Oh, Canada!
Το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου και το βάρος της μνήμης είναι δυο πράγματα από τα οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Με αφορμή τα «σχιζοειδή» οράματα του Τράμπ για την απορρόφηση του Καναδά ως πεντηκοστή πρώτη πολιτεία των ΗΠΑ και την παραίτηση του Τζάστιν Τριντό από την πρωθυπουργία, ο νους και η καρδιά μου κατακλύστηκαν από θύμισες και συναισθήματα γύρω από αυτή την όμορφη, τεράστιας φυσικής και περιβαλλοντολογικής γοητείας χώρα, με την οποία συνδέθηκα για μια δεκαετία περίπου, κυρίως στην επαρχία του Κεμπέκ, στα τέλη του ΄80 έως τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 και κάτω από «συνθήκες υψηλής καύσης».
Παρόλη την οικονομική αποτυχία των ολυμπιακών αγώνων του 1976 όπου σημειώθηκε υπέρβαση κόστους 720% – κυρίως λόγω των πρωτοφανών για την εποχή μέτρων ασφαλείας που απαιτήθηκαν μετά το «φιάσκο» του Μονάχου το 1972 – για το οποίο οι πολίτες της επαρχίας πλήρωναν έκτακτο φόρο για 30χρόνια, η πόλη του Μόντρεαλ παρέμεινε και παραμένει ως σήμερα μια από τις 20 πόλεις του κόσμου με την καλύτερη ποιότητα ζωής και έχοντας πολλές πρωτιές ειδικά στην Παιδεία, την Υγεία, τον Πολιτισμό και στη λειτουργία των Δημοσίων Υπηρεσιών.
Ο υπόλοιπος Καναδάς, η Βρετανική Κολομβία και το Τορόντο «άνθιζαν» με φρενήρεις ρυθμούς ανάπτυξης και το Κεμπέκ αντιστεκόταν σθεναρά με τη βοήθεια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που βρισκόταν στην άλλη άκρη της διελκυστίνδας με τις αποσχιστικές τάσεις των γαλλόφωνων της επαρχίας, οι οποίες θέριεψαν στις δεκαετίες ΄60, ΄70, ΄80. Το αυτονομιστικό κίνημα του FLQ και το εθνικιστικό κόμμα Parti Quebequa οδήγησαν στην λεγόμενη «Ήσυχη Επανάσταση», από την οποία όμως δεν έλλειπαν οι δολιοφθορές, οι ληστείες τραπεζών, οι απαγωγές δημοσίων προσώπων και, τέλος, το φονικό του Διοικητή της Επαρχίας.
Δυο προσωπικότητες της πολιτικής σκηνής του Καναδά απέτρεψαν την καταστροφική σύγκρουση. Ο Πιέρ Ελιότ Τριντό στο τιμόνι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και ο Ρενέ Λεβέκ, αδιαμφισβήτητος ηγέτης των γαλλόφωνων του Κεμπέκ. Ο μεν Τριντό, αν και γαλλοκαναδός από το Μόντρεαλ, δεν δίστασε να επιβάλλει στρατιωτικό νόμο στην επαρχία για να περιορίσει τη δράση των αυτονομιστών, ο δε Λεβέκ καθοδήγησε ψύχραιμα τη δίκαιη οργή τους σε πλαίσια κατανόησης, συνεργασίας και δίκαιων ανταλλαγμάτων με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, με αποτέλεσμα την επίσημη καθιέρωση της Γαλλικής ως ισότιμης γλώσσας του κράτους και την προσπάθεια αποδοχής από το Κεμπέκ του καναδικού Συντάγματος, πράγμα το οποίο ωστόσο δεν έχει επιτευχθεί έως σήμερα.
Σε διεθνές επίπεδο, πέρα από τη διακυβέρνηση του Καναδά για δέκα έξι σχεδόν χρόνια, ο Πιέρ Ελιότ Τριντό, ένας άνδρας ο οποίος δε χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να σε γοητέψει, για δυο πράγματα έγινε «θρύλος». Για τις διαφωνίες του με τον υπερτροφικό γείτονα, τις ΗΠΑ (κυρίως στον βρώμικο πόλεμο του Βιετνάμ όπου χιλιάδες νέοι αμερικανοί πήραν καναδική υπηκοότητα για να αποφύγουν τη στράτευση και στο Εμπάργκο απέναντι στην Κούβα, την οποία βοήθησε να σταθεί στα πόδια της σε κρίσιμους τομείς), και για το γάμο του με την εκρηκτική Μάργκαρετ, μια νεαρή ελεύθερη προσωπικότητα της «εποχής των λουλουδιών», μια «πρώτη κυρία» που δεν δίσταζε να διασκεδάζει ξέφρενα με τον Μικ Τζάκερ στο Στούντιο 54 και μετά να επιστρέφει σε μια στοργική συζυγική αγκαλιά. Αφοπλιστικά και περήφανα ο Άνδρας Πιέρ Τριντό, είχε απαντήσει σε ερώτηση δημοσιογράφου αν τον ενοχλούσαν οι «εξαλλοσύνες» της συζύγου του: “Eίναι η Γυναίκα μου…»
Καρπός αυτού του τολμηρού συνδυασμού είναι ο πρόσφατα παραιτηθείς πρωθυπουργός του Καναδά, Τζάστιν Τριντό.
Δηλαδή, ένα ακόμα «πριγκιπικό» άστρο που δύει με πάταγο διαψεύδοντας τις αφελείς προσδοκίες του κοινού που διψά για βιτρίνα, ύστερα από τα μεγαλειώδη εξώφυλλα του TIME για την παρουσία ενός νέου σωτήρα του κόσμου.
Μετά από 25 χρόνια παρουσίας στην πολιτική ζωή και δέκα χρόνια πρωθυπουργίας του Τζάστιν, αυτή τη στιγμή, με δυο λόγια, ο Καναδάς αντιμετωπίζει τα μεγαλύτερα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της ιστορίας του.
Ένα ακόμα δηλαδή θλιβερό φαινόμενο πολιτικής «εξαπάτησης» σαν αυτό του τζιτζιφιόγκου Μακρόν (αυτόν, το TIME και το POLITICO τον παρουσίασαν ως σωτήρα της Ευρώπης). Και οι δυο τους έσυραν τις χώρες τους σε δύσβατα μονοπάτια, υποταγμένοι πλήρως στα νεοσυντηριτικά, νεοταξικά, υπερνεοφιλελεύθερα προστάγματα, άβουλοι, βουτηγμένοι σε σκάνδαλα και φτηνές βερμπαλιστικές θεωρίες, ο ένας παραδίδοντας μια αδύναμη χώρα στις ορέξεις του Τράμπ και ο άλλος, μέσα στο γαλλικό αμοραλισμό του, να «βλαστημάει» τη Ρωσία που «φταίει για όλα» και να στρώνει το δρόμο στην ακροδεξιά.
Συγκρίσεις και περαιτέρω σχολιασμός, δικά σας…
Καλή τύχη!
ΔΡ