Ώρα να «σπάσουμε πλάκα»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”97024″ img_size=”full”][vc_column_text]Η ελληνική γλώσσα έχει ένα θαυμαστό πλούτο λέξεων και εκφράσεων που σχετίζονται με τη διασκέδαση, είτε εις βάρος κάποιου άλλου, είτε όχι. Όπως η έκφραση «σπάω πλάκα», που καλύπτει και τις δύο έννοιες.
Η έκφραση αυτή γεννήθηκε με τη διάδοση του φωνογράφου. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, τα κέντρα διασκέδασης που διέθεταν φωνογράφο είχαν μεγάλες πιένες. Τότε οι δίσκοι ονομάζοντας «πλάκες» και ήταν από βακελίτη, ένα υλικό που δεν εξασφάλιζε τη μακροζωία τους: οι πλάκες φθείρονταν γρήγορα από την πολλή χρήση. Ο μαγαζάτορας φύλαγε τις άχρηστες πλάκες σε ντάνες, ακριβώς για να τις σπάνε οι πελάτες του αντί για τα χρήσιμα πιάτα, όταν έρχονταν στο τσακίρ κέφι.
Αυτή η ιστορία σταμάτησε όταν διαδόθηκαν οι δίσκοι από βινύλιο, που δεν έσπαγαν τόσο όμορφα και τόσο ηχηρά όσο οι παλιές πλάκες από βακελίτη. Ωστόσο η έκφραση παρέμεινε στο λαϊκό λεξιλόγιο, σημαίνοντας πλέον τη διασκέδαση και μόνο, χωρίς να υπεισέρχονται σπασίματα. «Πάμε να σπάσουμε πλάκα», λέμε όταν θέλουμε να γελάσουμε και να ευθυμήσουμε, αλλά λέμε και ότι σπάμε πλάκα με το τάδε κορόιδο, όταν μπαίνει στη μέση ο χλευασμός κάποιου ανθρώπου.
Για την ιστορία, να πούμε πως η λέξη «κορόιδο», το αντικείμενο εμπαιγμού, ή το θύμα εξαπάτησης, προέρχεται από τη λέξη «κουρόγιδο», δηλαδή το κουρεμένο γίδι, το οποίο προφανώς για κάποιους παρουσιάζει ένα φαιδρό θέαμα.
Το μόνο σίγουρο είναι πως το γέλιο ήταν ανέκαθεν μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Ο Γέλως ήταν για τους αρχαίους θεός, δευτερεύων μεν, αλλά πάντως θεός. Ο Λυκούργος είχε ανεγείρει ιερό προς τιμήν του στη βλοσυρή Σπάρτη, ενώ θεωρείται, μαζί με τον Πόθο και την Ηδονή, ως ένα από τα δώρα της Αφροδίτης στους ανθρώπους.
Είναι ευνόητο πως τα λόγια ή/και οι πράξεις που προκαλούν τον γέλωτα να είναι εξόχως σημαντικά στη ζωή των ανθρώπων γενικά κι όχι μόνον των Ελλήνων. Τα αστεία, ας πούμε, εκείνα τα ευφυολογήματα που λέμε, ή οι κωμικές πράξεις που κάνουμε, για να γελάσουμε. Η λέξη «αστείο» παράγεται από το «άστυ», την πόλη. Στην αρχαιότητα, ο «αστείος», δηλαδή ο κάτοικος του άστεως, της πόλης, θεωρούνταν πιο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο της υπαίθρου – οπότε η αίσθηση του χιούμορ του, ο «αστείος λόγος» του, ήταν ο πνευματώδης, ευτράπελος λόγος που προκαλούσε το γέλιο. Αντιθέτως, οι κάτοικοι της εξοχής, των αγρών, οι «αγροίκοι», δεν είχαν το ραφιναρισμένο χιούμορ των αστών.
Στα νεότερα ελληνικά, το χωρατό, ο αστεϊσμός, το άκακο πείραγμα ήταν και πάλι υπόθεση των πολιτών. Χωρατά έκαναν οι «χωραΐτες», οι κάτοικοι της χώρας, και όχι της υπαίθρου και των χωρίων της, δηλαδή οι χωρικοί.
Τώρα, το καλαμπούρι, παράγεται από το γαλλικό «calembour», που σημαίνει λογοπαίγνιο, αστειολόγημα, βασιζόμενο στη διαφορά έννοιας μεταξύ λέξεων που έχουν την ίδια ή παραπλήσια προφορά.
Παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη παρουσιάζει και η λέξη «φάρσα», από το λατινικό ρήμα farcio που σημαίνει «πληρώ, γεμίζω». Όμως το «σάτυρα», με ύψιλον, είναι λάθος, εάν χρησιμοποιείται για τον σκωπτικό, ειρωνικό λόγο. Η λέξη παράγεται από τους Σατύρους, τους ερωτύλους τραγοπόδαρους και κερασφόρους ακόλουθους του Διονύσου και πιθανώς είναι προελληνικής προέλευσης.
Οπωσδήποτε τα όρια της σάτιρας είναι ένα τεράστιο θέμα. Κάποιοι υποστηρίζουν πως η σάτιρα δεν θα έπρεπε να έχει ιερό και όσιο και πως μόνο με τα πραγματικά σοβαρά γεγονότα στη ζωή αξίζει να αστειευτεί κανείς. Οι ίδιοι λένε πως πριν ο σατιρικός καλλιτέχνης καταπιαστεί με τους άλλους οφείλει να αρχίσει ασφαλώς με τον εαυτό του. Για παράδειγμα, ο μεγάλος ποιητής Γεώργιος Σουρής είχε αυτοπεριγραφεί ως εξής: «Μπόι δυο πήχες, κόψη κακή, γένια με τρίχες εδώ κι εκεί. Κούτελο θείο λίγο πλατύ, τρανό σημείο του ποιητή. Δυο μάτια μαύρα, χωρίς κακία, γεμάτα λαύρα, μα και βλακεία. Μακρύ ρουθούνι, πολύ σχιστό, κι ένα πηγούνι σαν το Χριστό. Πηγάδι στόμα, μαλλιά χυτά… γεμίζει στρώμα μόνο μ’ αυτά. Μούρη αγρία και ζαρωμένη, χλωμή και κρύα σαν πεθαμένη. Κανένα χρώμα δεν της ταιριάζει και τώρ’ ακόμα βαφές αλλάζει. Δόντια φαφούτη, όλο σχισμάδες, ύφος τσιφούτη για μαστραπάδες»
Ηθικόν δίδαγμα; Δεν υπάρχει εκτός από τούτο: για να γελάσεις, να σατιρίσεις, να σπάσεις πλάκα με τους άλλους ανθρώπους, με την αδυναμία, τα σφάλματα η την ανοησία τους, πρέπει πρώτα, απαρεγκλίτως, να αποδομήσεις εαυτόν..[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]