Παγκόσμια Ημέρα Φτώχειας: Παραμένουμε οι φτωχοί συγγενείς της Ευρώπης
Η Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Φτώχειας δεν συνοδεύτηκε, από κάποια επίσημη κυβερνητική ανακοίνωση.
Τι να πουν άλλωστε; Ότι είμαστε στις τέσσερις χώρες της ΕΕ με τα υψηλότερα ποσοστά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας όπως ανακοίνωσε η Εurostat; Ή ότι από τα μνημόνια μέχρι σήμερα το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα έχει καταβαραθρωθεί, με μείωση -28,4% – το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, όταν στην ΕΕ έχει αυξηθεί κατά 18,5%;
Ή μήπως να ξεφυλλίσουν τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, για τις συνθήκες διαβίωσης στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα έχει τα πρωτεία στον λεγόμενο «υποκειμενικό δείκτη φτώχειας», με δύο στους τρεις να αυτοπροσδιορίζονται ως φτωχοί;
Η μόνη ανακοίνωση που βγήκε, κατόπιν εορτής, χωρίς να αναφέρεται στη Διεθνή Ημέρα Φτώχειας είναι η απάντηση του υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας. Το υπουργείο χωρίς να αμφισβητεί τα στοιχεία της Eurostat για τον κίνδυνο φτώχειας, επικεντρώνεται στην υποχώρηση του σχετικού δείκτη από το 29% στο 26,1%. Μόνο που αυτή η υποχώρηση δεν είναι κατόρθωμα της κυβερνησης, αφού σημειώνεται κάθε χρόνο από το 2015 και μετά – με μοναδικό διάλειμμα το έτος της πανδημίας – μετά το ζενίθ της φτώχειας των μνημονιακών ετών, όταν είχε ξεπεράσει το 36%.
Για να μην είμαστε άδικοι, η κυβέρνηση και το υπουργείο Οικονομικών έχουν εκδώσει παμπολα δελτία τύπου για το πόσο βελτιώθηκαν – σε ονομαστικούς όρους – τα εισοδήματα και οι μισθοί την τελευταία πενταετία, πώς είμαστε πρώτοι σε αύξηση επενδύσεων στην ΕΕ, πρώτοι σε ρυθμούς ανάπτυξης, πρώτοι σε αύξηση επενδύσεων.
Δεν λένε ψέματα, απλώς ερμηνεύουν επιλεκτικά τα στοιχεία που τους βολεύουν. Εξάλλου η βελτίωση κάποιων οικονομικών δεικτών κάλλιστα συμβαδίζει με την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου όχι μόνο σε σύγκριση με την περίοδο πριν την κρίση, αλλά κυρίως σε σχέση με τις σύγχρονες ανάγκες και δυνατότητες της εποχής μας.
Πράγματι από το 2019 μέχρι το 2023 το ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμού έχει μειωθεί σχεδόν κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες. Δεν το λες ακριβώς και άθλο, όταν πάνω 2,65 εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν σε συνθήκες οριακής ανέχειας. Πόσο μάλλον όταν το κατώφλι της φτώχειας είναι σχετικό και επαναπροσδιορίζεται με βάση το διάμεσο εισόδημα κάθε έτους. Σε απόλυτους όρους, όταν το κατώφλι μένει σταθερό, το 33,3% του πληθυσμού βρίσκεται στο χείλος της φτώχειας με βάση τις συνθήκες πριν την κρίση.
Η φτώχεια δεν είναι ένα μονοσήμαντο μέγεθος, αλλά είναι πολυδιάστατη, κάτι που αποτυπώνεται και στην έκθεση της Εurostat για τις συνθήκες ζωής στην Ευρώπη.
Γι’αυτό έχουν καθιερωθεί δείκτες όπως η «υποκειμενική φτώχεια», η οποία αξιολογεί το πώς βιώνει ο κάθε άνθρωπος τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το νοικοκυριό του για να τα βγάλει πέρα. Η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη την κατάσταση της υλικής ευημερίας του νοικοκυριού, συμπεριλαμβανομένου του εισοδήματος, των δαπανών, του χρέους και του πλούτου.
Υπάρχουν έξι κατηγορίες απαντήσεων που κυμαίνονται από μεγάλη δυσκολία έως πολύ εύκολα. Ένα νοικοκυριό που αντιμετωπίζει μεγάλη δυσκολία ή δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα θεωρείται ότι εμπίπτει στην υποκειμενική φτώχεια.
Στην Ελλάδα το 67% του πληθυσμού δηλώνουν ότι τα βγάζουν πέρα με μεγάλη δυσκολία, το υψηλότερο ποσοστό από κάθε άλλη χώρα της ΕΕ. Για τους Έλληνες συνταξιούχους η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη, με το 70% των ατόμων από 65 ετών και πάνω να αυτοπροσδιορίζονται ως φτωχοί.
Κι αν η υποκειμενική φτώχεια αφορά τους 2 στους 3, οι δυσκολίες στο να τα βγάλουν πέρα αφορούν τους 9 στους 10, με το 87% των κατοίκων της Ελλάδας να δηλώνουν ότι το 2023 αντιμετώπισαν δυσκολίες στο να τα βγάλουν πέρα, επίσης το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ και σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.