Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν
Του Γιάννη Μυλόπουλου*
Η πολυδιαφημισμένη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τραμπ είναι η αλήθεια ότι έπεσε σε κακή συγκυρία. Επισκιάστηκε από διεθνείς εξελίξεις που εγκυμονούν μεγάλες απειλές και γι’ αυτό και συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Η δολοφονία του Ιρανού στρατηγού από τους Αμερικανούς, οι προκλητικές δηλώσεις Τραμπ και η ένταση που πυροδοτήθηκε με το Ιράν αφενός και οι εξελίξεις στη Λιβύη με την εμπλοκή της Τουρκίας αφετέρου, μονοπώλησαν το διεθνές ενδιαφέρον και επισκίασαν μια συνάντηση που μοναδικό σκοπό είχε την ανάδειξη σε διεθνές επίπεδο των ελληνικών θέσεων, την καταδίκη της Τουρκικής επιθετικότητας και την υποστήριξη της Ελλάδας στη διαμάχη με την Τουρκία.
Η συγκυρία όμως για τη συνάντηση δεν υπήρξε ευνοϊκή και για έναν ακόμη λόγο: Οι Αμερικανοί, με δεδομένη την ανάληψη πολεμικής δραστηριότητας από πλευράς Τουρκίας στη Συρία, η οποία όπως αποδεικνύεται ότι δεν έγινε ερήμην της υποστήριξης ή έστω της κάλυψης των Αμερικανών, αλλά και με δεδομένη την εμπλοκή της στην εμφύλια σύρραξη στη Λιβύη, επέλεξαν τον Ερντογάν ως στρατηγικό τους εταίρο και υποστηρικτή στα σχέδιά τους στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου και της Μ. Ανατολής.
Η παρούσα δηλαδή συγκυρία ήταν η χειρότερη για να ζητηθεί συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο, καθώς υπήρχε κίνδυνος ο Έλληνας πρωθυπουργός να εγκλωβιστεί και να χρησιμοποιηθεί ως μέρος των ευρύτερων Αμερικανικών σχεδίων, που με τη στήριξη της Τουρκίας εξελίσσονται στην περιοχή.
Πράγμα το οποίο, δυστυχώς για την ελληνική διπλωματία και τα ελληνικά συμφέροντα, συνέβη μπροστά στα μάτια της διεθνούς κοινότητας.
Θα ήταν λοιπόν πολύ φρονιμότερο ο Έλληνας πρωθυπουργός να συνεχίσει τις τριμερείς και τετραμερείς συναντήσεις που ξεκίνησαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς με ηγέτες γειτονικών μας χωρών που μοιράζονται τις ίδιες απειλές και έχουν τους ίδιους λόγους να ανησυχούν για την Τουρκική επιθετικότητα στην περιοχή μας, ενώνοντας τις δυνάμεις μας με κράτη που δυνάμει θα είναι σύμμαχοί μας οποτεδήποτε αυτό χρειαστεί.
Ακόμη, θα ήταν πολύ φρονιμότερο ο Έλληνας πρωθυπουργός να απευθυνθεί κατά προτεραιότητα στους φυσικούς μας συμμάχους, στην Ευρώπη και να προσπαθήσει εκεί, να κερδίσει την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη δύσκολη διεθνή συγκυρία.
Η Ελληνική διπλωματία χρεώνεται λοιπόν μια σειρά από λάθος εκτιμήσεις και λάθος κινήσεις στην προκειμένου περίπτωση, που οδήγησαν σε μια αποτυχημένη, για τα ελληνικά συμφέροντα, συνάντηση Μητσοτάκη – Τραμπ.
Κυρίως όμως χρεώνεται το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη της ή δεν εκτίμησε σωστά τη διεθνή συγκυρία και τη στρατηγική συμμαχία Τραμπ – Ερντογάν, σύμφωνα με την οποία κάθε προσπάθεια καταδίκης της Τουρκικής επιθετικότητας από πλευράς Αμερικανών αυτή τη στιγμή δεν θα ήταν δυνατόν να είναι εφικτή. Έτσι σχεδίασε και οργάνωσε ένα ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, που είχε ως κύριους στόχους να ζητήσει την υποστήριξη Τραμπ στην Ελληνοτουρκική διένεξη και να εκμαιεύσει μια δήλωση καταδίκης της Τουρκικής επιθετικότητας. Δύο στόχοι που εξ αρχής ήταν ναρκοθετημένοι.
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι όταν κλείστηκε η συνάντηση τα σύννεφα δεν ήταν ακόμη ορατά, η ελληνική διπλωματία χρεώνεται πρώτα το γεγονός ότι δεν υπήρξε διορατική και δεύτερον ότι δεν είχε την ικανότητα της αναδίπλωσης μετά τα τελευταία γεγονότα και της προσαρμογής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα νέα δεδομένα.
Έτσι, ό,τι έμεινε από την πολυδιαφημισμένη συνάντηση, είναι η αμηχανία του Έλληνα πρωθυπουργού να παρακολουθεί στο περιθώριο τη συνέντευξη Τραμπ, ο οποίος υποστήριζε αυτούς για τους οποίους εμείς επιδιώκαμε την Αμερικανική καταδίκη.
Κι ακόμη, ό,τι έμεινε από τη συνάντηση είναι η υποστήριξη Τραμπ στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα, η οποία πέτυχε το θαύμα, όπως ο Αμερικανός πρόεδρος διαβεβαίωσε, να αναστρέψει το εξαιρετικά δυσμενές οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα.
* Του Καθηγητή Γιάννη Α. Μυλόπουλου. Μέλους της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του «ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία»