Παιδικές αναμνήσεις όταν αλώνιζαν με πατόζα
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Κατά τις 5 με 10 Αλωνάρη (Ιουλίου) έκανε την εμφάνισή απέναντι από το χωριό μου Άγναντα στο Παλιοκκλήσι περιοχή ενδιάμεσα Βουλιαγμένης, – Ανθώνας και Αγνάντων) η πατόζα (αλωνιστική μηχανή), του Χρήστου Χρυσανθόπουλου, με καταγωγή από τα Άγναντα.
Μπροστά την ένα τρακτέρ «HANOMAG» κατακίτρινο, σαν τα άνθη της ασφάκας και της σπαρτιάς, και πίσω σερνότανε το τεράστιο κατακόκκινο μηχάνημα μάρκας «ΤΙΤΑΝ». Για εκείνη την εποχή και για εμάς τα παιδιά, που δεν είχαμε ξεμυτίσει από τα χωριά μας προς τον έξω κόσμο, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και το φανταστικό. Αυτή ήταν η πατόζα, ένα συρόμενο μηχάνημα με τέσσερις τροχούς, όπου αριστερά και δεξιά της υπήρχαν πάρα πολλές τροχαλίες συνδεδεμένες μεταξύ τους με λουριά (ιμάντες).
Η χαρά των παιδιών όταν έφθανε κοντά στα αλώνια του χωριού ήταν απερίγραπτη. Το συνεργείο την έστηνε στα αλώνια που ήσαν γεμάτα θημωνιές (σωρός από δεμάτια σίτου – βρώμης και κριθαριού), τοποθετημένα με σειρά και τάξη, ως τύμβος. Πηγαίναμε κατά μπουλούκια να ιδούμε τις δούλευε, να ακούσουμε την περίεργη βουή της, που ήταν ένας μονότονος βρυχηθμός, να ιδούμε πως έστηναν αυτή και το τρακτέρ και πως γινόταν η κίνηση.
Περίεργα για εμάς τα αλλά απολαυστικά. Σ’ όλο αυτό τον συρφετό, συμμετείχαμε και εμείς με την αποστολή μας, ώστε να φέρνουμε νερό στους εργάτες, και στους δικούς μας, που αλώνιζαν τα γεννήματα.
Ένα μετακινούμενο εργοτάξιο, όλη την ημέρα, να τροφοδοτούν το αναβατόριο με λιμάρια (δεμάτια), επάνω ήταν ένας εργάτης που έκοβε το δεματικό και βοηθούσε ώστε να εισέλθει αυτό μέσα στην φαγάνα (χοάνη), προσέχοντας μην έχει καμιά πέτρα ή ξύλο και προκαλέσει ζημιά.
Όταν τα ζώα κατά την φόρτωση των δεματιών έγερναν, τότε τοποθετούσαν κάποια πέτρα για βάρος ώστε να ισορροπήσει το φορτίο. Πολλές φορές, ξεχνούσαν να τις αφαιρέσουν από τα δεμάτια, και όταν έπεφταν στην χοάνη προξενούσαν ζημιά στα ψαλίδια που έκοβαν τα στελέχη των σταχυών. Κάτω μπρος από την μηχανή και δίπλα από το μεγάλο λουρί, που έδινε την κίνηση από το τρακτέρ στην μηχανή, ήταν οι πόρτες που έβγαινε το γέννημα αλωνισμένο και καθαρό.
Πιο μέσα από τα τελευταία κόσκινα έβγαινε το σκύβαλο (τεμαχισμένοι σπόροι από το αλώνισμα μαζί με φλούδες), που ήταν η πιο εκλεκτή για την εποχή εκείνη τροφή για τα κοτόπουλα και τα γαλιά. Και πίσω από την μηχανή το μεγάλο φουγάρο, ένας στρογγυλός σωλήνας, που μετακινούταν με ένα μικρό σχοινί, προς κάθε κατεύθυνση που επιθυμούσαν.
Από εκεί με την βοήθεια τουρμπίνας αέρα έβγαινε το άχυρο και το πετούσε λίγο πιο μακριά σχηματίζοντας ένα αχυρένιο σωρό σαν πυραμίδα. Το άχυρο το παίρνανε, μετά το αλώνισμα και το μεταφέρανε κυρίως με ζεμπίλια, για τροφή των ζώων κατά την χειμερινή περίοδο.
Ο καρπός μέσα από ένα συνδυασμό κόσκινων με τρύπες διαφόρων μεγεθών μεταφερόταν σε ένα σημείο της πατόζας, όπου άλλοι εργάτες γέμιζαν τα σακιά και τα έδεναν. Ένα σύννεφο σαν κατσιφάρα από σκόνη και από ψιλοκομμένο άχερο και τον δαυλίτη απειλούσε όποιον ζύγωνε κοντά στη μηχανή.
Ευτούνη η σκόνη μέσα στο λιοπύρι με τον ιδρώτα κόλλαγε απάνου στο δέρμα των εργατών και σε όλους όσους ήσαν εκεί στα αλώνια που αλωνίζανε και μας έπιανε μια φαγούρα, που έβλεπες τους πάντες να ξύνονται και να σκουπίζονται με τα μαντήλια τους. Η κατσιφάρα καθότανε στα μαλλιά του και στα βλέφαρά του που τα έκανε σαν αυτά του μυλωνά, καθώς έμπαινε στα ρουθούνια μας και να τον έπιανε και ένας ξερόβηχας σαν την κόριζα.
Οι καυτές ακτίνες του λιοπυριού ήταν ένα μαρτύριο για τους εργάτες, μα όλοι τους ήταν καλυμμένοι καλά. Φορούσαν υποχρεωτικά σκούφια, ντρίτσα ή μαντήλια, επίσης μακρυμάνικα πουκάμισα, παντελόνια μακριά και κλειστά παπούτσια, ως μέτρα προστασίας, από τον ήλιο και την σκόνη.
Τα λινατσένια Σακκά και τα ματαράτσια, ήσαν όλα επιστρατευμένα για να μεταφέρουν τα γεννήματα στα σπίτια των χωριανών μέχρι να τα ρίξουν στα κασόνια. Πριν τα χρησιμοποιήσουν οι γυναίκες τα έπλεναν καθαρά στα ρέματα και τις βρύσες για να φύγουν οι βρωμιές από μαγαρισιά ποντικών και εντόμων.
Όποιος νοικοκύρης αλώνιζε, τότε η γυναίκα του έφερνε το κέρασμα, το νερό, το κολατσιό και το φαγητό και το κρασί για τους εργάτες της μηχανής. Το γιόμα σταμάταγε το αλώνισμα και οι εργάτες μαζεύονταν κάτω από κάποιο ίσκιο ή στον ίσκιο της μηχανής ή και κάτω από την ρυμούλκα του τρακτεριού για να ξανασάνανουν και να φάνε μια μπουκιά ψωμί όπως λέγανε.
Εμείς τα παιδιά, τσορομπίλα τότε, πιλαλάγαμε να δούμε τα μηχανήματα που αλωνίζανε. Αλλά που να ζυγώσουμε κοντά, από την μια είχαμε τον φόβο και από την άλλη μας κράζανε αυτοί από το συνεργείο μην ζυγώσουμε και μας κτυπήσει κανένα λουρί.
Και έτσι κοιτάγαμε από μακριά όλη την διαδικασία του αλωνίσματος. Όταν σταματούσε να δουλεύει τότε κοντοζυγώναμε και την κοιτούσαμε με ανοικτό το στόμα.
Λουριά μικρά μεγάλα, πλατιά στενά, τροχαλίες μπράτσα κίνησης, κόσκινα, και πολλά άλλα εργαλεία συνέθεταν αυτό το περίεργο για εμάς μηχάνημα
Το βράδυ μόλις σούρπωνε οι εργάτες πηγαίνανε στην βρύση και πλενόσαντε, μετά άλλοι πηγαίνανε στα καφενεία του χωριού και άλλοι στρώνανε τα σκουτιά τους στο αλώνι, δίπλα στην μηχανή και κοιμούσαντε για να ξεκουραστούν.
Για την πληρωμή της μηχανής ίσχυε το αξάϊ, (δικαίωμα) δηλαδή ένα 8 – 10% επί του συνόλου του παραχθέντος γεννήματος. Οι δε εργάτες με μεροκάματο το οποίο μπορεί να ήταν χρήμα ή και ο αντίστοιχος καρπός. Πολλές φορές οι ιδιοκτήτες των μηχανών χρησιμοποιούσαν εργάτες από το ίδιο το χωριό, για να μην τους ταγίζουν και δημιουργούν έξοδα.
Κάθε εργάτης έπαιρνε 8 οκάδες σιτάρι για 8 ώρες δουλειάς. Δηλαδή μια οκά για κάθε ώρα. Ιδιαίτερη αμοιβή είχε ο μηχανικός, γιατί ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται νύχτα μέρα κοντά στην πατόζα, ώστε να διορθώνει την οποιαδήποτε βλάβη που θα συνέβαινε. Η αμοιβή του ήταν 2% επί της παραγωγής. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στις μηχανές ήταν οι πέτρες που είχαν μέσα τα δεμάτια.
Στον μπροστινό μέρος της μηχανής, εκεί που έβγαινε ο καθάριος καρπός εκεί οι εργάτες σάκιαζαν τους καρπούς και αφού έδεναν με σπάγγο τα σακιά τα τοποθετούσαν με σειρά κατά εξάδες στην πλάστιγγα που ήτανε στημένη δίπλα για να ζυγίζουν τους καρπούς και να παίρνουν το δικαίωμα. Πάντα η πλάστιγγα έγερνε υπέρ του πατοζιέρη.
Όποιος από τους παραγωγούς ήθελε να κρατήσει το αξάϊ, τότε πλήρωνε το αντίστοιχο σε δραχμές στον ιδιοκτήτη της μηχανής.
Πολλές φορές τα αλωνιστικά μηχανήματα ήσαν εταιρικά, ο ένας είχε το τρακτέρ και ο άλλος την πατόζα και έτσι συνεταιρίζονταν και έπαιρναν το ανάλογο δικαίωμα. Για την μεταφορά του καρπού από το αλώνι στο σπίτι χρησιμοποιούσαν τρακτέρ εκεί που είχε δρόμο για τα σπίτια. Όπου ήταν άβατο το μετέφεραν με τα ζώα φορτωμένα με τα σακιά.
Η μεταφορά με το τρακτέρ (θυμάμαι ένα μπλέ μάρκας «ZETOR») που πληρωνόταν και αυτή εξτρά από τα αλωνιστικά δικαιώματα. Εμείς τα παιδιά σκαρφαλώναμε επάνω στην ρυμούλκα (καρότσα) του τρακτεριού για να απολαύσουμε μια βόλτα με μηχάνημα από τις θημωνιές έως το χωριό. Το αντίτιμο του εισητήριού μας, ήταν να πάνε να τους φέρουμε δροσερό νερό από την βρύση για να σβήσουνε την δίψα τους στο μαρτυρικό λιοπύρι.
Μετά τον αλωνισμό οι γυναίκες πλένανε ένα φόρτωμα σταριού και πηγαίνανε στον νερόμυλο ν’ αλέσουν φρέσκο αλεύρι.
Οι δε άνδρες ασχολούνταν κυρίως με την μεταφορά των αχεριών, να τα αποθηκεύσουν, διότι αν βρέχονταν θα μούχλιαζαν και δεν ήταν καλά για τροφή των ζώων.
Οι συζητήσεις στα καφενεία και στα αλώνια, ήταν πέριξ της παραγωγής των γεννημάτων. Τοιουτοτρόπως έκλεινε ο κύκλος του αλωνίσματος με την πατόζα!