής του καθορίζεται από μια παντελώς ξένη θεσμική και υλική πραγματικότητα, να συναποφασίζει για τις συνθήκες στις οποίες θα ζουν, θα σπουδάζουν, θα βιοπορίζονται, θα ψωνίζουν, θα φορολογούνται και θα συνταξιοδοτούνται εκατομμύρια άνθρωποι με τους οποίους δεν τον συνδέει κανένας απολύτως πραγματικός δεσμός;

Ή ακόμη κι ένας μετανάστης πρώτης γενιάς που εγκατέλειψε τη χώρα στην πρώτη νιότη του, έφτιαξε τη ζωή του αλλού και συγκρότησε την ταυτότητά του με βάση τις εκεί συνθήκες και συμφέροντά του, οι δε αντιλήψεις του για την Ελλάδα παραμένουν καθηλωμένες στα βιώματα (κι ενδεχομένως τα τραύματα) μιας εποχής που έχει παρέλθει πια ανεπιστρεπτί;

Η αρνητική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μπορεί ν’ αποτελεί μονόδρομο για όποιον αποδέχεται έστω και στοιχειωδώς τη δημοκρατική αρχή, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση μιας χώρας πρέπει να εκλέγεται από εκείνους που θα υποστούν τις συνέπειες των επιλογών της.

Δεν είναι όμως καθόλου αυτονόητη σ’ ένα κράτος όπου, όχι μόνο η έννοια του πολίτη συνδέθηκε εξ υπαρχής με το καταγωγικό «δίκαιο του αίματος», αλλά και το ιδρυτικό έθνος του συγκροτήθηκε αρχικά ως νοερή κοινότητα στη Διασπορά κι από εκεί (τη Βιέννη, το Παρίσι και την Οδησσό) μεταφυτεύτηκε διά της «ημετέρας Παιδείας» και αγκιτάτσιας στα μέρη που επρόκειτο ν’ αποτελέσουν την επικράτειά του.

Πώς όμως οριοθετήθηκαν νοερά οι έννοιες του «Ελληνα» και της «ομογένειας» σ’ εκείνη τη μακρινή εποχή και ποιες ακριβώς μεταλλάξεις υπέστησαν από την εγχώρια κρατική ιδεολογία και έννομη τάξη στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μέχρι τις μέρες μας;

Μια ματιά σ’ αυτή την ιστορική διαδρομή είναι αναγκαία για ν’ αντιληφθούμε σε όλες τους τις διαστάσεις, τόσο τα συμφραζόμενα όσο και τους κινδύνους που περικλείει η τωρινή δημόσια συζήτηση. Αν μη τι άλλο, η έμπρακτη οριοθέτηση της εθνικής κοινότητας δεν υπήρξε ποτέ εκ των προτέρων δεδομένη, αλλά πρόκυπτε κάθε φορά ως προϊόν μιας σύζευξης αντιφατικών επιταγών, συμφερόντων και σχεδίων.

Τον καιρό της Εθνεγερσίας

Για τον Ρήγα Βελεστινλή και τα ριζοσπαστικά σχέδιά του, τα πράγματα ήταν μάλλον απλά: Ελληνες ήταν (ακριβέστερα: θα γίνονταν) όσοι υπήκοοι του σουλτάνου, ανεξαρτήτως «φυλής» ή θρησκείας, έπαιρναν τα όπλα για να καταλύσουν την οθωμανική δεσποτεία, «να σφάξουνε τους λύκους που τον ζυγόν βαστούν, και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν» και να οικοδομήσουν μια οραματική «ελληνική δημοκρατία».

Απείρως συντηρητικότερος, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης περιόρισε μεν τον Ελληνισμό στην ορθόδοξη χριστιανοσύνη σε εξίσου ευρύ, όμως, γεωγραφικό ανάπτυγμα. Στην προκήρυξη που εξέδωσε στο Ιάσιο, αμέσως μετά την εισβολή του στην οθωμανική επικράτεια (24/2/1821), διαβάζουμε πως «άπασα την Ελλάδα» αποτελούν «ο Μωρέας, η Ηπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία [και] τα Νησιά του Αρχιπελάγους».

Ρεαλιστικότερα, τα συνταγματικά κείμενα του Εικοσιένα θα προσπαθήσουν να περιγράψουν το συλλογικό υποκείμενο του υπό διαμόρφωση επαναστατικού κράτους, συμφιλιώνοντας τον θεωρητικό φιλελευθερισμό της τότε διανόησης με την απτή πραγματικότητα ενός θρησκευτικού κατά βάση πολέμου, αλλά και με τις πρακτικές ανάγκες της προσέλκυσης έμψυχου δυναμικού στη μαχόμενη επικράτεια.

Μόλις το 2018 με εγκύκλιο του ειδικού γραμματέα Ιθαγένειας Λάμπρου Μπαλτσιώτη ξεκαθαρίστηκε οριστικά ότι άνθρωποι γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην Ελλάδα, ταξινομημένοι από τις αρχές «ως κατά το θρήσκευμα “αρμένιοι χριστιανοί ορθόδοξοι ή γρηγοριανοί”, “αρμένιοι καθολικοί”, “αρμένιοι διαμαρτυρόμενοι’, “Μελιταίοι ή Μαλτέζοι (καθολικοί)” ή “ισραηλίτες”» πρέπει να θεωρούνται -κι αυτοί- «ομογενείς».


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

opap
300x600
olympia

Screenshot