Tα Jeep, φέρεται να είπε κάποτε ο στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, είναι ένα από τα τρία «όπλα» που χάρισαν στις ΗΠΑ τη νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και οι ιστορικοί διαφωνούν για το ποια ήταν τα άλλα δύο (και ορισμένοι πιστεύουν ότι αναφέρθηκε σε τέσσερα όπλα), όσοι γεννήθηκαν στην Κορέα πριν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 γνωρίζουν ότι ο στρατηγός είχε απόλυτο δίκιο.
Ο πόλεμος της Κορέας και του Βιετνάμ ήταν οι δύο τελευταίες επεμβάσεις στις οποίες ο αμερικανικός στρατός χρησιμοποίησε τα περίφημα τζιπάκια Willys MB. Οι Νοτιοκορεάτες έβλεπαν χιλιάδες τέτοια οχήματα ακόμη και μετά τον πόλεμο, όταν η εταιρεία Hadonghwan Motor Company άρχισε να τα κατασκευάζει για λογαριασμό του αμερικανικού Πενταγώνου. Ο πατριάρχης της εταιρείας, Ha Dong-hwan, ξεκίνησε να στήνει την αυτοκινητοβιομηχανία του μαζεύοντας κινητήρες και συστήματα μετάδοσης από εγκαταλελειμμένα οχήματα των Αμερικανών στρατιωτών, τα οποία επανασυναρμολογούσε και πουλούσε στη διαλυμένη από τον πόλεμο χώρα.
Η εταιρεία του, που ύστερα από σειρά συγχωνεύσεων και εξαγορών έφτασε να ονομαστεί SsangYong Motor, έγινε η τέταρτη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Νότιας Κορέας και η ιστορία της ήταν συνυφασμένη με την πορεία των λεγόμενων «τίγρεων» της ανατολικής Ασίας. Γεννημένη στις στάχτες ενός αμερικανικού πολέμου, η εταιρεία γιγαντώθηκε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου όταν η Ουάσινγκτον ενίσχυε τη Σεούλ σαν ένα από τα προκεχωρημένα φυλάκια απέναντι στις κομμουνιστικές χώρες της περιοχής. Μαζί με την Ιαπωνία και τη Δυτική Γερμανία, η Ν. Κορέα ήταν μία από τις χώρες που «όφειλαν» στην Ουάσινγκτον την καταστροφή τους και την ταχεία ανοικοδόμησή τους.
Η SsangYong Motor θα συνεχίσει να ακολουθεί την πορεία της Σεούλ και όταν ο άνεμος του νεοφιλελευθερισμού θα μετατρέψει αρκετές χώρες της περιοχής στα αγαπημένα παιδιά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος – μια φούσκα που θα σκάσει με κρότο τo 1997 προαναγγέλλοντας και την παγκόσμια κρίση του 2007-2008. Οι εργαζόμενοι της SsangYong Motor, όπως και εκατομμύρια πολίτες της Ν. Κορέας, συνειδητοποιούν τότε τα αποτελέσματα της εξαγωγικής πολιτικής που συνοδευόταν από εξαιρετικά χαμηλή φορολογία για το μεγάλο κεφάλαιο και διάλυση του κράτους πρόνοιας. Είναι η εποχή που ενηλικιώνονται οι περισσότεροι από τους φανταστικούς παίκτες τους οποίους θα δούμε να πρωταγωνιστούν στην τηλεοπτική σειρά του Netflix.
Τη χρονιά που θα σκάσει η φούσκα των «τίγρεων», το πλειοψηφικό πακέτο της SsangYong Motor περνά στον έλεγχο της Daewoo Motors, η οποία όμως θα το ξεφορτωθεί γρήγορα λόγω των δικών της οικονομικών προβλημάτων. Η κορεατική εταιρεία θα περάσει έτσι στον έλεγχο της κινεζικής, κρατικής αυτοκινητοβιομηχανίας SAIC η οποία σύμφωνα με καταγγελίες θα τη μετατρέψει σε ένα εργαλείο κερδοσκοπίας: αφού απομυζά όλη την τεχνογνωσία και τους καλύτερους σχεδιαστές και μηχανικούς, οι οποίοι μεταφέρονται στην ηπειρωτική Κίνα, η SAIC εφαρμόζει πρακτικές «δημιουργικής λογιστικής» προκειμένου να οδηγήσει την εταιρεία στην πτώχευση και να αναγγείλει την απόλυση 2.600 εργατών – το ένα τρίτο του προσωπικού. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή περιγράφει ο πρωταγωνιστής του «Squid Game», και πρώην εργαζόμενος SsangYong, όταν λέει ότι «αυτοί κατέστρεψαν την εταιρεία με τις αποφάσεις τους και απέδωσαν σε εμάς την αποτυχία».
Οσοι εργάτες δεν δέχονται τα πακέτα εθελουσίας εξόδου και τις αποζημιώσεις («μπορείτε να αποχωρήσετε όποτε θέλετε από το squid game») καταλαμβάνουν το εργοστάσιο και ξεκινούν μία από τις πιο μαχητικές κινητοποιήσεις του 21ου αιώνα, η οποία θα διαρκέσει 77 ημέρες. Η δεξιά κυβέρνηση σε συνεργασία με τους ιδιοκτήτες του εργοστασίου συντάσσει μια στρατιά από αστυνομικούς και παρακρατικά τάγματα εφόδου, τα οποία σφυροκοπούν αδιάκοπα τις κατειλημμένες εγκαταστάσεις. Αρκετές από τις πιο σκληρές εικόνες του «Squid Game» θυμίζουν ανατριχιαστικά τις μάχες γύρω και μέσα στο εργοστάσιο και κυρίως τα πλάνα που κατέγραφαν τον ανηλεή ξυλοδαρμό των εργαζομένων από τα κορεατικά ΜΑΤ. Η αστυνομία χρησιμοποιεί κάθε μέσο που έχει στη διάθεσή της φτάνοντας να ρίχνει από ελικόπτερα διαβρωτικές τοξικές ουσίες, αφού πρώτα διακόπτει την παροχή νερού ώστε οι εργάτες να μην μπορούν να καθαρίσουν τα εγκαύματά τους.
Οι πολιορκημένοι βέβαια δεν μένουν με σταυρωμένα χέρια. Πιστοί στην πολυετή παράδοση μαχητικών κινητοποιήσεων της Νότιας Κορέας απαντούν με βόμβες μολότοφ, αυτοσχέδιες ρουκέτες και τεράστιες σφεντόνες που κατασκευάζουν με εξαρτήματα του εργοστασίου. Στο πλευρό τους βρίσκονται και χιλιάδες πολίτες και συγγενείς τους που συγκρούονται για ημέρες με την αστυνομία στο κέντρο της Σεούλ.
Η μάχη όμως είναι εκ προοιμίου χαμένη καθώς η βοήθεια απέξω είναι ανεπαρκής (όπως και στο «Squid Game»). Ο πραγματικός απολογισμός της μάχης έρχεται με καθυστέρηση μερικών χρόνων, όταν περίπου 20 πρώην απεργοί (αρκετοί από τους οποίους εμφανίζουν συμπτώματα μετατραυματικού στρες) αυτοκτονούν μη μπορώντας να αντέξουν την ανέχεια αλλά και το γεγονός ότι έχουν τοποθετηθεί σε μαύρες λίστες άλλων εταιρειών και αδυνατούν να βρουν εργασία. Το κράτος τούς εκδικείται για χρόνια με δικαστικές διώξεις ενώ τους χρεώνει πρόστιμα ακόμη και για τα έξοδα νοσηλείας των αστυνομικών που τραυματίστηκαν στις συγκρούσεις (μόνο αυτά φτάνουν το μισό εκατομμύριο ευρώ).
Το να ενταχθείς, στη συνέχεια, σε ένα δολοφονικό παιχνίδι σαν το «Squid Game» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιλογή. Για εκατοντάδες Κορεάτες ήταν απλώς η τηλεοπτική απεικόνιση του μονόδρομου στον οποίο ζούσαν. Οπως θα είναι σύντομα και για χιλιάδες Ευρωπαίους που θα κληθούν να βιώσουν ακόμη μία οικονομική κρίση χωρίς το μεταπολεμικό μαξιλάρι του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας.
info-war.gr