FOLLOW US: facebook twitter

Ο Μάικ, η Τερεζίνα κι εγώ!

Ημερομηνία: 29-11-2020 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Lifestyle, Αρθρογραφία, Νέα

[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”123970″ img_size=”full”][vc_column_text]Παραμύθι της Γιώτας Σιπέτα*

Είμαι ο Γιώργος και θέλω να σας πω για την πιο συναρπαστική περιπέτεια της ζωής μου. Η γιαγιά δεν με πιστεύει γιατί λέει ότι μετά το θάνατο των γονιών μου βγάζω συνέχεια ιστορίες από τη φαντασία μου. Εσείς όμως θα με πιστέψετε γιατί είστε φίλοι μου, σωστά; Ωραία, ακούστε!

Ήταν νύχτα κι εγώ προσπαθούσα να κοιμηθώ στο δωμάτιο μου αλλά ο παππούς στο διπλανό δωμάτιο έβηχε συνεχώς κι έτσι είχα μείνει ξύπνιος μέχρι αργά. Ήμουν πολύ στενοχωρημένος γιατί ο παππούς τις τελευταίες μέρες συνεχώς έβηχε και ήταν ξαπλωμένος. Δεν έπαιζε μαζί μου ούτε έλεγε αστεία. Έτσι κι εγώ έπαιζα μόνο με τον φίλο μου τον Μάικ. Ο Μάικ είναι γκρι, πολύ μικρούλης ώστε να χωράει στη χούφτα μου αλλά έχει μια μεγάλη ουρά. Η γιαγιά τον πήρε από την αρχή με στραβό μάτι γιατί λέει ότι ένα δεκάχρονο δεν μπορεί να παίζει με ένα ποντίκι. Έτσι αναγκάζομαι συνεχώς να τον κρύβω. Του έχω φτιάξει κι ένα σπιτάκι στον κήπο από μαξιλάρια και κουρέλια.

Εκείνο το βράδυ που ο παππούς έβηχε αποφάσισα να πάω μια βόλτα με τον Μάικ χωρίς φυσικά να το πω σε κανέναν. Άνοιξα σιγά σιγά το παράθυρο και πήδηξα έξω. Το σκοτάδι με τρόμαξε πολύ κι είχα κλειστά τα μάτια για πολλή ώρα μέχρι που ο Μάικ άρχισε να ροκανίζει το παπούτσι μου ανυπόμονα. Τον άφησα να με οδηγήσει. Τίποτα δεν ήταν όπως το θυμόμουνα από τις προηγούμενες βόλτες μου. Περπατούσα ψάχνοντας τα δέντρα αλλά αυτά είχαν εξαφανιστεί και στη θέση τους ήταν πολλά περίεργα πλάσματα με γαμψά νύχια κι οι μικρές λακκούβες που θυμόμουν ότι έπαιζα τις βροχερές μέρες είχαν αντικατασταθεί από τεράστια πηγάδια. Σε πολύ λίγο έχασα έχασα κάθε προσανατολισμό και δεν ήξερα πού βρισκόμασταν. Ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε ένα καλυβάκι κι ο Μάικ άρχισε να βγάζει χαρούμενες κραυγές. Έσπρωξα την πόρτα και μπήκα μέσα με τον φιλαράκο μου να με ακολουθεί. Ήταν κρύα και σκοτεινά. Δεν έβλεπα καλά και συνεχώς σκουντουφλούσα σε καρέκλες , τραπέζια και κιβώτια. Πρόσεξα ότι στο τζάκι υπήρχαν ξύλα και με τα χέρια άρχισα να ψαχουλεύω τον χώρο μήπως βρω σπίρτα . Ευτυχώς ήμουν τυχερός. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα κουτί με σπίρτα και διάφορες εφημερίδες. Ένωσα μερικά ξύλα, έβαλα φωτιά στα χαρτιά και τα έριξα στο τζάκι. Σε λίγη ώρα το δωμάτιο ήταν ζεστό και φωτεινό. Σκόπευα να εξερευνήσω τον χώρο όταν το μάτι μου έπεσε σε μια αράχνη που ύφαινε τον ιστό της ψηλά στο ταβάνι. Μα τι άκουγαν τα αυτιά μου; Ο Μάικ συζητούσε μαζί της κι εγώ καταλάβαινα τι έλεγαν.

«Κλείσε το στόμα σου. Θα μπει καμιά μύγα. Χαχαχα» μου είπε η αραχνούλα.

«Μα πώς;» τραύλισα.

«Ας συστηθούμε. Είμαι η  κυρία Τερεζίνα. Κι εσύ σίγουρα είσαι ο Γιώργος. Ο φίλος σου σε αγαπάει πολύ. Μου μιλάει συνέχεια για σένα.»

«Μα πώς;» ξαναείπα πιο δυνατά αυτή τη φορά.

«Αχ εσείς οι άνθρωποι πόσο με κουράζετε. Όλα θέλετε να τα μάθετε, όλα νομίζετε ότι τα ξέρετε! Και δεν ξέρετε τίποτα. Ασχολείστε με όλα τα περιττά κι άχρηστα και χάνετε την ουσία. Μ’ ακούς, μου μιλάς; τέλος. Λοιπόν για να δούμε τώρα αν μπορείς να με βοηθήσεις να τακτοποιήσουμε αυτό το αχούρι. Σιχαίνομαι την ακαταστασία».

Κοίταξα γύρω μου. Ήταν σαν να είχε γίνει πόλεμος.

«Αααα…» ούρλιαξα όταν είδα κάτι κόκκινο στο πάτωμα.

«Αίμα είναι αυτό;»

«Ναι, ξέρεις πόσες σφαγές αβοήθητων πουλερικών έχουν δει τα μάτια μου εδώ; ευτυχώς μετά το σεισμό οι άνθρωποι που έρχονταν εδώ το εγκατέλειψαν και έτσι από τότε έγινε το σπιτικό μου. Εγώ είμαι πια η ιδιοκτήτρια κι όχι ο ανεπιθύμητος επισκέπτης.»

Γύρισα και κοίταξα τον Μάικ που όλη αυτή την ώρα μασούλαγε ένα κομμάτι ξύλο. «Ας πιάσουμε δουλειά» σκέφτηκα. Όταν μετά από ώρα περιεργάστηκα ξανά το χώρο είδα ένα σπιτάκι κουκλίστικο.

«Μπράβο !» αναφώνησε ο Μάικ.

«Κι επειδή είσαι καλό παιδί θα σου κάνω ένα δώρο που είναι για λίγους. Αλλά θα είσαι φρόνιμος»

Ξαφνικά την παρακολουθούσα να γίνεται γιγάντια.

«Ανέβα στη ράχη μου.» πρόσταξε.

Ανέβηκα και φυσικά ανέβασα και τον Μάικ.

Κι έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μας. Πετούσαμε πάνω από λίμνες, θάλασσες κι όμορφα δάση. Μέρη που ούτε φανταζόμουν ότι υπήρχαν. Και ήταν όλα φωτεινά και ηλιόλουστα.

«Μα πώς γίνεται; θα ρωτήσω τον Μάικ μετά» σκέφτηκα.

Κάποια στιγμή δίψασα κι η Τερεζίνα προσγειώθηκε στις όχθες μιας λίμνης για να πιω νερό.

«Μην μπεις μέσα όμως. Μόνο τα χέρια σου θα ακουμπήσουν το νερό της λίμνης. Μην το ξεχάσεις»

«Εντάξει» απάντησα αλλά σκέφτηκα ότι η Τερεζίνα ήταν υπερβολική.

Η λίμνη ήταν τόσο ήρεμη. Οι ηλιαχτίδες έκαναν τα νερά να αστράφτουν και να λαμπυρίζουν. Το νερό με προσκαλούσε να παίξω μαζί του. Ήπια νερό με τη χούφτα μου. Ήταν τόσο κρύο και καθαρό. Δεν υπήρχε άλλη σκέψη. Άλλωστε τι θα μπορούσε να συμβεί; βούτηξα μέσα. Οι φίλοι μου άρχισαν να φωνάζουν να βγώ αμέσως έξω. Και τότε τα νερά αγρίεψαν, σηκώθηκαν κύματα που άρχισαν να στροβιλίζονται και φυσικά κι εγώ μαζί τους. Ο Μάικ έσυρε με τα δόντια του ένα κλαδί και μου φώναζε να το αρπάξω.

«Δε μπορώ να το πιάσω! Βοήθεια!»

Είδα με απελπισία το κλαδί να απομακρύνεται κι έπειτα να εξαφανίζεται. Τότε η Τερεζίνα πέταξε πάνω από τη λίμνη , χαμήλωσε κι άρχισε να τινάζεται σε μια μάχη με τα κύματα. Τελικά κατάφερα να πιαστώ από πάνω της και πετάξαμε μακριά. Ο Μάικ ήρθε αλαφιασμένος να μας βρει. Στην αρχή φοβήθηκα για την Τερεζίνα γιατί φαινόταν εξουθενωμένη. Την ευχαρίστησα πολλές φορές που με έσωσε από βέβαιο πνιγμό. Εκείνη όμως με κοίταξε με θυμό.

«Σου είπα ότι δεν έπρεπε ! εσείς οι άνθρωποι ,μικροί- μεγάλοι, είστε όλοι ίδιοι! Νομίζετε ότι είστε οι κυρίαρχοι των πάντων, ότι όλα σας ανήκουν ! Δε σου έφτανε που σου έδωσε από το νερό της για να ξεδιψάσεις; Πολύ καλά! Έπρεπε να σε αφήσω να υποστείς και τις συνέπειες. Ολόκληρο τσουνάμι σήκωσες με την ανοησία και την ξεροκεφαλιά σου»

Ψέλισα ντροπιασμένος ένα «συγγνώμη» και ξεκινήσαμε το ταξίδι της επιστροφής. Προσγειωθήκαμε κατευθείαν στο κρεβάτι μου. Η Τερεζίνα εξαφανίστηκε και δεν τη ξαναείδα από τότε αλλά και ο Μάικ δε μου ξαναμίλησε. Βγάζει μόνο τις γνωστές κραυγές του. Με αγαπάει όμως. Το νιώθω. Και ξέρω ότι σύντομα θα τον πείσω να μου μιλήσει και να με ξαναπάει στη Τερεζίνα για ένα ακόμα ταξίδι!

 

*H Γιώτα Σιπέτα είναι από τον Πύργο Ηλείας. Το μεράκι της είναι η συγγραφή. Όταν τη ρωτάνε ποια είναι δηλώνει “είμαι αυτά που γράφω”. Αφιερώστε λίγο χρόνο, φορέστε την καλή σας διάθεση και ετοιμαστείτε να ταξιδέψετε στον κόσμο της…

[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][/vc_column][/vc_row]


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

leventis

opap
300x600
olympia

Screenshot