Όλες οι αδικίες του φορολογικού νομοσχεδίου!
Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής διαφωνεί με τα πρόστιμα για τα μετρητά και τα myData, τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης και τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου
Αδικίες, αντισυνταγματικότητες και παράνομες ρυθμίσεις περιέχει το φορολογικό νομοσχέδιο, σύμφωνα με την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής η οποία κυριολεκτικά κονιορτοποιεί τα επιχειρήματα της κυβέρνησης.
Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής διαφωνεί με τη διαδικασία επιβολής των προστίμων για παραβάσεις στα myData, τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου, τα πρόστιμα για τα μετρητά, και τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι δεν αποκλείεται μια ατομική επιχείρηση να έχει μειωμένα έσοδα ή και ζημιές κάποιο έτος. Αναλυτικότερα, οι κυριότερες επισημάνσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής είναι οι ακόλουθες:
- Για την μη έκπτωση δαπανών που δεν διαβιβάζονται στην πλατφόρμα myDATA
Μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι «εκπτώσεις φόρων και δαπάνες προς έκπτωση δεν λαμβάνονται υπόψη, αν τα παραστατικά στα οποία στηρίζονται δεν έχουν διαβιβασθεί ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ».
Δεδομένου ότι στις περιπτώσεις αυτές, την ευθύνη για τη διαβίβαση των παραστατικών, καταρχήν, δεν την έχουν τα πρόσωπα που εκπίπτουν τους φόρους ή τις δαπάνες, αλλά οι αντισυμβαλλόμενοί τους, παρατηρείται ότι η ως άνω θεσπιζόμενη κύρωση της μη έκπτωσης των φόρων ή των δαπανών δεν παρίσταται συμβατή προς την αρχή της αναλογικότητας, καθώς, το μέτρο θεσπίζει κύρωση σε βάρος προσώπου για πράξη ή παράλειψη που δεν εντάσσεται στη σφαίρα ευθύνης του.
- Για το πρόστιμο εξόφλησης με μετρητά στοιχείων άνω των 500 ευρώ
Σε περίπτωση εξόφλησης, με μετρητά, φορολογικών στοιχείων αξίας άνω των 500,00 ευρώ για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών προς ιδιώτες, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της καταβληθείσας με μετρητά αξίας.
Παρατηρείται ότι η κύρωση της επιβολής προστίμου ίσου με το διπλάσιο της αξίας της παράβασης (αξίας του τιμολογίου που εξοφλήθηκε με μετρητά), συγκρινόμενη και με το λοιπό πλαίσιο επιβολής κυρώσεων για μη σύννομη έκδοση φορολογικών στοιχείων δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αρμονία προς την αρχή της αναλογικότητας. Συναφώς, ερωτάται αν θα έπρεπε να τεθεί ανώτατο όριο στο ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου.
Περαιτέρω, υπάρχει και ασάφεια, καθώς, δεν είναι απολύτως σαφές αν το πρόστιμο θα επιβάλλεται μόνο σε βάρος του εκδότη του φορολογικού στοιχείου ή και του ιδιώτη, λήπτη αυτού, δεδομένου, αφενός, ότι στην προκείμενη περίπτωση η παράβαση καταρχήν διαπράττεται από τον λήπτη, και, αφετέρου, ότι το επίμαχο άρθρο δεν αναφέρεται σε απαγόρευση αποδοχής μετρητών από τους εκδότες φορολογικών στοιχείων αξίας άνω των 500,00 ευρώ, αλλά σε απαγόρευση εξόφλησης των στοιχείων αυτών με μετρητά από τους ιδιώτες, λήπτες τους.
Εξ άλλου, από τη διατύπωση της διάταξης συνάγεται ότι το πρόστιμο θα επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση σύννομης έκδοσης φορολογικού στοιχείου και μη νόμιμης εξόφλησής του. Αντίθετα, σε περίπτωση μη σύννομης έκδοσής του, ανεξαρτήτως του τρόπου εξόφλησης της σχετικής συναλλαγής, δεν θα επιβάλλεται το πρόστιμο της περίπτωσης αυτής, αλλά αυτό των άρθρων 54 παρ. 2 περ. η’ και 58Α του ΚΦΔ, κατά περίπτωση.
- Για τα πρόστιμα myDATA
Σε περίπτωση εκπρόθεσμης διαβίβασης παραστατικών εσόδων, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 50% του προστίμου που προβλέπεται σε περίπτωση μη διαβίβασης, ήτοι 5% της καθαρής αξίας κάθε εκπροθέσμως διαβιβασθέντος στοιχείου.
Λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω παράβαση είναι αμιγώς διαδικαστική και δεν συνιστά φοροδιαφυγή, καθώς τα σχετικά στοιχεία έχουν εκδοθεί και (έστω και εκπροθέσμως) διαβιβασθεί στη Φορολογική Διοίκηση, επισημαίνεται ότι η επιβολή αναλογικού προστίμου (ποσοστού της αξίας του φορολογικού στοιχείου) δεν παρίσταται συμβατή προς την αρχή της αναλογικότητας.
Περαιτέρω, υπό το φως της ίδιας ως άνω αρχής, το αναλογικό πρόστιμο, το οποίο αφορά τη διαβίβαση φορολογικού στοιχείου εσόδου με αξία μικρότερη της πραγματικής, πρέπει να επιβάλλεται, όχι επί της συνολικής αξίας του στοιχείου, αλλά επί της διαφοράς μεταξύ της αξίας που διαβιβάσθηκε και της αξίας που αναγράφεται στο στοιχείο.
- Για τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου
Προστίθενται νέες περιπτώσεις, η συνδρομή των οποίων επιτρέπει στη Φορολογική Διοίκηση να προσφεύγει σε έμμεσες μεθόδους ελέγχου, ενώ την απαρίθμηση των περιπτώσεων στο άρθρο 28 καθιστά, πλέον, ενδεικτική η προσθήκη του όρου «ιδίως».
Συγκεκριμένα, ενώ μέχρι σήμερα η εφαρμογή έμμεσων τεχνικών ελέγχου επιτρέπεται μόνο όταν τα λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται και τα φορολογικά στοιχεία δεν συντάσσονται σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, δηλαδή επί διαπίστωσης ουσιαστικών παραβάσεων της λογιστικής ή φορολογικής νομοθεσίας, καθώς και, αυτονοήτως, όταν αυτά δεν προσκομίζονται στη Φορολογική Διοίκηση, με τις νέες ρυθμίσεις η εφαρμογή τους επιτρέπεται, ανεξαρτήτως της διαπίστωσης ουσιαστικών παραβάσεων της λογιστικής ή φορολογικής νομοθεσίας, και όταν:
α) «υπάρχει σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ των δηλούμενων οικονομικών μεγεθών, ιδίως των αγορών, των πωλήσεων και των αποθεμάτων» ή
β) «δεν επαληθεύεται ο συντελεστής μικτού κέρδους που προκύπτει από τα δηλούμενα αποτελέσματα με αυτόν που προκύπτει βάσει των παραστατικών αγορών και πωλήσεων ή υπάρχει αδικαιολόγητη μεταβολή αυτού μεταξύ διαδοχικών ετών» ή
γ) «δηλώνεται ζημία σε τρία (3) τουλάχιστον συνεχόμενα φορολογικά έτη και δεν προκύπτει ο τρόπος χρηματοδότησης της επιχείρησης, με τον οποίο καλύπτονται οι υποχρεώσεις της».
Όπως έχει επισημάνει και στο παρελθόν η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, η χρήση εναλλακτικών μεθόδων υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος, οι οποίες ούτε έχουν γενική εφαρμογή επί του συνόλου των φορολογουμένων (όπως το ισχύον σύστημα τεκμηρίων) εφαρμόζονται μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Φορολογική Διοίκηση αδυνατεί να προσδιορίσει τις φορολογικές υποχρεώσεις του φορολογουμένου βάσει των λογιστικών του αρχείων λόγω ουσιαστικών παραβάσεων της λογιστικής ή φορολογικής νομοθεσίας, αντίκειται στην αρχή της ισότητας.
Και αυτό, διότι η χρησιμοποίηση διαφορετικών βάσεων υπολογισμού του φόρου σε πρόσωπα που, κατά τα λοιπά, υπάγονται στο ίδιο φορολογικό καθεστώς, είναι ανεκτή μόνο εφόσον διαπιστώνεται ότι έχουν υποπέσει σε ουσιαστικές παραβάσεις οι οποίες διαφοροποιούν την κατάστασή τους σε σχέση με τους υπόλοιπους φορολογουμένους και, κατά τούτο, δικαιολογούν την υπαγωγή τους σε διαφορετική και, κατά τεκμήριο, δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση.
Όμως, εν προκειμένω, οι νέες περιπτώσεις προσφυγής σε έμμεσες τεχνικές ελέγχου δεν συνάπτονται προς συγκεκριμένες διαπιστωμένες παραβάσεις της νομοθεσίας, αλλά, αντίθετα, προς την αδυναμία του φορολογικού ελέγχου να προσδιορίσει παραβάσεις, σε συνδυασμό με υπόνοιες για απόκρυψη φορολογητέας ύλης και, κατά τούτο, δεν παρίστανται συμβατές προς την αρχή της ισότητας.
- Για τις διατάξεις φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων
Σχετικά με το νέο σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού του ελάχιστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν φυσικά πρόσωπα συναρτώμενο καταρχήν προς το ετήσιο ποσό του νομοθετημένου μεικτού κατώτατου μισθού ή προς το ποσό που αντιστοιχεί στις μεικτές αποδοχές του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου που απασχολείται από το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο και έως 30.000 ευρώ ή έως 50.000 ευρώ, με την εφαρμογή πρόσθετων μεθόδων τεκμαρτού υπολογισμού.
Κατ΄ αρχήν σημειώνει ότι κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, ο κοινός νομοθέτης διαθέτει ευρεία ευχέρεια να διαμορφώνει το κατάλληλο, κατά την εκτίμησή του, φορολογικό σύστημα με στόχο τη διακρίβωση της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας των υποχρέων και τη σύλληψη της φορολογητέας ύλης και η μέσω τεκμηρίων σύλληψη της φορολογητέας ύλης δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 20 του Συντάγματος, εφόσον με τα τεκμήρια δεν επιβάλλεται φορολογική υποχρέωση επί πλασματικής φορολογητέας ύλης, αλλά καθιερώνεται ειδική μέθοδος εξεύρεσης του πραγματικού εισοδήματος.
Όμως, η σύνδεση των τεκμηρίων με τον κατώτατο μισθό σημειώνει ότι τα έσοδα των μισθωτών χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, καθώς προέρχονται από έναν, κατά κανόνα, εργοδότη, ο οποίος δεσμεύεται καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους σε αυτόν να τους καταβάλλει συγκεκριμένο μισθό, ενώ οι δαπάνες που συνδέονται με την εργασία τους, κατά κανόνα, δεν βαρύνουν αυτούς, αλλά τον εργοδότη τους, σε αντίθεση με τους μη μισθωτούς των οποίων τα έσοδα συναρτώνται από πλήθος παραγόντων (στους οποίους, πάντως, δεν περιλαμβάνεται το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου τους), με αποτέλεσμα να μην είναι ποτέ σταθερά, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες τους που βαρύνουν τους ίδιους.
Σε αντίθεση με τους μισθωτούς, το εισόδημα των μη μισθωτών είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο, δεν συναρτάται, καταρχήν, με τους παράγοντες που διαμορφώνουν το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή του μισθού του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, ενώ δεν αποκλείεται να είναι και αρνητικό (ζημίες), κυρίως στους τομείς της βιοτεχνίας και του εμπορίου, ενδεχόμενο που αναγνωρίζει και ο φορολογικός νομοθέτης, παρέχοντας τη δυνατότητα μεταφοράς της σχετικής ζημίας και συμψηφισμού της με μελλοντικά κέρδη κατά τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος των επόμενων πέντε ετών.
Συνεπώς, η επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για τη συναγωγή τεκμηρίου ως προς το ύψος του ελάχιστου καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτά ένα φυσικό πρόσωπο βάσει του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή, πολύ περισσότερο, των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, παρίσταται, ενδεχομένως, προβληματική.
Πηγή: sofokleousin.gr