Oι ηρωίδες της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”149308″ img_size=”full”][vc_column_text]Του Γιώργου Ευθυμίου, Εκπ/κού
Ο ηρωισμός και η αυταπάρνηση, που χαρακτηρίζει και λαμπρύνει την Ελληνίδα ανάμεσα στις γυναίκες όλoυ του κόσμου, αναδείχθηκε ασύγκριτος κατά τους μαύρους χρόνους της Τουρκικής σκλαβιάς.
Ευθύς από τα πρώτα χρόνια του ’21 το Έθνος ζει με τη γλυκιά ελπίδα της απελευθέρωσής του. Οι θρυλικοί του αγώνες δεν ήταν μόνο αγώνες των ανδρών.
Και η ηρωίδα Ελληνίδα στάθηκε πάντοτε δίπλα στον αγωνιστή άνδρα, πιστή σύντροφος στο σπαθί και στο ντουφέκι και κράτησε σαν Εστιάδα άσβεστη τη λαμπάδα «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και για της Πατρίδας την Ελευθερία», όπως έλεγαν.
Ανάμεσα λοιπόν στις φυσιογνωμίες των ηρώων ξεπήδησαν και οι πολεμόχαρες Αμαζόνες, που αγωνίσθηκαν με αφάνταστο ηρωισμό, ώστε να πάρουν, όπως τους άξιζε, το δάφνινο στεφάνι της Δόξας και να περάσουν στις αθάνατες σελίδες της Ιστορίας.
Τέτοιες ήταν οι Ελληνίδες Σουλιώτισσες, Μεσολογγίτισσες, Αρκαδιανές , Κρητικοπούλες που αντιπροσώπευαν όλες τις Ελληνίδες γυναίκες, που δόξασαν την Ελλάδα μας.
Πώς δε θαυμάζει κανείς την ακατάβλητη ψυχική και σωματική αντοχή τους, όταν αναλογισθεί πως τις νύχτες ζύμωναν, μαγείρευαν, και την ημέρα έπαιρναν μέρος στον αγώνα δίπλα στους άνδρες τους!
Η Σουλιώτισσα ζωντάνευε τα ήθη και την παράδοση της Αρχαίας Σπαρτιάτισσας, που αποχαιρετούσε το γιο της με το “Ταν ή επί Τας„.
Κανείς από τους Τούρκους Πασάδες δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί τους. Μόνο ο Αλή Πασάς τόλμησε να αναμετρηθεί μ’ αυτούς και πήρε το μάθημά του στις 20 Ιουλίου 1792 από μια ηρωίδα Σουλιώτισσα, τη Μόσχω Τζαβέλλα.
Όταν κινδύνευαν τα ιερά τους βράχια να τα πατήσουν οι Αρβανίτες του καταχθόνιου Αλή-Πασά, η Μόσχω στη δόξα του συζύγου της, του ξακουσμένου Λάμπρου Τζαβέλλα, πρόσθεσε και τη δική της.
Στις 20 Ιουλίου 1792 οι Σουλιώτες οχυρωμένοι στα κακοτράχαλα και δύσβατα μέρη τους, περίμεναν την επίθεση του Αλή-Πασά. Οι αρχηγοί τους Μάρκος Μπότσαρης, Λάμπρος Τζαβέλλας και Κίτσος Τζαβέλας έδωσαν οδηγίες στους Σουλιώτες πώς να υπερασπισθούν τ’ άγια χώματά τους.
Οι γυναίκες από την άλλη τετρακόσιες και πλέον, με επικεφαλής τη Μόσχω Τζαβέλλα, αγωνίζονταν κι αυτές από το δικό τους μετερίζι
Η Μόσχω με στεντόρια φωνή ενθάρρυνε όλους, γυναίκες και άνδρες, λέγοντάς τους“ τι τα φυλάττε τα άπιστα σκυλιά„ και τότε όλοι όρμησαν με αλαλαγμούς ενάντια στους Τουρκαλβανούς, που ξαφνιάστηκαν και πανικόβλητοι έτρεξαν να φέρουν το θλιβερό γι’ αυτούς μήνυμα στον καταπτοημένο Αλή – Πασά.
‘’Εδώ είν’ το Σούλι το κακό /εδώ είν’ το Κακοσούλι,
που πολεμούν μικρά παιδιά, / γυναίκες σαν τους άνδρες,
που πολεμάει η Τζαβέλλαινα / σαν άξιο παλικάρι„
Η νίκη των Σουλιωτών εκείνη την ημέρα ήταν νίκη των Σουλιωτισσών γυναικών με πρωταγωνίστρια τη Μόσχω Τζαβέλλα.
Ο Αλή-Πασάς μετά την αναπάντεχη αυτή ήττα των Τουρκαλβανών γύρισε θλιμμένος και ψυχικά ράκος στα ανάκτορά του στα Γιάννενα και δε δεχόταν να τον επισκεφθεί κανείς.
Την απογοήτευση του Αλή-Πασά περιγράφει ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης με οκτώ τετράστιχες στροφές, που έχουν σαν αρχή τους τη στροφή, που τη θυμόμαστε από το Δημοτικό:
“Τ’ άλογο, τ’ άλογο, Ομέρ Βρυώνη,
το Σούλι εχύμηξε και μας πλακώνει
τ’ άλογο, τ’ άλογο ακούς σφυρίζουν
ζεστά τα βόλια τους μας φοβερίζουν„
Η ταπείνωση αυτή του Αλή-Πασά, όπως καταλαβαίνουμε, οφείλεται στην ενθάρρυνση της Μόσχως Τζαβέλλα προς τις γυναίκες αλλά και τους άνδρες, όταν ο αγώνας τους παιζόταν κορώνα-γράμματα.
Αλλά η Τζαβέλλαινα δεν ήταν η μοναδική ηρωίδα στους αγώνες των Σουλιωτών. Ή τ α ν και η Χάιδω, που αγωνιζόμενη ενάντια στους Τουρκαλβανούς, έγινε το ίνδαλμα των ανδρών και των γυναικών.
Αρματωμένη λοιπόν και η Χάιδω πολεμούσε με γενναιότητα και αυταπάρνηση ενάντια στους Αρβανίτες του Αλή-Πασά.
Όταν ο Βελής κατέλαβε το Κακοσούλι, το Σούλι και τα άλλα χωριά, δεν έχασε το θάρρος της, αλλά πρώτη ακολούθησε τον αθάνατο ήρωα Σαμουήλ στο Κούγκι μαζί με τους συμπολεμιστές Σουλιώτες και Σουλιώτισσες και πολέμησαν 40 μέρες τους Αρβανίτες κι ακόμη και τα στοιχεία της φύσεως, γιατί ήταν για την Ήπειρο ο πιο άγριος χειμώνας με χιόνια και καταιγίδες κατάψυχρος, σαν να ήταν σύμμαχος του εχθρού.
Ο Αλή-Πασάς εκμεταλλευόμενος τον απροσδόκητο σύμμαχό του, τη βαρυχειμωνιά, αποφυλάκισε το Φώτο Τζαβέλα, που τον κρατούσε όμηρο μαζί με τα άλλα μέλη της οικογένειάς του, πιστεύοντας πως ο Φώτος θα του χρωστούσε ευγνωμοσύνη και θα του παρέδιδε το Κούγκι.
Όμως ο Αλή-Πασάς έπεσε έξω, γιατί ο Φώτος Τζαβέλλας του έστειλε την εξής επιστολή:
“Βεζύρη Αλή-Πασά. Μη φαντασθείς ποτέ πως θα με αποτρέψεις από την απόφασή μου με τις φοβέρες σου, επειδή έχεις αιχμαλωτίσει τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Η Πατρίδα και η Ελευθερία είναι παρασάγγες ανώτερα ιδανικά . ……….. Δεν παραδινόμαστε ζωντανοί αλλά μόνο αποθαμένοι.
Φώτος Τζαβέλλας και όλοι οι εν τω Κούγκι Σουλιώτες,
μικροί και μεγάλοι (υπογραφή τους).
Ο Αλή-πασάς, όταν διάβασε το γράμμα του Φώτου Τζαβέλλα, έγινε έξω φρενών. Εκάλεσε τους Αρβανίτες του και τους διέταξε να πάρουν το Κούγκι με πάσα θυσία.
Οι Αρβανίτες τότε εξόρμησαν σαν θύελλα εναντίον του Κουγκίου, που ήταν η Εκκλησία της Αγίας-Παρασκευής κι εκεί οι Σουλιώτες αντιστάθηκαν πολλές μέρες.
Στο τέλος, όμως, επειδή τους θέριζε η πείνα και η δίψα, συμφώνησαν με τον Αλή να φύγουν με τα όπλα τους και μ’ όλα τα πράγματά τους και να πάνε όπου θέλουν. Κι εκείνοι έφυγαν για την Πάργα, που την κατείχαν οι Άγγλοι. Κι από εκεί θα περνούσαν στην Επτάνησο.
Στο Κούγκι όμως έμεινε ο καλόγερος Σαμουήλ με πέντε συντρόφους του. Κι εκείνος, όταν του ζητήθηκε από έναν γραμματέα του Αλή-Πασά να παραδώσει τα πολεμοφόδια, που είχαν οι Σουλιώτες συγκεντρώσει στην Αγία Παρασκευή (στο Κούγκι), πυροβόλησε σ’ ένα βαρέλι γεμάτο μπαρούτι. Έγινε τότε τρομερή έκρηξη και όλοι, Τούρκοι κι Έλληνες, που βρέθηκαν εκεί, ετάφησαν κάτω από τα ερείπια της Εκκλησίας, αφήνοντας έξοχο παράδειγμα ηρωισμού και αυτοθυσίας για τις μελλούμενες γενιές.
Ύστερα από το ηρωικό έπος του Σουλίου η πιο τραγική σκηνή του δράματος παίχθηκε στο Ζάλογγο. Εξήντα ηρωικές Σουλιώτισσες, στις 17 Δεκεμβρίου 1803, βρέθηκαν περικυκλωμένες από άγρια στίφη Τουρκαλβανών και κινδύνευαν από στιγμή σε στιγμή να συλληφθούν και να οδηγηθούν στη σκλαβιά και στην ηθική ατίμωση. Καμία ελπίδα διασώσεως δεν υπήρχε. Κι όταν οι Αρβανίτες σκαρφάλωναν στην κορυφή του βράχου, τότε οι ηρωίδες Σουλιώτισσες, έκαμαν τη μεγάλη θυσία, πρωτάκουστη στην ιστορία των λαών.
Χόρεψαν το Χορό του Ζαλόγγου με το εξής περιεχόμενο:
“ Έχε γεια καημένε κόσμε, / έχε γεια γλυκιά ζωή
έχετε γεια βρυσούλες / κι εσείς βουνά ραχούλες.
Στη στεριά δε ζει το ψάρι / ουδ’ ανθός στην αμμουδιά„
Σε κάθε στροφή έπεφτε η πρώτη στο γκρεμό, ώσπου έπεσε και η τελευταία!
Η ηρωική αυτή θυσία των Σουλιωτισσών δοξάσθηκε όσο καμιά άλλη στο κόσμο κι επήρε το όνομα:
Χορός του Ζαλόγγου.[/vc_column_text][vc_single_image image=”140377″ img_size=”full”][/vc_column][/vc_row]