«Ο κύριος τέλειος»: Αποκλειστική προδημοσίευση αποσπάσματος του νέου βιβλίου του Θανάση Χειμωνά
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”137365″ img_size=”full”][vc_column_text]Βρέθηκε μπροστά σε μια τεράστια επιγραφή. Gilda Bar. Χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα, μπήκε μέσα. Δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο. Τα ξύλινα καθίσματα, φαγωμένα από το σαράκι. Η ατμόσφαιρα, αποπνιχτική. Το μπαρ, μισογεμάτο από αδιάφορες έως ψιλοαντιπαθητικές φάτσες. Ας ήταν. Ο Φώτης χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα ποτό. Δεν είχε σημασία που ήταν ακόμα νωρίς το απόγευμα. Στριμώχτηκε σε ένα σκαμπό στην μπάρα.
«Ένα Τζόνι με πάγο» είπε στον μεσόκοπο μπάρμαν.
Το πρώτο το ήπιε σχεδόν μονορούφι. Στο δεύτερο αποφάσισε να κάνει λίγο κράτει.
Ποιον κορόιδευε; Αναρωτιόταν. Πώς είχε μπορέσει έστω να ελπίσει, έστω για μία στιγμή, για μία γαμημένη στιγμή, πως θα μπορούσε ποτέ να έχει δική του τη Ματίνα; Ή, πιο σωστά, πώς είχε ελπίσει πως θα αποσπούσε τη Ματίνα από τον Αδριανό Σωφρονίου;
Σε ποιο λέβελ θα μπορούσε να ανταγωνιστεί έναν άνθρωπο που ήταν καλύτερος από τον ίδιο; Γιατί ο Σωφρονίου υπερτερούσε παντού και σε όλους τους τομείς. Ήταν πιο όμορφος, πιο έξυπνος, πιο πετυχημένος, πιο μορφωμένος, πιο πλούσιος. Και το σημαντικότερο, ήταν καλύτερος άνθρωπος.
Γιατί ήταν πια ξεκάθαρο. Ο Σωφρονίου δεν υποκρινόταν. Όλα όσα είχαν γραφτεί γι’ αυτόν, όλα όσα του είχε πει ο Πάνος ήταν αλήθεια. Και αυτό δεν είχε να κάνει με τις φιλανθρωπίες και τα δάση στον Αμαζόνιο. Ο Φώτης το ήξερε πλέον από προσωπική εμπειρία. Ο τύπος τού είχε δώσει τόσα λεφτά, είχε βολέψει τον πατέρα του στο καλύτερο νοσοκομείο της χώρας, χωρίς να τον ξέρει καν. Πέντε λεπτά τον είχε δει σε μια εκδήλωση της πλάκας και του φέρθηκε λες και τον γνώριζε σαράντα χρόνια. Χωρίς να αποκομίσει το παραμικρό προσωπικό όφελος. Χωρίς να έχει να περιμένει τίποτα. Και στην τελική, τι θα περίμενε ποτέ κοτζάμ Αδριανός Σωφρονίου από έναν λούζερ σαν τον Φώτη Γουραλέ;
Γιατί τι ήταν ο Φώτης; Ένα ρεμάλι, που δεν είχε κάνει τίποτα στη ζωή του. Ένας τύπος που, μετά από σαράντα και χρόνια ύπαρξης, το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να έχει μια κωλοκαντίνα, η οποία ισοπεδώθηκε επειδή ο ίδιος γαμούσε τη γυναίκα του συνεργάτη του. Ένας πηδίκουλας που οι σοβαρότερες σχέσεις της ζωής του ήταν με γυναίκες τις οποίες πλήρωνε για να του κάθονται. Ένας θλιβερός απόφοιτος Λυκείου, χωρίς φίλους, που όταν επιτέλους θα πέθαινε, όταν θα απάλλασσε τη Γη από τη μίζερη ύπαρξή του, δε θα τον έκλαιγε κανείς. Η Ματίνα είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Η Ματίνα θα έμενε για πάντα με τον Σωφρονίου. Και έτσι έπρεπε να γίνει. «Σε βλέπω και σε ανέχομαι τόση ώρα! Κι εσύ εκεί! Το ένα τσιγάρο μετά το άλλο!» – μια γυναικεία αγριοφωνάρα θρυμμάτισε τη σκέψη του.
Ο Φώτης σήκωσε το βλέμμα του. Και είδε μια ξερακιανή σαραντάρα να στέκεται πάνω από έναν νεαρό με γυαλάκια, που κάπνιζε καθιστός σε ένα τραπεζάκι.
«Σε μένα μιλάτε;» ψέλλισε χαμηλόφωνα ο νεαρός. Ο Φώτης οριακά μπορούσε να τον ακούσει.
«Σε σένα βέβαια!» συνέχισε, πάντα με στεντόρεια (αλλά και λίγο ψιλή) φωνή η οργισμένη κυρία. «Έχεις κάνει τεκέ το μαγαζί! Η γυφτιά σου δεν περιγράφεται!»
«Συ… συγγνώμη» απάντησε αποσβολωμένος ο καπνιστής. Όπως αποσβολωμένοι ήταν και οι υπόλοιποι θαμώνες του μαγαζιού.
«Δεν είχα συνειδητοποιήσει πως σας ενοχλώ. Καθόσασταν και μακριά μου…»
«Σοβαρά, ε;» – η ξερακιανή είχε γίνει κατακόκκινη. «Και δε μου λες, μικρέ; Όταν εγώ θα πάθω καθολικό καρκίνο από τον καπνό σου, τι θα μου πεις; Πως καθόσουν μακριά μου; Ε;»
«Εντάξει, κυρία μου… Το σβήνω» έκανε ο νεαρός και ζούληξε βιαστικά το τσιγάρο του στο αυτοσχέδιο τασάκι που βρισκόταν μπροστά του.
«Α, ωραία, αφού μοιράσαμε τον θάνατο, σβήνουμε το τσιγάρο και δεν τρέχει τίποτα» τον χαβά της η αντικαπνίστρια. «Αυτή είναι η Ελλάδα. Τετρακόσια χρόνια τουρκικής σκλαβιάς…»[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]