FOLLOW US: facebook twitter

Ο Κώστας Σημίτης διηγείται τον …Κώστα Σημίτη

Ημερομηνία: 09-01-2025 | Συντάκτης:

Γνωστές και άγνωστες στιγμές από το βιβλίο του Δρόμοι Ζωής (Εκδόσεις Πόλις).

  • Στο βιβλίο του Δρόμοι Ζωής (Εκδόσεις Πόλις) ο Κώστας Σημίτης περιγράφει τη ζωή του από τη γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο, έως το 1996.

Πρόκειται, όπως ο ίδιος λέει, για μια πολιτική αυτοβιογραφία που μεταξύ άλλων περιγράφει την αναζήτηση για περισσότερη ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη και αυτονομία του πολίτη.

Το Dnews αναδημοσιεύει χαρακτηριστικά κεφάλαια από το βιβλίο του Κώστα Σημίτη και τις μαρτυρίες του, ευχαριστώντας πολύ τις Εκδόσεις Πόλις και προσωπικά τον Νίκο Γκιώνη για την ευγενική τους προσφορά.

2. «Δημοκρατική Άμυνα»

Την 21ηΑπριλίου, στις επτά το πρωί, δούλευα το βιβλίο μου για τις εφευρέσεις, όταν μπήκε στο σπίτι η καθαρίστρια. Μου είπε ότι παντού στους δρόμους υπήρχε στρατός. Άνοιξα το ραδιόφωνο. Μόλις άκουσα τα στρατιωτικά εμβατήρια, αντιλήφθηκα τι είχε συμβεί και, χωρίς να περιμένω άλλες εξηγήσεις, έφυγα για το γραφείο. Ήθελα να κρύψω οτιδήποτε είχε σχέση με τον Όμιλο, ώστε σε περίπτωση έρευνας να μη βρεθούν ονόματα και διευθύνσεις. Γύρω στις οκτώμισι, ολοκλήρωσα την εξαφάνιση των εγγράφων μέσα σε παλιούς δικηγορικούς φακέλους. Όταν αργότερα η Ασφάλεια έκανε άνω κάτω το γραφείο ψάχνοντας για έγγραφα του Ομίλου, δεν βρήκε τίποτα. Απέναντι από το γραφείο, στη γωνία Ακαδημίας και Ομήρου, σε ένα παλιό σπίτι, ήταν τα γραφεία της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου. Φεύγοντας κοίταξα προς τα εκεί, περιμένοντας ότι θα υπήρχε κόσμος που θα απομάκρυνε τα αρχεία. Δεν υπήρχε κανείς. Όπως έμαθα αργότερα, τα γραφεία επισκέφθηκε πρώτη η Αστυνομία.

Γύρισα σπίτι. Κατά τις δέκα, αποφάσισα να περπατήσω προς το Σύνταγμα. Η Δάφνη, ακολουθώντας τους κανόνες συμπεριφοράς που ήταν εμπεδωμένοι από προηγούμενες καταστάσεις κρίσης, αποφάσισε να φροντίσει για την προμήθεια τροφίμων. Θεωρούσαμε πιθανό να σημειωθούν ταραχές τις επόμενες μέρες. Βρήκα στον δρόμο πολλούς γνωστούς. Προχωρούσαμε μαζί. Ήταν μια ωραία μέρα, που σε προσκαλούσε για περίπατο. Υπήρχε κόσμος στους δρόμους. Έδειχνε ανήσυχος, αλλά δεν φαινόταν να παίρνει τα πράγματα στα σοβαρά. Κάποιο στέλεχος της Ένωσης Κέντρου μάς πληροφόρησε ποιοι έκαναν το «Κίνημα». Πρόσθεσε: «Κίνημα-οπερέτα. Στις δύο θα έχει καταρρεύσει». Συνάντησα τον Τ. Κύρκο, που μας πληροφόρησε για τις συλλήψεις. Στις εντεκάμισι είδα στην οδό Ακαδημίας, έξω από το σπίτι του, τον Γεώργιο Μαύρο, ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου. Τον γνώριζα, και τον ρώτησα τι επρόκειτο να συμβεί. Έμοιαζε εντελώς αποπροσανατολισμένος. Έκλεισε το σχόλιό του λέγοντας: «Στις δώδεκα θα έρθει ο βασιλεύς στα ανάκτορα και θα τακτοποιηθεί η κατάστασις». Σχημάτισα αμέσως την οδυνηρή βεβαιότητα ότι το πραξικόπημα πέτυχε. Θα μας κυβερνούσαν στο εξής οι στρατιωτικοί, και μάλιστα για καιρό. Τι άλλο θα μπορούσα να περιμένω, όταν ένα από τα σημαντικότερα στελέχη της Ένωσης Κέντρου αναζητούσε στον δρόμο γνωστούς, ελπίζοντας ότι ο βασιλιάς θα έλυνε το θέμα;

Επιστρέφοντας σπίτι, κάλεσα, μαζί με τους Φίλια και Καράγιωργα, τον κύκλο του Ομίλου, για να συναντηθούμε το απόγευμα. Η συνάντηση στο σπίτι μου διαλύθηκε σε μία περίπου ώρα, λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Συμπέσαμε στην εκτίμηση ότι οι Αμερικανοί και ο βασιλιάς είχαν αποδεχθεί το πραξικόπημα. Άρα η κατάσταση που δημιουργήθηκε θα εδραιωνόταν, και θα διαρκούσε μερικά χρόνια. Θα έπρεπε, από την επομένη κιόλας, να οργανωθούμε για παράνομες συνεννοήσεις και δράσεις. Αναζητήσαμε πολύγραφο. Το γνωστό στέκι μας, Ακαδημίας 35, θα έπαυε να λειτουργεί ως κοινός τόπος συνάντησης. Ήταν η αρχή της «Δημοκρατικής Άμυνας». Κανείς δεν φανταζόταν ότι η χούντα θα διαρκούσε επτά χρόνια και πως θα εμπλεκόμασταν σε ασυνήθιστες για μας περιπέτειες.

Την επομένη περπάτησα προς την Ομόνοια, για να δω αν υπήρχαν συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Απόλυτη ησυχία. Απολύτως καμία αντίδραση, ούτε καν μια προσπάθεια παρεμπόδισης της κυκλοφορίας. Με κατέλαβε τεράστια στενοχώρια. Το κίνημα που, από το 1965 και μετά, είχε εξαναγκάσει τον βασιλιά και τους συμπαραστάτες του σε συνεχείς υποχωρήσεις εξαφανίστηκε κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα. Ο λόγος ήταν απλός. Το παρελθόν της καταπίεσης, των αυθαιρεσιών της εξουσίας και των διακρίσεων ήταν ακόμη ζωντανό στη μνήμη όλων, και ενέπνεε φόβο. Αλλά και το κίνημα για περισσότερη δημοκρατία ήταν αμυντικό, δεν είχε εμπνεύσει την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να επιβληθεί. Ο πολιτικός κόσμος ήταν χωρίς πνοή, χωρίς αντίληψη για το τι χρειαζόταν η χώρα. Περιόριζε τα ενδιαφέροντά του αποκλειστικά και μόνο στη νομή της εξουσίας. Επρόκειτο ακριβώς για την κατάσταση που είχα περιγράψει στο φυλλάδιο για τις κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις. Ήταν ένα καλό μάθημα ότι την επόμενη φορά, που θα παρουσιαζόταν η δυνατότητα οργάνωσης ενός λαϊκού κινήματος, αυτό θα έπρεπε να είναι μια νέα πολιτική παράταξη με μαζική οργάνωση και μηχανισμό ικανό να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κάθε απόπειρα ανατροπής της δημοκρατίας.

Τα χρόνια από το 1967 ώς τον Σεπτέμβρη του 1969, οπότε διέφυγα παράνομα στο εξωτερικό, ήταν για μένα μια περίοδος συνεχούς έντασης. Είχα το αίσθημα της ασφυξίας και της εξοργιστικής καταπίεσης. Ήταν σαν να βρισκόμουν πάλι, άθελά μου, στην περίοδο της στρατιωτικής μου θητείας. Άνθρωποι στενοκέφαλοι, αμόρφωτοι, όριζαν πάλι τι πρέπει να πιστεύω. Αποφάσιζαν τι να κάνω. Μου απαγόρευαν να εκφράζω τις ιδέες μου και να ενεργώ σύμφωνα με αυτές. Η Ασφάλεια, που από την παιδική μου ηλικία εκπροσωπούσε το παράλογο και το εχθρικό, διαφέντευε πάλι την τύχη μου. Στις 25 Ιουλίου 1968, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, μου αφαίρεσαν το διαβατήριο. Ετοιμαζόμουν να αναχωρήσω για το Τορίνο, όπου με είχε καλέσει η FIAT, της οποίας ήμουν δικηγόρος στην Ελλάδα. Επιχειρήσεις έλυσαν τη συνεργασία τους με το δικηγορικό μου γραφείο χωρίς καμιά δικαιολογία. Το πιο βασανιστικό, όμως, ήταν η γενική συμμόρφωση στην αυθαιρεσία. Στο σύνολό τους σχεδόν, όσοι ήταν κάποτε προβεβλημένα πρόσωπα της δημόσιας ζωής –επιχειρηματίες, πνευματικοί άνθρωποι, γιατροί, μηχανικοί, και άλλοι– σιωπούσαν και δεν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν για τον συνεχή εξευτελισμό της χώρας τους. Έχασα κάθε εκτίμηση γι’ αυτούς, πράγμα που με βοήθησε πολύ, αργότερα. Και, ταυτόχρονα, αποκρυστάλλωσα την άποψή μου για τη νομιμότητα της εξουσίας: η εξουσία που δεν στηρίζεται στις αξίες και τις αρχές μιας ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας δεν είναι νόμιμη.

Δεν δίστασα να παραβιάσω την τυπική νομιμότητα της δικτατορίας, επανειλημμένα και με μεγάλη ικανοποίηση. Εκείνο που με απασχολούσε συνεχώς, και με στενοχωρούσε, ήταν οι επιπτώσεις που οι δραστηριότητές μου θα είχαν στην οικογένειά μου, αν με συνελάμβαναν. Ήξερα, από την πείρα μου, ότι οι Αρχές όχι μόνο δεν θα δίσταζαν αλλά και θα προσπαθούσαν να με εκβιάσουν. Η Δάφνη ήταν εξίσου αντίθετη με εμένα στο νέο καθεστώς. Και οι δύο ελπίζαμε ότι θα καταφέρναμε να αποφύγουμε τα χειρότερα, αν ήμασταν προσεκτικοί.

Σε ένα δικτατορικό καθεστώς, όπου επικρατεί η σιωπή και ο φόβος, οι τρίτοι γνωρίζουν ως αντιστασιακούς μόνο εκείνους που συνέλαβε η Αστυνομία. Όσοι απέφυγαν τη σύλληψη χάρη στην αγωνιστικότητα και την τόλμη τους παραμένουν άγνωστοι. Η κοινή γνώμη επιβραβεύει εκείνους που μιλούν συνεχώς για τα επιτεύγματά τους, πραγματικά ή όχι, ενώ για τους άλλους, που αγωνίστηκαν στο σκοτάδι, επικρατεί σιωπή. Στη Γερμανία και στην Ελλάδα, συνάντησα πρόσωπα που αποδεδειγμένα έκαναν τολμηρές ενέργειες κατά της χούντας. Κανείς δεν τους γνωρίζει, όμως. Στο εξωτερικό γνώρισα, επίσης, πολλούς δήθεν αγωνιστές που επιδείκνυαν τα περίστροφά τους, αλλά αρνούνταν συστηματικά να μεταφέρουν όπλα, είτε στο εξωτερικό είτε στην Ελλάδα. Η αποτίμηση της συμπεριφοράς, σε έναν αγώνα που διεξάγεται στο σκοτάδι, είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Ακόμα πιο δύσκολη ήταν τότε η γνώση, η πληροφόρηση, οι συνεργασίες. Ήταν φυσικό το ότι εμείς, της «Δημοκρατικής Άμυνας», δεν μπορούσαμε να συγκροτήσουμε έναν παράνομο μηχανισμό. Ήμασταν λίγοι, και εξαρτιόμασταν από τα βιοποριστικά μας επαγγέλματα. Έπρεπε να εργαζόμαστε και να είμαστε ταυτόχρονα στρατηγοί και στρατιώτες, επιφορτισμένοι όλοι με συγκεκριμένες δουλειές. Από τα πράγματα επιβλήθηκε, λοιπόν, η συνεργασία μέσω ενός σχήματος ανεξάρτητων κύκλων γύρω από ορισμένα πρόσωπα που είχαν μεταξύ τους χαλαρή σύνδεση. Ήταν η πιο σκόπιμη μορφή συντονισμού. Σε περίπτωση σύλληψης ενός προσώπου, οι άλλοι κύκλοι θα παρέμεναν ανέπαφοι. Αυτό συνέβη το φθινόπωρο του 1968, μετά τη σύλληψη του Νοταρά και των συνεργατών του. Η Ασφάλεια μας υποψιάστηκε, αλλά δεν είχε στοιχεία εναντίον μας.

Συνεργαζόμουν με τον Σάκη Καράγιωργα, και δραστηριοποιούσα έναν κύκλο στον οποίο ανήκαν, μεταξύ άλλων, ο Χρήστος Ροκόφυλλος, ο Μάνος Δελούκας, ο Νίκος και η Βέτα Οικονομίδου. Σε πρώτη φάση μοιράζαμε –για την ακρίβεια, πετούσαμε– προκηρύξεις τα βράδια. Ήταν μια δουλειά απλή, αλλά όχι τόσο εύκολη όσο φαίνεται. Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να σε αντιληφθεί κάποιος και να ειδοποιήσει την Αστυνομία. Μοίραζα προκηρύξεις σε διάφορες συνοικίες, όπου πήγαινα με το αυτοκίνητό μου. Σύντομα διαπιστώσαμε ότι ήταν μια μάταιη προσπάθεια. Για να κλονιστεί το καθεστώς, χρειάζονταν πιο ηχηρές ενέργειες, που θα είχαν αντίκτυπο στο εξωτερικό και θα προκαλούσαν ανησυχία στους υποστηρικτές του.

Περάσαμε, λοιπόν, σε μια δεύτερη φάση. Τοποθετούσαμε μικρές αυτοσχέδιες βόμβες. Φροντίζαμε να τις βάζουμε πάντα με τρόπο που να μην προκληθεί ο παραμικρός τραυματισμός. Κατασκευαστής τους ήταν ο Γιάννης Σταράκης, δημοσιογράφος, ανταποκριτής γαλλικών εφημερίδων στην Ελλάδα. Τις παραλάμβανα από τον Καράγιωργα, στο γραφείο του στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο μηχανισμός έπρεπε να συναρμολογείται πριν από τη χρήση. Τοποθέτησα, αρχικά, βόμβες σε συνοικίες. Η έκρηξή τους δεν αναφέρθηκε στις εφημερίδες. Τον επιθυμητό θόρυβο προκάλεσε μια αρκετά μεγαλύτερης ισχύος «βόμβα» ή «κροτίδα», όπως τις αποκαλούσε η χούντα. Μου είχε δώσει δύο ο Γιώργος Μαγκάκης. Τη μία την τοποθέτησα στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού, στην είσοδο του θεάτρου «Orwo», μεσημέρι, ώρα που δεν λειτουργούσε το θέατρο. Η έκρηξη αναφέρθηκε στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, με τις σχετικές καταγγελίες κατά της χούντας. Είχα διαλέξει το σημείο, με σκοπό οι δημοσιογράφοι που σύχναζαν στις καφετέριες της περιοχής να ακούσουν τον θόρυβο, που ήταν αρκετά δυνατός. Τη δεύτερη «βόμβα» ήθελα να τη βάλω στο ίδιο κτίριο, σε μια απομονωμένη είσοδο της οδού Αμερικής. Είχε όμως ελαττωματικό μηχανισμό, και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την προσπάθεια.

Οι κίνδυνοι τους οποίους διατρέχαμε μας ήταν γνωστοί. Ο Νοταράς, που είχε συλληφθεί το φθινόπωρο του 1968, βασανίστηκε, όπως πολλοί συγκατηγορούμενοί του. Ο Φίλιας είχε διαφύγει τη σύλληψη και ζούσε αρκετό καιρό στην παρανομία. Τον είχα συναντήσει, ένα βράδυ, σε μια ταβέρνα στην Παιανία. Ήθελα να τον διασκεδάσω, γιατί αισθανόμουν ότι τον κατέθλιβε το διαρκές κρυφτό από την Αστυνομία. Τελικά, τον συνέλαβαν. Είχαν ήδη συλλάβει, πολύ νωρίτερα, τον Κώστα Σοφούλη και διάφορους άλλους γνωστούς μου, επειδή μοίραζαν προκηρύξεις. Σε όλους είχαν επιβληθεί ποινές πολυετούς φυλάκισης.

Μετά τη σύλληψη του Νοταρά, κλήθηκα για ανάκριση στην Ασφάλεια. Γνώρισα έτσι τους επικεφαλής αστυνομικούς της Ασφάλειας, τους Λάμπρου και Μάλλιο. Ο πρώτος ήθελε να δείχνει φιλικός, ενώ ο δεύτερος, που εμφανίσθηκε μετά, ήταν επιθετικός. Έμεινα δύο ώρες περίπου. Θυμάμαι, από την επίσκεψη, δύο περιστατικά. Περίμενα σε έναν προθάλαμο, όπου ήταν και ένα παιδάκι με έναν μεγαλύτερο από μένα κύριο. Με κοίταξε εξεταστικά και μου είπε: «Είσαι κακός και θα μείνεις εδώ». Ο συνοδός του κοίταζε ανέκφραστος. Το δεύτερο περιστατικό ήταν το εξής. Μετά τις ερωτήσεις, ο Μάλλιος μού είπε: «Κρίμα, νόμιζα ότι θα με βοηθούσατε, μια που είμαστε από το ίδιο χωριό». Δεν μπορούσα να φανταστώ ποιο χωριό εννοούσε. «Από τον Πειραιά;» τον ρωτάω. «Από το Κορακοχώρι», μου απαντάει. Έπειτα από επτά περίπου χρόνια, αφού γύρισα από τη Γερμανία, επισκέφθηκα το πατρικό κτήμα της μητέρας μου στο Κορακοχώρι, μια περιοχή κοντά στον Πύργο Ηλείας. Έβρεχε. Κοντά στο σπίτι, όπου άλλοτε υπήρχαν ελιές και αμπέλια, απλωνόταν ένας λασπερός βοσκότοπος. Ένα κοπάδι πρόβατα ήταν εκεί. Δύο σκυλιά έτρεξαν γαβγίζοντας προς το μέρος μου. Ο βοσκός φορούσε μια κάπα που σκέπαζε σχεδόν όλο του το πρόσωπο. «Τι γυρεύεις εδώ;» μου λέει επιθετικά. «Είμαι εγγονός του Χριστιά», απαντάω. Με κοιτάζει και μου συστήνεται –«Μάλλιος»– απλώνοντας το χέρι. Θυμήθηκα αμέσως τη σκηνή στην Ασφάλεια. Ήταν ξάδελφος του αστυνομικού.

Επισκέφθηκα πάλι την Ασφάλεια, όταν μια επιχείρηση μου ζήτησε να ταξιδέψω στο εξωτερικό για υποθέσεις της. Απευθύνθηκα στην Ασφάλεια για την έκδοση διαβατηρίου,μια που εκείνο που είχα μου είχε ήδη αφαιρεθεί. Οι Λάμπρου και Μάλλιος έπαιξαν πάλι το παιχνίδι του καλού και του κακού. «Πρέπει να μας μιλήσετε», λέει ο πρώτος, «γιατί αλλιώς δεν θα φύγετε». «Δεν θα φύγετε από το κτίριο», συμπλήρωσε ο δεύτερος. Έκανα τον ανήξερο, ως προς τα γεγονότα για τα οποία με ρωτούσαν. Αρνήθηκα τις επαφές για τις οποίες τους είχαν μιλήσει άλλοι, και επαναλάμβανα μονότονα ό,τι ήξεραν ήδη. Η προσποίησή μου δεν ήταν πειστική. Η προσπάθεια έκδοσης διαβατηρίου έμεινε χωρίς αποτέλεσμα. Η εταιρεία χρησιμοποίησε τότε έναν δικηγόρο με διασυνδέσεις στην Ασφάλεια, για να λύσει το πρόβλημα. Πήγα στο γραφείο του στην οδό Αθηνάς, όπου εκείνος άρχισε να κομπάζει για τα σπουδαία πρόσωπα που γνώριζε. Αμέσως μετά, μου ανέφερε ότι η μητέρα του πουλούσε παλιά ασημικά και με ρώτησε αν ενδιαφερόμουν να τα αγοράσω. Αρνήθηκα. Εμφάνισε τότε έναν πίνακα, από αυτούς που πουλούσαν πλανόδιοι στην οδό Αθηνάς. Με προέτρεψε να τον αγοράσω. Ήταν φανερό ότι έκανε συστηματικά αυτή τη δουλειά, εκμεταλλευόμενος τις σχέσεις του με την Αστυνομία. Σηκώθηκα και έφυγα, αναλογιζόμενος ότι ούτε στο πιο φτηνό αστυνομικό μυθιστόρημα δεν θα έβρισκε κανείς μια τέτοια πρωτόγονη ιστορία διαφθοράς. Δεν πήγα, βέβαια, ταξίδι, και η επιχείρηση ανέθεσε τις υποθέσεις της σε άλλο δικηγόρο.

Όλη εκείνη την περίοδο, προσπαθούσαμε να τροφοδοτούμε με υλικό τόσο τους Έλληνες στο εξωτερικό όσο και ξένους δημοσιογράφους, για να πιέσουν για την επάνοδο της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Αρκετοί γνωστοί μας είχαν, άλλωστε, διαφύγει στο εξωτερικό για να αποφύγουν διώξεις, όπως ο Παπασπηλιόπουλος και ο Στάγκος. Εγώ έβλεπα Γερμανούς κυρίως δημοσιογράφους, που με συναντούσαν κατόπιν σύστασης του αδελφού μου. Ταυτόχρονα βελτίωσα τις σχέσεις μου με γνωστούς μου ξένους, που ζούσαν στην Ελλάδα, ώστε να υπάρχει ένας τρόπος διαφυγής, σε περίπτωση ανάγκης. Πράγματι, αυτοί με βοήθησαν αργότερα, την κρίσιμη μέρα που χρειαζόμουν συμπαράσταση.

Οι συζητήσεις για τις πολιτικές εξελίξεις ήταν πιο αραιές, αλλά και πιο έντονες. Εκφράζονταν αντικρουόμενες απόψεις για το πόσο θα διαρκούσε η δικτατορία, τις δραστηριότητες των πολιτικών στο εξωτερικό, τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αντιδράσει κανείς δημόσια στο εσωτερικό, χωρίς να δώσει την εντύπωση ότι αποδέχεται το καθεστώς. Ο ζωγράφος Βλάσης Κανιάρης παρουσίασε μια έκθεση της οποίας το μοτίβο ήταν γαρίφαλα σε γύψο, θέλοντας έτσι να υπενθυμίσει τη στάση του Μπελογιάννη και τη ρήση των συνταγματαρχών ότι η χώρα χρειάζεται γύψο. Αναστάτωση προκάλεσε η έκδοση του βιβλίου Δεκαοχτώ κείμενα, που περιείχε το ποίημα του Σεφέρη «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα». Στο εξωτερικό, επέκριναν την κυκλοφορία του βιβλίου, επειδή αποτελούσε δήθεν ένδειξη εξομάλυνσης της ζωής στην Ελλάδα. Δεν συμφωνούσα. Όσοι ζούσαν έξω από τα σύνορα είχαν την πολυτέλεια να εκφράζονται. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πόσο σημαντικό ήταν για μας, που αντιμετωπίζαμε καθημερινά τη βαναυσότητα της χούντας, να ακούμε άλλες φωνές. Οι άλλες φωνές ήταν ένα μήνυμα ότι δεν αλώθηκαν όλοι και όλα από τους συνταγματάρχες.

Η αντιδικτατορική κοινή γνώμη θεωρούσε ανυπόληπτους τους πολιτικούς. Τους καταλόγιζε επιπολαιότητα και τους κατηγορούσε για την αδυναμία τους να προλάβουν τη δικτατορία. Ο κόσμος συμπαθούσε μορφές όπως ο Γ. Παπανδρέου, γιατί εξέφραζαν την παράδοση της δημοκρατικής παράταξης. Θεωρούσε όμως επιβεβλημένο να υπάρξουν νέα σχήματα και νέοι άνθρωποι. Ο αντιδικτατορικός αγώνας ήταν το πεδίο όπου θα αναδεικνύονταν οι νέες ηγεσίες.

Υπήρχαν αρκετοί που ενδιαφέρονταν να προετοιμάσουν το έδαφος για τη μετέπειτα σταδιοδρομία τους. Πίστευαν ότι η χούντα θα φύγει σύντομα. Συμπεριφέρονταν επιπόλαια, νομίζοντας ότι η σύλληψή τους θα τους εξασφάλιζε δάφνες. Ο Καράγιωργας κι εγώ ήμασταν της γνώμης ότι η άμεση δράση κατά της χούντας δεν θα έπρεπε να συνδέεται με πολιτικές στοχεύσεις. Οι πολιτικές φιλοδοξίες περιόριζαν τις δυνατότητες συνεργασίας, καλλιεργούσαν εγωισμούς και άστοχους ανταγωνισμούς. Η πολιτική συσπείρωση δεν θα έπρεπε να επιδιωχθεί στην εκκίνηση, αλλά πολύ αργότερα, μέσα από τον αγώνα και τους δεσμούς που εκείνος θα δημιουργούσε. Στους κύκλους των εξορίστων, κυριαρχούσε η πολιτική αντιπαράθεση· μια περιττή πολυτέλεια για όσους ζούσαν και υφίσταντο τη χούντα στο εσωτερικό. Όπως διαπίστωσα αργότερα, όταν βρέθηκα στο εξωτερικό, αυτός ο συνεχής πολιτικός ανταγωνισμός είχε συχνά ως αποτέλεσμα η αντιμετώπιση της δικτατορίας να έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

Η άποψή μου, ότι οι συνταγματάρχες ήρθαν για να μείνουν, ενισχύθηκε τα πρώτα δύο χρόνια. Το αποδείκνυαν οι πολλές και σαφείς εκδηλώσεις υποστήριξης από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Προέκυπτε από τη φανερή αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να αντιδράσει. Δεν υπήρχε πολιτική ηγεσία που να πείθει. Τα παραδοσιακά κόμματα είχαν ουσιαστικά εγκαταλείψει κάθε μορφή αγώνα, από την πρώτη κιόλας μέρα. Ο φόβος, η αδιαφορία, η στροφή στα προσωπικά προβλήματα, που διέκριναν τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, έδειχναν ότι εκείνοι δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν τα όσα μέχρι τότε είχαν κατακτήσει σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Η κοινωνία πολιτών, ως ένα πλέγμα που υπερασπίζεται δικαιώματα, προβάλλει αξιώσεις και αντιδρά στην αδικία, ήταν τότε ανύπαρκτη. Ο Εμφύλιος και τα χρόνια που ακολούθησαν δεν της είχαν επιτρέψει να αναπτυχθεί. Το μετεμφυλιακό κράτος είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της απόσυρσης και της υποταγής.

Οι πελάτες του γραφείου μου, που ενδιαφέρονταν για τη δομή της χουντικής εξουσίας και τα σημαίνοντα πρόσωπά της, ώστε να μπορούν να προωθούν τις δουλειές τους, μου αποκάλυπταν άγνωστες στο ευρύ κοινό λεπτομέρειες. Το πρόσωπο που αναφερόταν ως καθοδηγητής του εγχειρήματος ήταν ο Τομ Καραμεσίνης, Ελληνοαμερικανός και επικεφαλής του κλιμακίου της CIAστην Ελλάδα.1[1] Στο κλιμάκιο είχαν κυρίαρχη παρουσία οι Ελληνοαμερικανοί. Πολλοί μιλούσαν για την επιρροή του Τομ Πάππας, Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία. Η δήθεν πρωτοβουλία των συνταγματαρχών να σώσουν την Ελλάδα έμοιαζε όλο και περισσότερο έργο αμερικανικών και ελληνικών μυστικών υπηρεσιών. Όταν, αργότερα, γνώρισα στις ΗΠΑ την ομογένεια, μου έκανε εντύπωση η υπεροψία της απέναντι στους Έλληνες πολιτικούς και η επιμονή της στην υπεράσπιση της αμερικανικής πολιτικής. Αναλογίστηκα ότι, αφού επικρατούσε ένα τέτοιο κλίμα το 1985, δεν θα ήταν καθόλου παράδοξο, το 1967, οι Ελληνοαμερικανοί της CIA να αισθάνονταν ηθικά νομιμοποιημένοι να επέμβουν.

3. Η διαφυγή

Αρχές Ιουλίου 1969, γύρισα στην Αθήνα από τους Αγίους Θεοδώρους, έπειτα από ένα δεκαήμερο καλοκαιρινές διακοπές. Ο Καράγιωργας με ειδοποίησε τότε ότι επρόκειτο να μου δώσει και πάλι «βόμβες» για να τις τοποθετήσω. Στις 14 Ιουλίου, επιστρέφοντας σπίτι στις οκτώ το βράδυ, μου τηλεφώνησε η Νίκη, η σύζυγος του Καράγιωργα. Μου είπε με πνιχτή φωνή ότι ο Σάκης έπαθε ένα ατύχημα, και έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο. Συνδύασα αυτό το τηλεφώνημα με την προηγούμενη συνεννόηση και συμπέρανα ότι κάτι συνέβη σε σχέση με τις βόμβες. Πράγματι, μια «κροτίδα» είχε εκραγεί στα χέρια του Καράγιωργα. Η Νίκη τον μετέφερε στο νοσοκομείο, απ’ όπου και μου τηλεφώνησε. Η Αστυνομία τον συνέλαβε στο νοσοκομείο.

Με τη Δάφνη, φύγαμε αμέσως από το σπίτι. Κοιμηθήκαμε τη νύχτα σε ένα ξενοδοχείο στην Κηφισιά. Σκόπιμα δεν αναφέραμε στην κοπέλα, που έμενε μαζί μας και φρόντιζε τα παιδιά, πού θα βρισκόμασταν. Το πρωί, κατά τις εννιά, γυρίζοντας με το αυτοκίνητο και πλησιάζοντας στο σπίτι, συμφωνήσαμε με τη Δάφνη να της τηλεφωνήσω σε ένα τέταρτο περίπου. Αν υπήρχε Αστυνομία στο σπίτι, θα μου απαντούσε ότι δεν μπορούσε να μου μιλήσει, προσποιούμενη ότι το τηλεφώνημα προερχόταν από την ξαδέλφη της.

Η Αστυνομία ήταν ήδη εγκατεστημένη στο σπίτι, τα παιδιά με την κοπέλα τρομοκρατημένα, κλεισμένα σε ένα δωμάτιο. Οι αστυνομικοί υποδέχθηκαν τη Δάφνη έχοντας τα περίστροφά τους πάνω στο γραφείο μου. Όταν τηλεφώνησα, της είπαν να σηκώσει το τηλέφωνο. Απάντησε όπως είχαμε συμφωνήσει. Τη ρώτησαν αμέσως ποιος ήταν. Αποκρίθηκε ότι ήταν η ξαδέλφη της. Τις επόμενες φορές, το τηλέφωνο το σήκωναν οι ίδιοι. Εγώ πήγα στο γραφείο. Πήρα μερικά χρήματα και έφυγα, απορώντας πώς δεν είχαν εμφανιστεί και εκεί. Η ολιγωρία αυτή της Ασφάλειας οφειλόταν στο γεγονός ότι της υπόθεσης είχε επιληφθεί η Ασφάλεια προαστίων. Ο Καράγιωργας έμενε στη Δροσιά, και η Ασφάλεια προαστίων αγνοούσε αν είχα, και πού, γραφείο.

Πήγα στο γραφείο του Χρήστου Ροκόφυλλου. Είχε και εκείνος ακούσει ότι κάτι συνέβη με τον Καράγιωργα. Συζητήσαμε τι έπρεπε να κάνουμε. Από εκεί, ειδοποίησα όσους γνωστούς έπρεπε να πληροφορηθούν τα συμβάντα. Έμεινα αρκετή ώρα, προκειμένου να μάθω τι συνέβαινε με τη Δάφνη, να σκεφτώ πώς να διευθετήσω τυχόν θέματα που θα προέκυπταν στο γραφείο μου, και να σχεδιάσω την εξαφάνισή μου. Αμέσως μετά επισκέφθηκα τον Άλκη Αργυριάδη, δικηγόρο με τον οποίο μας συνέδεε φιλική σχέση. Είχε περίπου τις ίδιες πολιτικές απόψεις με μένα. Του διηγήθηκα τι συνέβη και τον παρακάλεσα να αναλάβει το γραφείο μου. Δέχτηκε αμέσως, χωρίς δισταγμούς, πράγμα που δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Την επομένη, όταν επισκέφθηκε το γραφείο μου, τον συνέλαβαν, τον ανέκριναν, αλλά έπειτα τον άφησαν ελεύθερο. Διαπίστωσαν ότι ήταν αμέτοχος στην υπόθεση. Από το γραφείο του Άλκη πήγα στο μαγαζί του αδελφού τού Ροκόφυλλου, όπως είχαμε συμφωνήσει με τον Χρήστο. Μείναμε πολλή ώρα συζητώντας για αυτοκίνητα, προς μεγάλη έκπληξη του αδελφού του, που ήταν έμπορος αυτοκινήτων. Δεν μπορούσε να καταλάβει το ξαφνικό μου ενδιαφέρον για τέτοια θέματα. Τις επόμενες μέρες η Ασφάλεια συνέλαβε τον Ροκόφυλλο και τον Δελούκα. Ο Νίκος Οικονομίδης και η γυναίκα του Βέτα αναχώρησαν αμέσως για το εξωτερικό, και έτσι διέφυγαν τη σύλληψη.

Τηλεφώνησα σε έναν θείο της Δάφνης, μήπως και είχε πληροφορηθεί από την οικογένειά της τις εξελίξεις. Δεν ήξερε τίποτε άλλο παρά ότι την είχαν οδηγήσει στο τμήμα Νέας Ερυθραίας, όπου και την κρατούσαν. Μου συνέστησε να εξαφανιστώ το ταχύτερο, γιατί η σύλληψή μου δεν θα διευκόλυνε τα πράγματα. Το τηλεφώνημα αυτό μού επιβεβαίωσε την απόφασή μου να επιχειρήσω να διαφύγω. Σχέδιο δεν υπήρχε, και δεν διέθετα επαφές που θα με διευκόλυναν. Άρχισα να σκέφτομαι μήπως κάποιος από τους ξένους γνωστούς μου μπορούσε να με βοηθήσει.

Πήγα στην Κηφισιά, στο σπίτι ενός φίλου του αδελφού μου. Δεν έμοιαζε ενθουσιασμένος. Ήθελε να φύγω αμέσως, όταν του αφηγήθηκα τα γεγονότα. Συμφωνήσαμε όμως, στο τέλος, να μείνω το βράδυ εκεί, και να προσπαθήσει να βρει την άλλη μέρα μια λύση. Έφυγα το πρωί. Θα του τηλεφωνούσα το απόγευμα. Είχαμε επίσης σκεφτεί ότι, αν δεν βρισκόταν αμέσως λύση, θα έφευγα την επομένη για κάποιο κάμπινγκ στην επαρχία. Θα μπορούσα να μείνω εκεί αρκετό καιρό. Εκείνο το βράδυ, όλα έμοιαζαν καταθλιπτικά, και οι πιθανότητες να διαφύγω στο εξωτερικό ανύπαρκτες. Πόσον καιρό θα μπορούσα να περιφέρομαι ως ξένος τουρίστας χωρίς χαρτιά; Πώς θα μπορούσα να αποκτήσω, υπό αυτές τις συνθήκες, ένα πλαστό διαβατήριο για να φύγω; Ο ενοχλημένος οικοδεσπότης μου όμως με βοήθησε αποφασιστικά να λύσω τον γόρδιο δεσμό.

Την επομένη το πρωί, πήγα στο κατάστημα Κοκκώνη, στη Στοά του Ορφέα, και εξοπλίστηκα με τα απαραίτητα για να περιηγηθώ τα αξιοθέατα της χώρας ως ξένος τουρίστας. Αγόρασα όχι μόνο ρούχα, αλλά και μια σκηνή, στρώμα, και όλα τα χρειώδη που μου απαρίθμησε ο υπάλληλος του καταστήματος. Κατέβηκα έπειτα στον Αστέρα Βουλιαγμένης, για να περάσω στην παραλία ένα μεγάλο μέρος της ημέρας. Λουόμενοι στα μέσα της εβδομάδας δεν θα υπήρχαν. Αποκλειόταν να με αναζητήσει εκεί η Αστυνομία. Αργά το μεσημέρι, αφού είχα κολυμπήσει και ξαπλώσει στην άμμο για πολλή ώρα, γύρισα στην καμπίνα και άλλαξα ρούχα. Εμφανίστηκα στην κοπέλα που φρόντιζε τις καμπίνες με το εκδρομικό σύνολο, κουβαλώντας ένα σακίδιο στο οποίο είχα βάλει το κοστούμι. Με κοίταξε καλά καλά και μου είπε: «Πώς αλλάξατε έτσι;» Έσπευσα να φύγω. Πήγα στο σπίτι ενός Γάλλου φίλου μου, μια υπόθεση του οποίου χειριζόμουν ως δικηγόρος. Ήταν πολύ φιλικός και πρόθυμος να με βοηθήσει. Τα παιδιά του παρατηρούσαν με έκπληξη τον απρόσκλητο και περίεργα ντυμένο επισκέπτη. Έμεινα μερικές ώρες. Αγχωμένος, τηλεφώνησα για να μάθω αν είχε βρεθεί τρόπος να αποφύγω την υποχρεωτική περιοδεία στις παραλίες. Τα νέα ήταν καλά: είχε βρεθεί λύση. Έπρεπε να πάω σ’ ένα καφενείο στον Άγιο Σώστη, στη λεωφόρο Συγγρού, στις δέκα το βράδυ. Μια κυρία θα με οδηγούσε σε ένα σπίτι. Από κει και πέρα, οι άνθρωποι που θα με παραλάμβαναν θα κανόνιζαν μαζί μου τη συνέχεια.

Στο καφενείο στον Άγιο Σώστη, κρατούσα επιδεικτικά την υποχρεωτική για την αναγνώριση εφημερίδα. Δεν είχαν περάσει παρά λίγα λεπτά, όταν πρόσεξα μια κυρία να κοιτάζει τα διάφορα τραπέζια. Με χαιρέτησε και μου ζήτησε να την ακολουθήσω. Πήγαμε στο αυτοκίνητό της. Οδήγησε σιωπηλά μέχρι την οδό Ρηγίλλης, όπου και σταμάτησε. Στην είσοδο μιας πολυκατοικίας με περίμενε μια άλλη γυναίκα. Άνοιξε αμέσως την πόρτα του ισόγειου διαμερίσματος, με έβαλε μέσα, μου είπε ότι μπορώ να κοιμηθώ εκεί, και μου έδωσε οδηγίες για τη συμπεριφορά μου. Δεν έπρεπε να ανάψω φως και να κινούμαι μέσα στο σπίτι. Το φως που φώτιζε το δωμάτιο προερχόταν από τον φανοστάτη του δρόμου. Τα ρολά ήταν κατεβασμένα, αλλά άφηναν χαραμάδες. Χωρίς άλλες εξηγήσεις, με αποχαιρέτησε λέγοντας ότι την άλλη μέρα θα έρχονταν να μου μιλήσουν γνωστοί μου. Το διαμέρισμα είχε δύο δωμάτια· το ένα ήταν το καθιστικό, στην πρόσοψη του κτιρίου, όπου υπήρχαν σεντόνια στον καναπέ. Απορούσα για τη μυστηριώδη αυτή βοήθεια. Ξάπλωσα, και ξύπνησα νωρίς το άλλο πρωί. Επιθεώρησα το υπόλοιπο σπίτι. Η κρεβατοκάμαρα ανήκε σε μια ηλικιωμένη κυρία. Στην ούγια των σεντονιών υπήρχε το όνομα Fleming. Το μυστήριο άρχισε να λύνεται.

Γύρω στις οκτώ, άνοιξε η πόρτα και εμφανίσθηκε η κυρία που μου είχε ανοίξει το διαμέρισμα. Ήταν η σύζυγος του θυρωρού της πολυκατοικίας, η κυρία Κατερίνα. Αργότερα, όταν επέστρεψα από το εξωτερικό, με επισκέφθηκε στο γραφείο μου. Έμαθα το όνομά της: Κατερίνα Δημητράκη. Μου έφερε πρωινό και αρνήθηκε οποιαδήποτε άλλη εξήγηση. Το απόγευμα ήρθε η Αμαλία Φλέμινγκ. Δεν τη γνώριζα. Ήταν, όμως, παλιότερα στενή φίλη της μητέρας μου, και ερχόταν συχνά στο σπίτι μας. Μετά τον γάμο της με τον Φλέμινγκ, απέφευγε τις προηγούμενες γνωριμίες της. Ήταν δικαίως ανήσυχη, όταν μου μίλησε. Φοβόταν μήπως βρισκόμουν σε κατάσταση που θα της προκαλούσε προβλήματα. Μου εξήγησε ότι στο διαμέρισμα έμενε μια ηλικιωμένη θεία της. Παραθέριζε το καλοκαίρι στο Λουτράκι. Θα επέστρεφε στα μέσα Αυγούστου. Μέχρι τότε θα μπορούσα να μείνω, με τις αναγκαίες προφυλάξεις. Η ίδια η Αμαλία θα φρόντιζε να μου εξασφαλίσει πλαστό διαβατήριο, μέσω γνωστών της στο εξωτερικό. Θα μπορούσα να της απευθύνομαι, μέσω της κυρίας Κατερίνας, για ό,τι ήθελα. Η Κατερίνα θα μου έφερνε μία φορά την ημέρα φαγητό, εφημερίδες και βιβλία για να διαβάζω. Ο άντρας της, ο θυρωρός, δεν ήξερε ότι βρισκόμουν στο διαμέρισμα. Δεν έπρεπε να δώσω σημεία ζωής, για να μην παραξενευτούν οι γείτονες και αναρωτηθούν ποιος ήταν μέσα.

Έμεινα στο διαμέρισμα μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου. Η Αμαλία έφερε μια κομμώτρια, που μου έβαψε τα μαλλιά κόκκινα-ξανθά. Όταν, αργότερα, κουρεύτηκα στη Γερμανία, ο κουρέας με ρώτησε αν ήθελα να ξαναβάψω τα μαλλιά μου στο ίδιο χρώμα που είχα χρησιμοποιήσει άλλοτε. Έπειτα από λίγες μέρες, η Αμαλία ήρθε με μια κυρία που μου τράβηξε φωτογραφίες για το διαβατήριο. Προσπάθησα να μη δείχνω βλοσυρός, αλλά δεν τα κατάφερα. Τα πάντα διαδραματίζονταν στο ημίφως, με προσεκτικά βήματα, και οι συνεννοήσεις γίνονταν σχεδόν ψιθυριστά. Και δικαίως. Μια μέρα ένας ένοικος ρώτησε τον θυρωρό αν το διαμέρισμα κατοικούνταν, αφού άκουσε θόρυβο από το μπάνιο του. Ο θυρωρός απόρησε και έστειλε την Κατερίνα, που είχε το κλειδί, να δει τι συμβαίνει.

Σε λίγες μέρες είχα βρει έναν ρυθμό ζωής, χάρη στη βοήθεια της Κατερίνας και της Αμαλίας. Ζούσα στο σκοτάδι ή στο ημίφως. Μπορούσα όμως, αφού ήταν καλοκαίρι, να διαβάζω από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. Κατανάλωνα ταχύτατα βιβλία. Η Αμαλία μού έστελνε ό,τι πιο ογκώδες διέθετε. Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν είχα τόσο χρόνο στη διάθεσή μου. Διάβασα το Πόλεμος και ειρήνη του Τολστόι, σε μια έκδοση χωρίς περικοπές, μελέτησα την κατάκτηση του Μεξικού από τον Κορτές, διάφορα έργα του Προυστ και πολλές βιογραφίες. Κοίταζα και τις εφημερίδες. Μ’ ενδιέφεραν μόνο οι ειδήσεις που σχετίζονταν με την αντίσταση κατά της δικτατορίας και τις ενέργειες στο εξωτερικό για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Λίγες μέρες αφότου βρέθηκα στο δωμάτιο, τη νύχτα της 20ής προς 21η Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίσκεψη ανθρώπου στη Σελήνη. Οι εφημερίδες είχαν πηχυαίους τίτλους και εκτενή ρεπορτάζ. Δεν τα διάβασα. Αδιαφορούσα πλήρως για το συγκλονιστικό αυτό γεγονός. Την ίδια μέρα υπήρχε στην πρώτη σελίδα της Καθημερινής, στο κάτω μέρος, η είδηση ότι ο καθηγητής Καράγιωργας τραυματίστηκε, καθώς συναρμολογούσε βόμβες. Αυτό μ’ ενδιέφερε πολύ περισσότερο, και διάβασα και ξαναδιάβασα την είδηση.

Περνούσα αρκετή ώρα παρακολουθώντας μέσα από τις γρίλιες των παντζουριών τις φιγούρες που περνούσαν, την κίνηση στον δρόμο. Στη Στρατιωτική Λέσχη, που ήταν απέναντι, διοργάνωναν γιορτές. Μπορούσα να βλέπω άγνωστούς μου παράγοντες του καθεστώτος να ανηφορίζουν προς τη Λέσχη με σοβαροφανές ύφος και φορτωμένοι παράσημα, σε βαθμό γελοιότητας. Υπήρχαν πολλές ώρες αναγκαστικής απραξίας. Σκεφτόμουν όσα είχα συμβεί, την τύχη των άλλων, αν θα μπορούσαν τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, τι θα έκανα αν διέφευγα. Προβληματιζόμουν για το γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε η κοινωνία την είχε μετατρέψει σε έρμαιο μιας κλίκας αξιωματικών και την είχε κάνει να μην αντιδρά.

Η Αμαλία με επισκεπτόταν μία φορά τη βδομάδα. Στο Παρίσι, δεν είχε βρει ανταπόκριση στο αίτημά της για πλαστό διαβατήριο. Απευθύνθηκε σε φίλους της στην Ιταλία, αλλά εκεί όλος ο κόσμος ήταν σε διακοπές και θα ’πρεπε να περάσει ο Δεκαπενταύγουστος. Όταν τη ρώτησα για τη Δάφνη, μου είπε ότι όλα ήταν εντάξει. Ησύχασα. Αργότερα, στο εξωτερικό, μου εξήγησε ότι φοβήθηκε μην κάνω κάποια απερισκεψία, αν μου έλεγε την αλήθεια. Πλησίαζε η ώρα που θα επέστρεφε η ιδιοκτήτρια. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα συμβεί. Στις αρχές Αυγούστου, η Αμαλία δεν έδωσε σημεία ζωής για δεκαπέντε περίπου μέρες. Η Κατερίνα μού είπε ότι είχε φύγει για διακοπές. Όπως έμαθα, όμως, αργότερα από την ίδια, είχε πάει στο Λουτράκι για να πείσει τη φίλη της να μείνει εκεί άλλο έναν μήνα, ώστε να μην αντιμετωπίσω πρόβλημα εγώ. Τα κατάφερε. Στην επιστροφή, ζαλίστηκε καθώς οδηγούσε, το αυτοκίνητο έπεσε στο χαντάκι δίπλα στον δρόμο, και η ίδια κατέληξε στο νοσοκομείο, ευτυχώς ελαφρά τραυματισμένη. Αργότερα μου διηγήθηκε ότι σκεφτόταν συνεχώς, στο νοσοκομείο, τι θα είχε συμβεί αν σκοτωνόταν.

Η αναγκαστική ακινησία ήταν πολύ πιο ενοχλητική από το ημίφως. Περνούσα τις μέρες μου καθιστός, καθώς τα βήματά μου μπορεί να τα άκουγε κάποιος. Έκανα ασκήσεις επί τόπου, αλλά δεν αρκούσαν. Διαβατήριο δεν είχε βρεθεί. Το πρόσωπο, που μεσολαβούσε άλλες φορές, είχε πλέον εξαφανιστεί. Άρχισα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσα να ενεργήσω για να λυθεί το θέμα. Η διαμονή μου στο διαμέρισμα κινδύνευε και πάλι από την επιστροφή της ιδιοκτήτριας. Και οι συνθήκες είχαν αρχίσει να με ενοχλούν. Αρχές Σεπτεμβρίου, όμως, ήρθε η Αμαλία και μου ανήγγειλε με χαρά ότι της απάντησαν από την Ιταλία. Σε λίγες μέρες θα έφευγα. Θα έφερναν το διαβατήριο και θα με συνόδευαν στην αναχώρησή μου.

Την κρίσιμη μέρα η Αμαλία μού παρέδωσε το διαβατήριο. Η φωτογραφία ήταν μία από αυτές που είχαν τραβήξει στο δωμάτιο, και προκαλούσε ερωτηματικά. Το διαβατήριο ήταν στο όνομα Marco Ventura, ένα πολύ συνηθισμένο ιταλικό όνομα. Είχα μάλιστα έναν φίλο νομικό με το ίδιο όνομα, που αργότερα έγινε διευθυντής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ήμουν ευτυχής με το διαβατήριο στην τσέπη. Ο Ιταλός φίλος με περίμενε στο απέναντι πεζοδρόμιο της Ρηγίλλης το μεσημέρι. Η Αμαλία και η Κατερίνα με αποχαιρέτησαν με φανερή συγκίνηση και ανησυχία για το τι θα συνέβαινε. Όταν βγήκα στον δρόμο, κοντοστάθηκα. Ήταν η πρώτη φορά, έπειτα από δύο μήνες, που έβλεπα ήλιο και γαλανό ουρανό. Αισθανόμουν τεράστια ευφορία και μια διάθεση να περιπλανηθώ στους δρόμους.

Πήραμε ταξί για το αεροδρόμιο. Εκεί χωρίσαμε, αν και θα ταξιδεύαμε με το ίδιο αεροπλάνο, ώστε, σε περίπτωση που μου συνέβαινε κάτι, να μη σταματήσουν και τον συνοδό μου. Η Αμαλία μού είχε δώσει μια μικρή βαλίτσα, για να μην εμφανιστώ χωρίς αποσκευές και κινήσω υποψίες. Πέρασα κανονικά τον έλεγχο των διαβατηρίων. Ο υπάλληλος δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή ούτε σ’ εμένα ούτε στο διαβατήριο. Κάθισα στο μπαρ και παρήγγειλα καφέ. Ήμουν ήρεμος, αλλά ανησύχησα όταν ανακοινώθηκε ότι η πτήση θα είχε δύο ώρες καθυστέρηση. Αγόρασα μια εφημερίδα, για να εξαφανιστώ πίσω από τις σελίδες της. Όπως έμαθα αργότερα, η φωτογραφία μου υπήρχε σε όλες τις εξόδους της χώρας. Στα αεροδρόμια κυκλοφορούσαν αστυνομικοί με πολιτικά, για να εντοπίζουν καταζητούμενους. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά. Προορισμός της πτήσης μου ήταν το Μιλάνο. Από εκεί, θα έπαιρνα αμέσως άλλο αεροπλάνο για τη Ζυρίχη, ώστε να αποφύγω τον έλεγχο του πλαστού διαβατηρίου μου από την ιταλική Αστυνομία κατά την είσοδό μου στην Ιταλία. Κάποια στιγμή ο πιλότος ανακοίνωσε ότι είχε φανεί από μακριά η Ιταλία. Σηκώθηκα τότε να ευχαριστήσω τον συνοδό μου, που είχε καθίσει στο βάθος της καμπίνας. Είχε σηκωθεί κι εκείνος, και αγκαλιαστήκαμε στη μέση του διαδρόμου. Οι άλλοι επιβάτες μάς κοίταζαν έκπληκτοι. Έμαθα αργότερα το όνομά του από την Αμαλία. Συναντηθήκαμε στη Ρώμη, όπου δούλευε ως γιατρός.

Ήμουν χαρούμενος, αλλά κουρασμένος. Ο νους μου πήγε στη Δάφνη, στα παιδιά, στους γονείς μου. Στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης, αποφάσισα να πάρω αμέσως το τρένο για τη Φραγκφούρτη, ώστε να βρεθώ κοντά στον αδελφό μου, που έμενε στα περίχωρα της πόλης, στο Γκίσεν. Έφθασα στη Φραγκφούρτη μετά τα μεσάνυχτα. Δεν υπήρχαν ακόμη κινητά τηλέφωνα, και τα λεφτά μου είχαν τελειώσει. Δεν είχα προλάβει να ειδοποιήσω κανέναν για τη δραπέτευσή μου. Πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο όπου μάλλον δεν θα συναντούσα Έλληνες. Πρωί πρωί τηλεφώνησα στον αδελφό μου. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήμουν εγώ και ότι βρισκόμουν στη Φραγκφούρτη. Έμαθα τότε ότι η Δάφνη ήταν ακόμη κρατούμενη.

Χρόνια αργότερα, όταν επέστρεψα στην Αθήνα, μου τηλεφώνησε η Καίη Τσιτσέλη, η γνωστή συγγραφέας. Με παρακάλεσε να περάσω ένα βράδυ από το εστιατόριο του άντρα της, το «Μπαλτάζαρ», για να μου δώσει κάποια αντικείμενα που μου ανήκαν. Εκεί πληροφορήθηκα τι είχε συμβεί την πρώτη μέρα της καταδίωξής μου από την Ασφάλεια. Ο φίλος του Σπύρου, όταν έφυγα από το σπίτι του, απευθύνθηκε στην Τσιτσέλη, την οποία γνώριζε από την Υπηρεσία Προσφύγων του ΟΗΕ στην Αθήνα. Εκείνη ήρθε σε επαφή με την Αμαλία, που χρησιμοποίησε το σπίτι της ηλικιωμένης θείας της. Η Τσιτσέλη μού παρέδωσε την τσάντα μου, που την είχα αφήσει στο σπίτι του. Αισθάνθηκα εκείνο το βράδυ, παρά την εύθυμη ατμόσφαιρα στο κέντρο, λύπη και ανακούφιση, το ίδιο αίσθημα που είχα όταν έφθασα στη Γερμανία.

Από τη μέρα της σύλληψής της, η Δάφνη είχε παραμείνει στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Ερυθραίας. Βρισκόταν σε συνεχή απομόνωση επί δύο μήνες. Επέτρεψαν σε μια θεία της να τη δει μόνο μία φορά για λίγα λεπτά, με σκοπό μάλλον να βεβαιωθεί η οικογένειά της ότι δεν είχε υποστεί κακομεταχείριση. Την ανέκριναν πολλές φορές και εντατικά. Γρήγορα, όμως, διαπίστωσαν ότι ο τρόπος διαφυγής μου τής ήταν άγνωστος. Η κράτησή της συνεχίστηκε και μετά την επανεμφάνισή μου στη Γερμανία, για είκοσι μέρες περίπου. Δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι πλέον δεν τους ήταν χρήσιμη.

Τη δεύτερη μέρα της παραμονής μου στο Γκίσεν, με τη βοήθεια του Σπύρου, απευθύνθηκα στα γερμανικά Υπουργεία Εξωτερικών και Προεδρίας, ζητώντας τους να παρέμβουν για την απελευθέρωση της Δάφνης. Η κυβέρνηση της Γερμανίας ήταν τότε σοσιαλδημοκρατική. Ο Σπύρος γνώριζε πολλά στελέχη της. Τον συνέδεε, μάλιστα, παλιά φιλία με τον υπουργό Προεδρίας HorstEhmke, που ήταν καθηγητής Νομικής. Όταν αφέθηκε ελεύθερη η Δάφνη, στα τέλη Σεπτέμβρη, άρχισα νέο κύκλο επαφών, ώστε να της επιτραπεί η έξοδος από την Ελλάδα. Απευθύνθηκα επίσης σε γνωστούς μου στην Αγγλία και στη Γαλλία.

Το καλοκαίρι του 1970 η Αστυνομία κάλεσε αιφνιδιαστικά τη Δάφνη να παρουσιαστεί, την επομένη κιόλας, στο γραφείο του Παττακού. Ο Παττακός, αφού έβγαλε ένα επιθετικό λογύδριο, τη διέταξε να φύγει το αργότερο την άλλη μέρα από την Ελλάδα. Η Δάφνη διαμαρτυρήθηκε. Λόγω των παιδιών, χρειαζόταν ένας ελάχιστος χρόνος προετοιμασίας. Της έδωσαν δύο επιπλέον μέρες, και διαβατήριο με ισχύ μίας εβδομάδας. Η Δάφνη έφυγε πρώτη και, λίγες μέρες αργότερα, ακολούθησαν τα παιδιά.

4. Ο αντιδικτατορικός αγώνας στο εξωτερικό

Από τη μέρα που έφθασα στη Γερμανία, δέχθηκα πολλά τηλεφωνήματα συμπάθειας και συμπαράστασης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν από τους πρώτους που μου τηλεφώνησαν. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε στο επόμενο ταξίδι του στην Ευρώπη. Ζούσε τότε στον Καναδά. Τα τηλεφωνήματα αυτά με παρακίνησαν να ταξιδέψω στις κυριότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκειμένου να συναντήσω οργανώσεις και επιτροπές για την αντίσταση κατά της χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Στη Γερμανία, το σημαντικότερο κέντρο πληροφόρησης για όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα ήταν η DeutscheWelle. Ο Κώστας Νικολάου και οι συνεργάτες του μού έκαναν πολύ καλή εντύπωση. Ήταν σοβαροί στην προσπάθειά τους για ενημέρωση και σχολιασμό, και τηρούσαν με επιτυχία μια υπερκομματική γραμμή στις εκπομπές τους. Η ελληνική εκπομπή της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας επηρεαζόταν έντονα από τις συμπάθειες και τις επιδιώξεις του κύριου σχολιαστή της, του Παύλου Μπακογιάννη. Στην Κολωνία και στη Βόννη, συνάντησα τον Βάσο Μαθιόπουλο και τον Κάρολο Παπούλια, που συνεργάζονταν με το Γραφείο Διεθνών Σχέσεων του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Ο Μαθιόπουλος ενίσχυε κάθε προσπάθεια που προερχόταν από τον κεντρώο και τον σοσιαλδημοκρατικό χώρο στην Ελλάδα. Ήταν μια προσωπικότητα εκδηλωτική, που δεν ακολουθούσε τα γερμανικά πρότυπα συμπεριφοράς· αποδείχθηκε, ωστόσο, ένας από τους πιο αποτελεσματικούς εκφραστές των απόψεων του δημοκρατικού χώρου προς τους Γερμανούς επισήμους. Στη Γερμανία υπήρχε πλήθος οργανώσεων συνδεδεμένων με τα ελληνικά πολιτικά κόμματα· άλλες εκπροσωπούσαν τους Έλληνες μετανάστες κατά περιοχές, και άλλες αποτελούσαν προκάλυμμα της χουντικής αστυνόμευσης. Στις κοινότητες ήταν ισχυρό το ΚΚΕ. Το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ) του Α. Παπανδρέου διέθετε τοπικές οργανώσεις, στις οποίες συμμετείχαν κυρίως εργάτες και φοιτητές. Υπήρχε επίσης το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΠΑΜ), το οποίο εξέφραζε την ευρύτερη Αριστερά.

Αυτές οι οργανώσεις δεν διατηρούσαν στενές σχέσεις μεταξύ τους και διέθεταν μηδαμινή επιρροή στη γερμανική πολιτική ζωή. Δεν ήταν σε θέση να εκφράσουν στα ΜΜΕ τις ανησυχίες της τεράστιας πλειονότητας των Ελλήνων. Αιτία ήταν η πολυδιάσπαση των αντιπάλων της χούντας, οι ανταγωνισμοί τους, και ο ασύμβατος με τις γερμανικές συνθήκες πολιτικός λόγος τους. Η επίσημη Ελλάδα, με την πρεσβεία, τα προξενεία, τους δασκάλους, τους υπαλλήλους και τις υπηρεσίες της, είχε πολύ μεγαλύτερη απήχηση.

Παντού, βέβαια, υπήρχαν πληροφοριοδότες. Διαπίστωσα, έπειτα από μερικά χρόνια, ότι ο ρόλος που έπαιζαν τα διάφορα πρόσωπα στην οργάνωση του ΠΑΚ, και όσα συζητούσαμε στα διάφορα συμβούλιά του, ήταν λίγο-πολύ γνωστά στις ελληνικές υπηρεσίες. Για προληπτικούς λόγους, είχα αποφύγει εξαρχής να επισκέπτομαι κάθε τοπική οργάνωση και κοινότητα που με καλούσε. Συμμετείχα σε εκδηλώσεις και γιορτές, μόνο αν είχα θετικές πληροφορίες για τους διοργανωτές.

Το επίπεδο της ελληνικής δημοκρατικής εκπροσώπησης ήταν πολύ υψηλότερο στο Λονδίνο. Πρόεδρος της ενιαίας Αντιδικτατορικής Επιτροπής ήταν ο καθηγητής Γιάννης Σπράος. Ο Σπράος είχε φύγει από την Ελλάδα ως φοιτητής, όταν άρχισε ο Εμφύλιος. Δίδασκε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ήταν πλήρως ενταγμένος στην αγγλική πανεπιστημιακή και πολιτική ζωή. Μετρημένος, σοβαρός, με γνώση των πολιτικών εξελίξεων, είχε πετύχει αυτό στο οποίο παντού αλλού είχαν αποτύχει: την ένταξη όλων των ελληνικών πολιτικών τάσεων σε μια ενιαία επιτροπή, την οποία πρόσεχαν και υπολόγιζαν οι αγγλικές Αρχές, τα κόμματα και τα ΜΜΕ. Πολλοί γνωστοί μου, που ζούσαν τότε στο Λονδίνο και άλλοτε σπούδαζαν μαζί μου, συμμετείχαν στην κοινή προσπάθεια: ο Γιώργος Κριμπάς, ο Νίκος Γκαργκάνας, ο Γιώργος Γιαννόπουλος, ο ΓιώργοςΚατηφόρης, ο ΝίκοςΜουζέλης. Στο Λονδίνο υπήρχε ο πιο δραστήριος και ικανός πυρήνας αντιδικτατορικού αγώνα. Ο πυρήνας, όμως, αυτός περιοριζόταν σε έναν μικρό αριθμό προσώπων. Δεν μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά τις εξελίξεις στην Ελλάδα.

Στο Παρίσι είχε συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος εξόριστων διανοουμένων, καλλιτεχνών, πολιτικών, δημοσιογράφων. Υπήρχαν μεταξύ τους πολλά γνωστά πρόσωπα: η Μελίνα Μερκούρη, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Νίκος Κούνδουρος. Το Παρίσι διεκδικούσε, έτσι, τα πρωτεία στην αντιδικτατορική πάλη. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν απογοητευτική. Ο μανδύας της αντιστασιακής δραστηριότητας φοριόταν πολύ από πολλούς, που ήθελαν να κάνουν επίδειξη και να φανούν σπουδαίοι. Η πραγματική προσφορά ήταν περιορισμένη. Το διαπίστωσα μόλις έφθασα. Βρισκόμουν στο σπίτι ενός γνωστού μου για περίπου ένα δεκάλεπτο, όταν χτύπησε το κουδούνι. Με πληροφόρησε τότε ότι έχει μια σημαντική συνάντηση και με έκλεισε στην κουζίνα. Αναγνώρισα αμέσως τη φωνή του επισκέπτη, που ήταν επίσης γνωστός μου. Έπειτα από ένα τέταρτο μου άνοιξαν την πόρτα, για να συμμετάσχω και εγώ στην έως τότε απόρρητη συζήτησή τους. Επρόκειτο για κουτσομπολιό. Δεν πέρασε άλλο ένα τέταρτο, και φύγαμε όλοι μαζί. Εκείνοι για μια «αντιστασιακή επαφή», εγώ για να καθίσω σε ένα καφενείο. Στο καφενείο βρήκα έναν ακόμη γνωστό μου, που είχε φύγει από την Ελλάδα για να διαφύγει τη σύλληψη. Ήταν καταζητούμενος όπως εγώ. Κάθισα στο τραπέζι του και πιάσαμε συζήτηση για τις εξελίξεις. Έπειτα από ένα μισάωρο, μου είπε: «Πάω στο “Café de Flore”. Έχω συνάντηση με τους…» και μου ανέφερε τους προηγούμενους συνομιλητές μου. Προσέθεσε: «Αρκετά περίμεναν οι μαλάκες». Το «Café de Flore» είναι ένα από τα διασημότερα καφενεία του Παρισιού. Όποιος θέλει να κοινοποιήσει τις επαφές του, τις πραγματοποιεί εκεί. Στο Παρίσι, δεν μπόρεσα να κάνω μια λογική συζήτηση με τους περισσότερους Έλληνες που συνάντησα. Έπρεπε να δηλώσεις αμέσως χρώμα, να εκφράσεις την άποψή σου για τον Παπανδρέου, τον Καράγιωργα, τον Θεοδωράκη, τα Δεκαοχτώ κείμενα και οτιδήποτε άλλο. Μόνιμη επίσης ήταν η κριτική για τα όσα συνέβαιναν σε άλλες χώρες. Τους ενοχλούσε ότι αλλού υπήρχαν κάποιοι που διεκδικούσαν κι εκείνοι ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Τα χρόνια που έμεινα στο εξωτερικό, επέστρεψα αρκετές φορές στο Παρίσι για να δω φίλους, να ζήσω σε μια μεγαλούπολη πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τις επαρχιακές γερμανικές πόλεις, όχι όμως για να αναπτύξω πολιτική δραστηριότητα.

Οργανωμένη ήταν η αντιστασιακή δράση στη Σουηδία. Αυτό οφειλόταν τόσο στο πνεύμα συνεννόησης και συνεργασίας που επικρατεί στη σουηδική κοινωνία, όσο και στον Μανώλη Πονηρίδη, έναν Έλληνα εγκατεστημένο επί πολλά χρόνια στη Στοκχόλμη, με συμμετοχή στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Η κοινή στάση είχε επιβληθεί ως κανόνας. Ο Πονηρίδης συνεργαζόταν με τον Παπανδρέου. Το ΠΑΚ διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο ανάμεσα στους Έλληνες, κάτι που δεν συνέβαινε αλλού. Στη Γενεύη, την οποία επισκέφθηκα επίσης, υπήρχε μια ομάδα Ελλήνων που είχε δραστηριοποιηθεί ιδίως όσον αφορά την προσφυγή στο Συμβούλιο της Ευρώπης με αίτημα την καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην προσπάθεια αυτή πρωταγωνιστούσε ο Γιάγκος Σιώτης, καθηγητής πανεπιστημίου, που διατηρούσε στενές επαφές με τον Ολλανδό υπουργό Εξωτερικών Μαξ Βαν Ντερ Στουλ. Εκεί ζούσε επίσης ο Γιώργος Μυλωνάς, πρώην στέλεχος της Ένωσης Κέντρου, ο Γιάννης Σουριαδάκης, που ανήκε στη «Δημοκρατική Άμυνα», ο λογοτέχνης Βαγγέλης Γκούφας, και πολλοί άλλοι. Ήταν μια ομάδα που είχε καλές διασυνδέσεις με ξένους πολιτικούς. Η επιρροή τους στην ελληνική πολιτική σκηνή, όμως, ήταν ελάχιστη.

Στην Ιταλία πήγα αργότερα, όταν πλέον δούλευα στο ΠΑΚ και έπρεπε να αποφεύγω δημόσιες εμφανίσεις που ενδεχομένως να έστρεφαν την προσοχή στη δραστηριότητά μου. Επισκεπτόμουν όμως κάθε χρόνο την Ιταλία, και σχημάτισα την εντύπωση ότι και εκεί υπήρχαν το ίδιο μωσαϊκό οργανώσεων, οι ίδιοι ανταγωνισμοί, η ίδια αναποτελεσματικότητα, και οι ελάχιστες εξαιρέσεις ανθρώπων με θάρρος και αυτοθυσία.

Στην αρχή, όλα αυτά με έθλιβαν. Σκεφτόμουν πόσο ανάγκη είχαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα από συμπαράσταση και βοήθεια, πόσο ευάλωτη θα ήταν η χούντα αν υπήρχε μια σοβαρή και οργανωμένη προσπάθεια, πόσο μια συντονισμένη αμφισβήτηση σε διεθνές επίπεδο θα εξασθένιζε τη θέση της. Διαπίστωνα ταυτόχρονα ότι οι Έλληνες στο εξωτερικό δεν μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν στην επιβεβλημένη συνεργασία. Η κατακερματισμένη από τους διχασμούς ελληνική κοινωνία, η ανταγωνιστική και πελατειακή νοοτροπία, είχαν εκπαιδεύσει πολίτες και πολιτικούς στον άκρατο ατομικισμό, τους είχαν καταστήσει ανίκανους για συλλογική προσπάθεια, τους είχαν κάνει να αρκούνται στην εύκολη διαμαρτυρία, μακριά από κάθε έννοια αυτοσυγκράτησης και κάθε διάθεση προσφοράς.

Κατά την περίοδο της δικτατορίας, το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα στην αντιπαράθεση με τη χούντα στο εξωτερικό ήταν η απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, το 1970, για την κατάσταση στην Ελλάδα. Αποτελούσε ένδειξη για το τι μπορούσε να πετύχει μια αποτελεσματική συνεργασία. Τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες –η Δανία, η Νορβηγία, η Σουηδία και η Ολλανδία– προσέφυγαν το 1967 στο Συμβούλιο της Ευρώπης κατά της Ελλάδας, επειδή παραβίαζε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Έπειτα από μακρές διαδικασίες, το Συμβούλιο της Ευρώπης διαπίστωσε, την άνοιξη του 1970, ότι η Ελλάδα είχε πράγματι παραβιάσει τις αρχές του κράτους δικαίου, τις διατάξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες. Ήταν μια ήττα της χούντας και όσων την υποστήριζαν. Η απόφαση του Συμβουλίου διέψευσε τους ισχυρισμούς τους ότι στην Ελλάδα η κατάσταση ήταν ομαλή και ότι τη χώρα τη δυσφημούσαν οι κομμουνιστές. Η ηθική απομόνωση της Ελλάδας εντάθηκε. Για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα, κινητοποιήθηκαν πολλοί: συγκέντρωσαν στοιχεία, βοήθησαν τις κυβερνήσεις των χωρών που είχαν θέσει το θέμα, εντόπισαν μάρτυρες και ενημέρωσαν το Συμβούλιο. Χωρίς την αποφασιστικότητα και τη δουλειά τους, δεν θα ήταν δυνατή αυτή η θετική εξέλιξη. Δεν συγκαταλέγονταν στους γνωστούς αντιστασιακούς παράγοντες και, προπαντός, δεν επιδίωκαν την προβολή για να αποκτήσουν πολιτική φήμη. Δούλεψαν, μάλιστα, για να πετύχουν, παίρνοντας αποστάσεις από τα διάφορα πολιτικά σχήματα που έριζαν για το ποιο εκπροσωπούσε καλύτερα τους Έλληνες.

5. Το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ)

Λίγο καιρό μετά τις ευρωπαϊκές περιηγήσεις μου, συνάντησα τον Ανδρέα Παπανδρέου σ’ ένα από τα ταξίδια που πραγματοποιούσε στην Ευρώπη. Θυμήθηκε ένα περιστατικό από την περίοδο της κράτησής του στις φυλακές Αβέρωφ, τους πρώτους μήνες της δικτατορίας. Τότε πήγαινα στις φυλακές για να συναντήσω πελάτες μου που βρίσκονταν υπό προσωρινή κράτηση. Στεκόταν στο παράθυρο του κελιού του, που έβλεπε προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Με είδε και τον είδα. Τον χαιρέτησα με ένα νεύμα του κεφαλιού. Η σκηνή αυτή επαναλήφθηκε και σε επόμενες επισκέψεις μου.

Ο Ανδρέας ανέλυε την κατάσταση με ρεαλισμό. Θεωρούσε ότι η ανατροπή της δικτατορίας θα αργούσε, και ότι έπρεπε να συμβούν σημαντικά γεγονότα για να την κλονίσουν. Επιδίωκε τη συσπείρωση των αντιδικτατορικών οργανώσεων για να δημιουργηθεί ένα μεγάλο κίνημα, η βάση ενός νέου προοδευτικού κόμματος. Είχε προσβάσεις στα ξένα μέσα ενημέρωσης και στα σοσιαλιστικά κόμματα. Υποστήριζε πειστικά τις απόψεις του. Έχοντας ζήσει χρόνια στο εξωτερικό, απέφευγε τους ελληνοκεντρικούς μονολόγους. Χάρη στον λόγο, τη μόρφωση και τις σχέσεις του, έδειχνε ο πιο κατάλληλος να κατευθύνει τον αντιδικτατορικό αγώνα. Αυτό προϋπέθετε μια σοβαρή δουλειά οργάνωσης και συνεννόησης με τους άλλους χώρους. Το γεγονός ότι ζούσε στον Καναδά αποτελούσε ένα εμφανές εμπόδιο.

Μου πρότεινε να συμμετάσχω στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΠΑΚ. Δέχθηκα. Διαπίστωσα, λίγο αργότερα, ότι ήταν ένα όργανο που υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Εκτός από τον ίδιο τον Ανδρέα και μένα, τα άλλα μέλη ήταν ο Γιώργος Γιαννόπουλος, που ζούσε στο Ρέντινγκ της Αγγλίας, και η Αγγέλα Κοκκόλα, που ζούσε στον Καναδά. Άρα λειτουργία απόντος του Ανδρέα δεν ήταν δυνατή. Η εικόνα αυτή ανταποκρινόταν και στην πραγματικότητα του ΠΑΚ. Στην Ευρώπη, μια υποτυπώδης οργάνωση υπήρχε μόνο στη Σουηδία και στη Γερμανία. Επρόκειτο για ένα δίκτυο φίλων ή γνωστών, που υποστήριζε τις εμφανίσεις του Ανδρέα και δημοσιοποιούσε τις ανακοινώσεις του. Οι τοπικές οργανώσεις του ΠΑΚ ανέπτυσσαν περιορισμένη δράση. Τα στελέχη του ήταν κυρίως εργάτες. Η «αντιστασιακή δράση» αποτελούσε για πολλούς μια διέξοδο από τη μίζερη πραγματικότητα. Φαντάζονταν τον εαυτό τους σαν επαναστάτες τύπου Κάστρο, επιδείκνυαν περίστροφα και υποστήριζαν ότι έπρεπε να πραγματοποιηθεί επανάσταση στην Ελλάδα, με εκείνους βέβαια πρωταγωνιστές. Τέτοια στελέχη αποτελούσαν ανασχετικό παράγοντα για τη διεύρυνση της οργάνωσης. Πρόσωπα με μόρφωση και επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία δύσκολα εντάσσονταν στις γραμμές της. Όσοι είχαν λιγότερο ριζοσπαστικές απόψεις συμμετείχαν συνήθως σιωπηλά, για ν’ αποφεύγουν αντιπαραθέσεις. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αποτελούσαν αναγκαίο συνομιλητή, αλλά η πολιτική τους γραμμή δεν ήταν αποδεκτή από το ΠΑΚ. Η συνεργασία μαζί τους ήταν ευκαιριακή.

Ανέλαβα την υποχρέωση να παρακολουθήσω τις δραστηριότητες της οργάνωσης, και ιδίως να εξετάσω πώς θα μπορούσε να ενισχυθεί η αντιστασιακή δραστηριότητα στην Ελλάδα. Για δύο περίπου χρόνια, ταξίδευα διαρκώς. Αρχικά, με το πλαστό διαβατήριο· έπειτα από λίγους μήνες, με το προσφυγικό διαβατήριο των Ηνωμένων Εθνών. Για τις επαφές με την οργάνωση και για τα τηλεφωνήματα, χρησιμοποιούσα το ψευδώνυμο «Λάσκαρης». Κατά τα ταξίδια μου στο Μόναχο, στο Αμβούργο, στη Ρώμη, στη Στοκχόλμη και αλλού, συμμετείχα συνεχώς σε συσκέψεις, περπατούσα λίγο τα βράδια, και τον υπόλοιπο καιρό βρισκόμουν σε τρένα και αεροπλάνα. Γνώρισα, έτσι, πάρα πολλούς ανθρώπους. Διαπίστωσα ποιοι είχαν τη δυνατότητα να εργασθούν σοβαρά και ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν. Ήταν λίγοι. Μπορούσαν όμως να αποτελέσουν τον σκελετό μιας οργάνωσης που θα λειτουργούσε συντονισμένα και με στόχους. Οι δυνατότητες δράσης μπορεί να ήταν περιορισμένες, αλλά υπήρχαν. Ο Γιώργος Τσουγιόπουλος, στο Μόναχο, ήταν άριστος γνώστης της κατάστασης που επικρατούσε στη Γερμανία, και διέθετε τις επαφές ώστε να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει μια σχέση με τα γερμανικά κόμματα και την κυβέρνηση. Ο Γιώργος Κίσσονας στο Αμβούργο και ο Μάκης Παπασταύρου στη Νυρεμβέργη γνώριζαν τον κόσμο των Ελλήνων εργαζομένων, είχαν μια εικόνα των προσώπων και των σχέσεων των διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων. Στο Άαχεν, ο Ντίνος Μακρόπουλος και ο Δημήτρης Παπαμαντέλος είχαν δημιουργήσει ένα αξιόλογο κέντρο αντιδικτατορικής δράσης, με διακλαδώσεις σε άλλα γερμανικά Πανεπιστήμια και Πολυτεχνεία. Ο Γιάννης Τσεκούρας στη Βασιλεία, εργατικός αλλά ουτοπιστής ως προς τις πολιτικές του απόψεις, διέθετε οργανωτικές ικανότητες. Ο Μανώλης Πονηρίδης, στη Στοκχόλμη, ανέπτυσσε δραστηριότητα στον χώρο του. Στη Ρώμη ιδρύθηκε γραφείο Τύπου με προϊστάμενο τον Φαίδωνα Μόρφη, που εκπροσωπούσε με πειστικό τρόπο το ΠΑΚ. Σε αυτούς προστέθηκαν αργότερα και άλλοι, που τα επόμενα χρόνια συνέβαλαν στην εξάπλωση και τη συνοχή της οργάνωσης· ανάμεσά τους ήταν και ο Άκης Τσοχατζόπουλος, στέλεχος της οργάνωσης του Μονάχου. Η οργάνωση άλλαξε θεαματικά. Μπορεί η απήχησή της στη γερμανική και στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη να παρέμενε περιορισμένη, αποτελούσε, όμως, πια έναν σταθερό και υπολογίσιμο παράγοντα της πολιτικής δραστηριότητας στο εξωτερικό. Αποτέλεσε, έτσι, για τον Ανδρέα ένα αποφασιστικό έρεισμα στην επιδίωξή του να ιδρύσει ένα πολιτικό κίνημα που θα υπερέβαινε τους περιορισμούς και το πλαίσιο της προδικτατορικής πολιτικής σκηνής.

Πολύ μικρότερη ήταν η επιτυχία όσον αφορά τη δράση στο εσωτερικό. Οι επαφές διευρύνθηκαν, η πληροφόρηση ήταν καλύτερη, ενώ επίσης σχηματίστηκαν κάποιοι πυρήνες που ενδιαφέρονταν για την πολιτική δουλειά, την ενημέρωση και την αντιδικτατορική προπαγάνδα. Στο πεδίο, όμως, της αντιστασιακής δράσης που θα εξωτερίκευε τη διαμαρτυρία, ελάχιστα πράγματα έγιναν. Οι λίγες μεμονωμένες ενέργειες δεν ενοχλούσαν ιδιαίτερα τη χούντα, ούτε επηρέαζαν τις σχέσεις της με τους πάτρωνές της. Η αποτυχία αυτή είχε πολλά αίτια: την απειρία, την αδυναμία οργάνωσης πραγματικά στεγανών δικτύων, τη συνεργασία ανάμεσα στις Αστυνομίες των διαφόρων κρατών. Πολλοί δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν τη διαμονή τους στο εξωτερικό, ή τη δουλειά τους. Οφειλόταν, όμως, επίσης σε επιπολαιότητα, αλλά και στον φόβο που αρκετοί είχαν να εμπλακούν. Ακόμη και άνθρωποι, που θα περίμενε κανείς να συμπεριφερθούν λογικά, λειτουργούσαν κατά τρόπο παράλογο. Διάβασα, για παράδειγμα, το γράμμα από την Ελλάδα ενός πρώην αξιωματικού που ζητούσε, εκτός από δεκάδες όπλα, και ένα τεθωρακισμένο όχημα παραδοτέο στη Θράκη! Όπως επίσης άκουσα άλλο γνωστό πρόσωπο του αντιστασιακού χώρου να μου ζητά να εκπαιδεύσουμε άτομα να ανεβαίνουν λόφους τρέχοντας, ώστε να εξοικειωθούν με τις συνθήκες του αντάρτικου πόλεων! Αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί υπήρχε τόση ανοησία. Το απέδωσα στο ότι κάποια πρόσωπα με παθολογικό εγωισμό προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εντυπωσιάσουν σε μια ανώμαλη κατάσταση, η οποία τους πρόσφερε πεδίο για να αναδειχθούν. Δεν δίσταζαν να ισχυριστούν οτιδήποτε, μια που δεν διέτρεχαν τον κίνδυνο να λογοδοτήσουν δημόσια. Όσον αφορά το γενικότερο πρόβλημα της απουσίας σοβαρής και ισχυρής κινητοποίησης κατά της χούντας στο εσωτερικό, η απάντηση ήταν αυτή που είχα δώσει όσο ακόμη βρισκόμουν στην Ελλάδα. Το εμφυλιοπολεμικό παρελθόν είχε εδραιώσει στην ελληνική κοινωνία ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης και επιβίωσης, που λειτουργούσε αποτρεπτικά για οτιδήποτε θεωρούνταν περιπέτεια. Οι πολίτες ήθελαν απλώς να επιβιώσουν, και αδιαφορούσαν για τις πολιτικές συνθήκες. Οποιαδήποτε αναταραχή ενδεχομένως να τους οδηγούσε σε ακόμη χειρότερη κατάσταση, και γι’ αυτό την απέρριπταν.

Έχω κρατήσει σημειώσεις από τις επαφές μου μετά την άφιξή μου στη Γερμανία, και από τις συσκέψεις στις οποίες συμμετείχα μέχρι το τέλος του 1970. Είχα τότε αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου, πράγμα που μου επέτρεπε να κρατώ σημειώσεις. Όταν άρχισα να δουλεύω στο Πανεπιστήμιο της Κόνσταντς, έπαψε να υπάρχει χρόνος για συστηματική καταγραφή. Ορισμένα αποσπάσματα δίνουν μια καλή εικόνα της πραγματικότητας που έζησα:

Φραγκφούρτη, 23.1.70. Συνάντηση με Βλάση (Βασίλης Τσαγρής, απόστρατος αξιωματικός, νέος, σοβαρός, αλλά με μικρή εμπειρία από το εξωτερικό):

«Βλάσης ήρθε να με επισκεφτεί. Έχει αναλάβει τον συντονισμό των ομάδων του ΠΑΚ. Ομάδες υπάρχουν. Δεν καθόρισε πόσες. Είπε αρκετές (νομίζω τρεις ή τέσσερις). Έχουν λύσει το πρόβλημα εξευρέσεως υλικού και το πρόβλημα προσωπικού στην Ελλάδα. Δυσκολίες παρουσιάζει το οικονομικό. Η όλη υπόθεση σκοντάφτει στη μεταφορά, που τώρα γίνεται σε μικρές ποσότητες και σποραδικά. Είπε ότι από τον Απρίλη και πέρα θα γίνει κάτι. Αν δεν ξεκινήσει το ΠΑΚ, θα ξεκινήσουν οπωσδήποτε άλλοι. Η λύση για τη φίρμα (για την ανάληψη ευθύνης) είναι ότι κάθε ομάδα θα χρησιμοποιεί δική της ονομασία, θα δηλώνει όμως ότι συνεργάζεται με το ΠΑΚ».

20.4.70. Συνάντηση Ανδρέα με Έμκε στο Ίδρυμα Φρίντριχ Έμπερτ:

«Α.Π. στη συζήτηση εντυπωσιακός… Εποπτεία πάνω στο πρόβλημα, υποχωρήσεις εκεί που πρέπει, εμμονή επίσης εκεί που πρέπει. Νομίζω ότι Έμκε πρέπει να αποκόμισε πάρα πολύ καλή εντύπωση. Α.Π. στα κύρια σημεία υποστήριξε: Όχι εμμονή να φύγει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ. Γερμανία και Σκανδιναβικές Χώρες να μπλοκάρουν διαδικασία ΝΑΤΟ με βάση την αρχή της ομοφωνίας έως ότου λυθεί το ελληνικό πρόβλημα. Το ελληνικό πρόβλημα είναι πρόβλημα Αμερικάνων και γι’ αυτό πίεση πάνω στους Αμερικάνους και όχι πάνω στους συνταγματάρχες, που δεν μπορούν να κάνουν καμμιά υποχώρηση γιατί θα ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου. Στην Ελλάδα υπάρχουν μόνο δύο σταθεροί πόλοι, η δικτατορία και η απόλυτη δημοκρατία. Μέσες λύσεις δεν πρόκειται να αποδώσουν. Α.Π. είπε ότι έστειλε γράμμα μέσω Νορβηγών στον Κανελλόπουλο, ότι είναι διατεθειμένος, αν στείλει Κανελλόπουλος αντιπρόσωπό του στο εξωτερικό, να καθίσει μαζί του να συζητήσει όρους μεταχουντικής κυβέρνησης (κυβέρνηση τεχνοκρατική). Είναι επίσης διατεθειμένος να καθίσει σ’ ένα τραπέζι με εκπροσώπους του ΝΑΤΟ… Έμκε επέμεινε ότι πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να συμμετέχει στο ΝΑΤΟ. Α.Π. είπε ότι είναι πρόθυμος να δώσει εγγυήσεις αλλά θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί ότι το ΝΑΤΟ δεν θα ανακατεύεται στα εσωτερικά της Ελλάδος. Έμκεδήλωσε ότι θα προσπαθήσει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συνεργαστούν σε ένα κοινό σχέδιο για να λύσουν το ελληνικό πρόβλημα, ότι βέβαια αυτό θα απαιτήσει χρόνο. Η εντύπωσή μου ήταν ότι ήταν αποφασισμένος, γι’ αυτό και ίσως καταφέρει κάτι».

Στοκχόλμη, 8-11.9.70. Συνεδρίαση Εκτελεστικής Επιτροπής του ΠΑΚ:

«Η συνεδρίαση ήταν αρκετά πρόχειρη. Συνεχείς διακοπές για να δει Α.Π. διάφορα πρόσωπα, για τηλεφωνήματα. Αλλά έπρεπε να σχηματίσει αντίληψη για την κρατούσα κατάσταση. Η αντιστασιακή και πολιτική οργάνωση του ΠΑΚ εσωτερικού βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα. Η αντιστασιακή αποτελείται από 2-3 ομάδες που πολλά υπόσχονται και τίποτε δεν κάνουν. Η πολιτική οργάνωση αποτελείται από μια ομάδα που κατά την ομολογία του Α.Π. δεν κινείται και από μια ομάδα που κινείται γύρω από τη Φλέμινγκ με βοηθό τον Σαρτζετάκη. Τον Α.Π. απασχολούσε κυρίως το πρόβλημα της σχέσεως με την Αριστερά… Θαρρώ ότι το λάθος στην όλη πολιτική του είναι ότι εξαρχής θέλησε να αναγνωριστεί και να κρατήσει τη θέση τού επικεφαλής της Ένωσης Κέντρου. Τούτο απαιτεί τόσο πολλή απασχόληση και τον συνδέει με όλους τους απαξιωμένους κύκλους της Ε.Κ., ώστε δεν προφταίνει να ξεκινήσει κάτι τελείως καινούργιο. Ενώ θα έπρεπε, αδιαφορώντας για την Ε.Κ., να προσπαθήσει να δημιουργήσει ολότελα νέα οργάνωση πάνω σε σωστές βάσεις».

Λονδίνο, 22-25.9.70. Συνάντηση με τη Φλέμινγκ:

«Περιγραφή της για την κατάσταση ΠΑΚ εσωτερικού έδειξε ότι δεν υπάρχει τίποτε. Βασίζονται κυρίως σ’ αυτήν. Μου διατύπωσε την απογοήτευσή της ότι ο Α.Π. δεν έχει καταφέρει να κάνει τίποτε. Η απογοήτευσή της αντικατοπτρίζει την απογοήτευση του εσωτερικού… Ήταν γεμάτη δυναμισμό, αλλά βέβαια δεν είναι σε θέση να εκτελέσει το τεράστιο έργο που ανέλαβε εκ των πραγμάτων».

Κόνσταντς, 10.10.70. Σύσκεψη με Βλάση:

«Βλάσης απογοητευμένος. Έλεγε ότι θα συνεχίσει μέχρι τέλος του χρόνου και μετά θα αποχωρήσει. Απουσία Α.Π. σταματά τη δουλειά. Οι μεν ξένοι υπόσχονται και δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους. Οι δε Έλληνες ξεπέφτουν σε συνεχείς τσακωμούς. Το οργανωτικό δεν σχεδιάστηκε καλά. Δεν έπρεπε να γίνει οργάνωση Φίλων του ΠΑΚ. Μόλις σχεδιάστηκε και συζητήθηκε καταστατικό, π.χ. στο Λονδίνο, έφυγε η πλειοψηφία από το ΠΑΚ… Από όσα διηγήθηκε για δουλειά εσωτερικού προκύπτει το συμπέρασμα ότι ανεξάρτητοι αριστεροί βοήθησαν, αν βοήθησαν, αποκλειστικά τους δικούς τους. Δεν υπήρξε εκτεταμένη βοήθεια και ουσιαστικά δεν επιχειρήθηκε η δημιουργία δεμένης οργάνωσης. Όλες οι προσπάθειες βρίσκονται στα σπάργανα. Η κατά βάση οπτιμιστική εικόνα που παρουσίασε Α.Π. στη Στοκχόλμη δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα».

Ρώμη, 10.12.70-15.12.70. Α.Π. και λοιπά μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και της Ειδικής Επιτροπής σε διάφορες συνεδριάσεις:

«Στα μέλη της Εκτ. Επ. και της Ειδ. Επ. κριτική διάθεση απέναντι στην οργάνωση. Γενική διαπίστωση ότι οργάνωση δεν δουλεύει καλά. Προβλήθηκαν συγκεκριμένες απαιτήσεις. Α.Π. αρνήθηκε και πάλι να εγκατασταθεί στην Ευρώπη. Έτσι απαίτηση για ένα αρχηγείο έμεινε στα χαρτιά… Η έλλειψη κατευθυντηρίου οργάνου είναι ένα από τα βασικά σφάλματα της οργάνωσης. Ο Α.Π. πιεζόμενος από τόσες υποχρεώσεις κατά την παραμονή του στην Ευρώπη δεν έχει τον καιρό να αντιμετωπίσει το πλήθος των προβλημάτων. Μίλησα με Ξανθάκη (μέλος της Δ.Α. που είχε διαφύγει με ένα φουσκωτό από την Ελλάδα στην Ιταλία). Είπε ότι το ΠΑΜ δεν ενδιαφέρεται για αντίσταση στην Ελλάδα. Δ.Α. δεν έχει στελέχη στην Ελλάδα. Μόνο το ΠΑΚ έχει κάποια δυνατότητα για δράση, αλλά απουσία Α.Π. αποτελεί εμπόδιο. Η οργάνωση είναι σε τέτοια κατάσταση, ώστε δεν μπορεί να αναπτύξει δραστηριότητα. Α.Π. μού έκανε και πάλι εντύπωση με τη δύναμη της ανάλυσης και τη ζωτικότητά του».

Βόννη, 18-19.12.70. Συνεδρίαση με στελέχη των Φ. ΠΑΚ:

«Στη σύσκεψη στελεχών δεν εκφράστηκαν παρά γενικότητες. Το ΠΑΚ βέβαια δεν έχει σήμερα τις προϋποθέσεις για να γίνει “απελευθερωτικό κίνημα”, αν και τούτη τη στιγμή παρουσιάζει βαθμό οργανώσεως ανώτερο από ποτέ. Έχει γίνει κάποια σχετική δουλειά αλλά οργάνωση μένει ακόμη στα σπάργανα. Είναι ζήτημα αν θα μπορέσει να ξεπεράσει τη σημερινή βαθμίδα σε οικονομικά μέσα, πρόσωπα και βαθμό οργάνωσης».

Η δίκη της «Δημοκρατικής Άμυνας» άρχισε στο Έκτακτο Στρατοδικείο της Αθήνας στις 27 Μαρτίου 1970. Ο Καράγιωργας και άλλοι κατηγορούμενοι είχαν βασανισθεί από την Αστυνομία. Με βάση τις δήθεν ομολογίες τους, το κατηγορητήριο παρουσίαζε ως μέλη της «Άμυνας» και συμμέτοχους σε ανατρεπτικές ενέργειες πολλά πρόσωπα με συγγενείς πολιτικές απόψεις, τα οποία απλώς συνδέονταν φιλικά μεταξύ τους. Ο Καράγιωργας, στην απολογία του, έδειξε ιδιαίτερο θάρρος. Αναφέρθηκε στο πραξικόπημα, στη δικτατορία, στην κατάργηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην υποχρέωσή του ως πολίτη και ως πνευματικού ανθρώπου να αντισταθεί. Υπενθύμισε ότι υπήρχαν άνθρωποι που αγωνίζονταν για όσα πίστευαν, και πως καμία καταδίκη δεν θα τους έκανε να πάψουν να διαφωνούν. Η απολογία του ήταν μια δυνατή φωνή διαμαρτυρίας στο καταθλιπτικό κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα. Η εικόνα για τους κυβερνώντες και τους δικαστές ήταν ιδιαίτερα αρνητική, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ο Στρατιωτικός Επίτροπος, δηλαδή ο εισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωάννης Λιάπης, σε μια κίνηση αντιπερισπασμού, ζήτησε την ποινή του θανάτου για τον Καράγιωργα. Η ακραία αυτή στάση οδήγησε σε πανευρωπαϊκή κινητοποίηση και έντονες διαμαρτυρίες. Το Στρατοδικείο τον καταδίκασε, τελικά, σε ισόβια κάθειρξη, ενώ σε πολλούς συγκατηγορούμενούς του επέβαλε ποινές πολυετούς φυλάκισης.[2] Όσον αφορά εμένα και άλλα 19 άτομα, που δεν είχαν συλληφθεί γιατί διέφυγαν στο εξωτερικό, «η δικογραφία χωρίσθηκε». Το τι επακολούθησε είναι ασαφές. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, οι αστυνομικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι είχα καταδικαστεί σε κάθειρξη ερήμην μου, εξαιτίας της συμμετοχής μου στη «Δημοκρατική Άμυνα». Αναζήτησα τότε την απόφαση. Από το Στρατοδικείο, μου απάντησαν ότι τα αρχεία του είχαν καταστραφεί και δεν ήταν δυνατόν να εντοπίσουν την απόφαση.

Από τα όσα μού καταλογίστηκαν στις δίκες, άλλα ήταν αληθινά και άλλα όχι. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ανακριτικές αρχές αλλά και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι αποδίδουν σ’ εκείνον που απουσιάζει, είτε επειδή δεν μπορεί να τους διαψεύσει είτε επειδή δεν διατρέχει πια κίνδυνο, διάφορες ενέργειες, ώστε να παρουσιάσουν τα γεγονότα σύμφωνα με την εκδοχή που τους εξυπηρετεί. Η καταδίκη μου επισημοποίησε τη θέση μου ως καταζητούμενου, με συνέπεια να εκθέσει τους συγγενείς μου στην Ελλάδα σε μόνιμες ενοχλήσεις. Ο Καράγιωργας απελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1973, με τη γενική αμνηστία που χορηγήθηκε τότε από τη χούντα. Αποτελούσε, δικαίως, ένα σύμβολο της αντίστασης.

Τα χρόνια μετά το ’69, έγιναν πολλές αλλαγές στην οργανωτική δομή του ΠΑΚ, στα πρόσωπα που συμμετείχαν στην ηγεσία του, στις σχέσεις τους με τον Ανδρέα. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των αλλαγών ήταν η διατήρηση του προσωποκεντρικού χαρακτήρα της οργάνωσης, δηλαδή η απόλυτη εξάρτησή της από τον Ανδρέα. Ο μόνος που θα μπορούσε να έχει περιορίσει αυτή την τάση ήταν ο ίδιος. Είχε όμως μια έμφυτη αβεβαιότητα και ανασφάλεια, όσον αφορά τις προθέσεις των άλλων. Προτιμούσε, έτσι, πρόσωπα τα οποία αντλούσαν την υπόστασή τους αποκλειστικά από εκείνον. Τους άλλους, που ήταν πιο αυτόνομοι, είχαν δικές τους απόψεις ή διέθεταν την ικανότητα να του αντιπαρατεθούν, τους αντιμετώπιζε με καχυποψία. Δεν μπόρεσε, λοιπόν, να δημιουργήσει γύρω του, στο εξωτερικό, έναν κύκλο προσώπων με γνώσεις και επίπεδο που θα ενίσχυαν την προσπάθειά του, πολιτικά και ιδεολογικά. Η έλλειψη πραγματικού επιτελείου ήταν και η αιτία που σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας δεν έγιναν μελέτες, σχέδια, έρευνες, ουσιαστικές συζητήσεις για την πολιτική στη μεταδικτατορική Ελλάδα. Δεν αναπτύχθηκε μια ιδεολογία που, πέρα από την περιγραφή των μεγάλων στόχων, θα πρότεινε ειδικότερες λύσεις στα βασικά και σημαντικά θέματα, όπως η αναδιανομή του εισοδήματος ή η παιδεία. Κάθε φορά που, σε συναντήσεις, προσπαθούσα να θέσω το θέμα της επεξεργασίας κατευθύνσεων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, συναντούσα αντιδράσεις –προκαλούσα απορία σε όσους πίστευαν ότι θα οικοδομούσαν από την αρχή μια εντελώς νέα κοινωνία, και ενόχληση στον Ανδρέα. Είχε την εντύπωση ότι ζητούσα να ακολουθήσουμε καταδικασμένες «σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές».

Η πολιτική που θα επιδίωκε να εφαρμόσει ο Ανδρέας ήταν, για μένα, το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, πέρα από τον τρόπο που διηύθυνε την οργάνωση. Εκείνη την εποχή ο ριζοσπαστικός λόγος που επαγγελλόταν μια συνολική ανατροπή συνάρπαζε το ελληνικό ακροατήριο. Η καθολική πεποίθηση ότι η δικτατορία ήταν έργο των ΗΠΑ, και η γενικευμένη απογοήτευση για την ευρωπαϊκή αδράνεια, είχαν οδηγήσει μεγάλο τμήμα της ελληνικής αντιχουντικής κοινής γνώμης στην απόρριψη της πολιτικής που θεωρούσε την Ελλάδα εταίρο της Δυτικής Συμμαχίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν αναπόφευκτη και η αμφισβήτηση του πολιτικού-κοινωνικού συστήματος: θα έπρεπε να ανατραπεί. Ο Ανδρέας επέλεξε να εκφράσει αυτό το ρεύμα άρνησης. Τη θέση του ενίσχυαν οι αντιδράσεις για την πολιτική των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο, η αντίθεση στον Πόλεμο του Βιετνάμ, και η βαθμιαία ανάδειξη ενός Τρίτου Κόσμου που έθετε ερωτήματα για τη στάση της Δύσης. Ο ίδιος θεωρούσε έτσι ότι εντασσόταν στα αριστερά κινήματα, και στα κινήματα των ΗΠΑ που αμφισβητούσαν τα παραδοσιακά πρότυπα. Αισθανόταν ότι η επαφή του με αυτά τα ρεύματα του εξασφάλιζε ηγετικό ρόλο σε μια παγκόσμια κινητοποίηση.

Παρέμενε όμως το ουσιαστικό πρόβλημα, για το ποιες έπρεπε να είναι οι οικονομικές-κοινωνικές επιδιώξεις για τη μεταχουντική Ελλάδα. Η απόρριψη της σοσιαλδημοκρατίας, και μάλιστα με ηχηρό τρόπο, δεν αρκούσε για να προσδιορισθεί ο στόχος της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ο Ανδρέας παρέμενε, συνειδητά και επίμονα, ασαφής. Ήθελε να διατηρήσει τη δυνατότητα να καθορίζει μόνο αυτός, και μόνο τη στιγμή που ο ίδιος έκρινε, το πρακτέο. Διαφωνούσα με αυτή την τακτική, γιατί δεν επέτρεπε τη συγκεκριμενοποίηση των θέσεων, τη μετάδοση των απόψεων και την εκπαίδευση των στελεχών.

Για μένα, ήταν ξεκάθαρο τι έπρεπε να επιδιωχθεί. Η Ελλάδα δεν έπρεπε να απομονωθεί από τις χώρες της ΕΟΚ, που είχαν φθάσει ένα υψηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και είχαν προχωρήσει πολύ στον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων, στη δημιουργία κράτους πρόνοιας, στην ενίσχυση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας πολιτών που ήταν σε θέση να ελέγχει την αυθαιρεσία των οικονομικά ισχυρών. Ο χαρακτηρισμός αυτής της πολιτικής –αν ήταν σοσιαλιστική, σοσιαλδημοκρατική, αριστερή, εργατική, κλπ.– δεν μ’ ενδιέφερε. Οι ταμπέλες συνδέονται με τις συγκυρίες. Σημασία έχουν οι στόχοι. Η δημοκρατική σοσιαλιστική πολιτική, παρά τις αδυναμίες της, έχει αποδειχθεί η πιο αποτελεσματική στην προσπάθεια περιορισμού των αρνητικών επιπτώσεων της καπιταλιστικής οικονομίας. Η Ελλάδα δεν είχε την πολυτέλεια πειραματισμών. Η αντιμετώπιση της υστέρησης και η μεταρρύθμιση των κοινωνικών-οικονομικών δομών ήταν δυνατή με το «ατελές», κατά τον Ανδρέα, πρότυπο. Αποτέλεσμα των διαφορετικών μας προσεγγίσεων ήταν να ατονήσουν οι σχέσεις μας, τον τελευταίο χρόνο πριν από την πτώση της χούντας. Η πείρα μου από τις άλλες οργανώσεις του εξωτερικού και τις συζητήσεις με τους εξόριστους με οδηγούσε, ωστόσο, σε ένα και μόνο συμπέρασμα: ο Ανδρέας διέθετε όραμα και ήταν ο πιο ικανός, ο άνθρωπος με τις περισσότερες πιθανότητες να καταφέρει να ενοποιήσει τη μη κομμουνιστική Αριστερά. Οι εμφανείς του αδυναμίες στον τρόπο δουλειάς πίστευα ότι θα μετριάζονταν αργότερα, όταν θα είχε την ευκαιρία να λειτουργήσει σε συνθήκες νομιμότητας και ομαλότητας. Θα μπορούσε να επιλέξει συνεργάτες από έναν κύκλο ευρύτερο από εκείνον με τον οποίο ερχόταν σε επαφή, στις συνθήκες της εξορίας.

Όσον αφορά το πολιτικό του σχέδιο, είχα την πεποίθηση ότι θα ακολουθούσε μια ρεαλιστική πολιτική, αντίστοιχη εκείνης των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων. Αντιμέτωπος με τα τρέχοντα προβλήματα, υποχρεωμένος να παίρνει αποφάσεις αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις επιπτώσεις τους στους πολίτες, θα επέλεγε την αποτελεσματικότητα αντί για τους πειραματισμούς. Τον ενδιέφερε, άλλωστε, έντονα να είναι πρωταγωνιστής. Δεν θα διακινδύνευε την εξουσία για ουτοπικούς σχεδιασμούς. Η ώρα της σύνεσης θα ερχόταν αναπόφευκτα, όπως πίστευα.

[1] Το 1970 ο Καραμεσίνης ήταν «διευθυντής σχεδίων» της CIA. Συμμετείχε στην επεξεργασία σχεδίων ανατροπής του Αλιέντε. Συγκαταλεγόταν σε εκείνους που είχαν καταδιώξει με επιτυχία τον Τσε Γκεβάρα. Βλ. A. Horne, Kissinger: 1973, the Crucial Year, London 2010, σ. 203.

[2] Καταδικάστηκαν 27 άτομα, οι εξής: Δ. Καράγιωργας, Γ. Μαγκάκης, Ι. Σταράκης, Σπ. Λουκάς, Γ. Ιορδανίδης, Ι. Κομποτιάτης, Αντ. Μιχαλακέας, Δ. Κωτσάκης, Ι. Βασιλείου, Ν. Κωνσταντόπουλος, Χ. Πρωτόπαππας, Αθ. Φίλιας, Κ. Τσακαρέστος, Ι. Παπαδόπουλος, Δ. Κόναρης, Π. Καπάγερπη, Θ. Παπαμάργαρης, Εμμ. Δελούκας, Β. Παπαζήσης, Θ. Πάκος, Β. Σταυροπούλου, Κ. Μανιάτης, Β. Ζωγράφου, Φ. Μισαηλίδου, Μ. Μιχόπουλος, Π. Παπαδόπουλος και Χρ. Ροκόφυλλος.

7. Η μεταπολίτευση: μια σύντομη αναφορά

Η αποτίμηση του κυβερνητικού έργου του ΠΑΣΟΚ από την κοινή γνώμη επηρεάστηκε σημαντικά από την οικονομική κρίση, την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας μετά το 2009, και τις ατασθαλίες που αποκαλύφθηκαν. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι ηγεσίες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ επέρριψαν στις προηγούμενες κυβερνήσεις την ευθύνη για τα όσα τραγικά συνέβαιναν στη χώρα. Κατά τον Γιώργο Παπανδρέου, η πολιτική τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Νέας Δημοκρατίας «αποδείχθηκε καταστροφική σε βάθος δεκαετιών». Κατά τη Νέα Δημοκρατία, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν προωθήσει τον κρατισμό, την άκριτη αποδοχή όλων των συνδικαλιστικών αιτημάτων, τη διόγκωση των ελλειμμάτων και την υπονόμευση της ανταγωνιστικότητας. Συνοπτικά, και κατά τα δύο κόμματα, την περίοδο της μεταπολίτευσης χάθηκε η ευκαιρία να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τον μετέπειτα εκτροχιασμό.

Ο όρος «μεταπολίτευση» παραπέμπει στην πολιτική διαδικασία που διήρκεσε τρεις περίπου δεκαετίες, από την πτώση της δικτατορίας το 1974 μέχρι το τέλος του 2004.[1] Κύρια επιδίωξη, σε όλη τη διάρκειά της, ήταν η επαναφορά της χώρας σε μια ομαλή δημοκρατική πορεία και η επανένταξή της στην ομάδα των ευρωπαϊκών κρατών, έπειτα από επτά χρόνια φασιστικού καθεστώτος και πολύ περισσότερα πολιτικής ανωμαλίας. Κατά τη μακρά εκείνη περίοδο, υπήρξαν διάφορες χρονικές φάσεις, με έντονες διαφορές ως προς τους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους, τους πρωταγωνιστές και τη στάση των πολιτών. Από το 1974 έως το 1985, το ζητούμενο ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας, η λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, η κατάργηση των διακρίσεων μεταξύ των πολιτών και η ισονομία. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε. Από το 1981 και μετά, οι προσπάθειες στράφηκαν στον περιορισμό των ανισοτήτων, τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, την ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής. Το 2004 η κατάσταση είχε βελτιωθεί αισθητά σε σχέση με το 1974. Η σταθεροποίηση της οικονομίας, η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, η αύξηση των επενδύσεων ήταν ο κύριος στόχος της περιόδου 1993-2004. Η Ελλάδα πέτυχε, αυτό το διάστημα, τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, από το 1974 και μετά –καλύτερους μάλιστα και από τους ευρωπαϊκούς–, και πρωτόγνωρο ύψος επενδύσεων. Η αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας επιδιώχθηκε κυρίως το 1974-1981 με την ένταξη στην ΕΟΚ, το 1981-1985 με την εναρμόνιση προς τους κοινοτικούς κανονισμούς, και το 1996-2003 με την ένταξη στην ΟΝΕ, την εισαγωγή του ευρώ, την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι στόχοι αυτοί, λοιπόν, πραγματοποιήθηκαν επίσης.

Πολλά μεγάλα έργα και σημαντικές μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν, εξάλλου, στο να αντιμετωπιστούν οι υστερήσεις της χώρας: το νέο αεροδρόμιο των Σπάτων, το Μετρό της Αθήνας, η Εγνατία Οδός, η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, η Αττική Οδός, η ασφάλιση των αγροτών, η επέκταση της ασφάλισης του ΙΚΑ στους εργαζόμενους όλης της χώρας, τα νέα σύγχρονα νοσοκομεία, η μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης, η δράση Ανεξάρτητων Αρχών, η πρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων μέσω διαγωνισμών ελεγχόμενων από το ΑΣΕΠ, η βαθμιαία εισαγωγή της πληροφορικής στη Δημόσια Διοίκηση, ιδίως στις φορολογικές υπηρεσίες (TAxISnet), η κινητή τηλεφωνία, η κατάργηση του μονοπωλίου της κρατικής τηλεόρασης, κλπ. Το βιοτικό επίπεδο των πολιτών βελτιώθηκε. Οι εισοδηματικές ανισότητες περιορίστηκαν. Η Ελλάδα ήταν δυναμική, ανοιχτή στο κόσμο, και περνούσε μία από τις καλύτερες περιόδους της ιστορίας της. Η επιτυχημένη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 ήταν η επιβεβαίωση της μεγάλης μεταβολής που είχε συντελεστεί.

Βέβαια, κατά την περίοδο 1974-2004, πολλές προσπάθειες είτε παρέμειναν ανολοκλήρωτες είτε δεν απέδωσαν, ή ακόμη και ματαιώθηκαν. Η πάταξη της διαφθοράς, η απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών, η αναμόρφωση του ασφαλιστικού αποτελούν παραδείγματα προσπαθειών που δεν είχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Επιβίωσαν πάγιες πρακτικές υπεύθυνες για την υστέρηση της ελληνικής κοινωνίας, όπως η πελατειακή νοοτροπία, η αθέμιτη συμμετοχή των πάσης φύσεως συντεχνιών στη χάραξη πολιτικής, η ακραία αντιπαλότητα των πολιτικών κομμάτων, ο λαϊκισμός, ο υπερσυγκεντρωτισμός στη Δημόσια Διοίκηση.

Το 2004 η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας σε κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που της εξασφάλιζαν πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων από εκείνη που διέθετε οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση στο παρελθόν. Αντί όμως να προωθήσει τον εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή στα ευρωπαϊκά πρότυπα, συνεχίζοντας με επιμονή τις προηγούμενες προσπάθειες, προτίμησε να επιστρέψει στις παραδοσιακές πρακτικές του πελατειακού κράτους. Χάρη στις οικονομικές δυνατότητες που είχε εξασφαλίσει στη χώρα η προηγούμενη πολιτική, η Νέα Δημοκρατία επανέφερε τους αλόγιστους διορισμούς στο Δημόσιο, τις παροχές σε κοινωνικές ομάδες που θα της πρόσφεραν πολιτική υποστήριξη, και την υποτίμηση της σημασίας των δημοσίων επενδύσεων. Η διαχείρισή της εκτίναξε το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος σε πρωτόγνωρα ύψη. Η αναπτυξιακή προσπάθεια σε μια χώρα όπως η Ελλάδα πρέπει να είναι σχεδιασμένη, επίμονη και συνεχής. Τα διαλείμματα, τα πισωγυρίσματα, η τακτική «βλέποντας και κάνοντας» ήταν η κυριότερη αιτία της ανατροπής των προηγούμενων επιτευγμάτων και της κρίσης που ακολούθησε. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η αμεριμνησία του ΠΑΣΟΚ, από το 2007 και μετά. Το κόμμα αγνόησε σκόπιμα την οικονομική πραγματικότητα. Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το 2009, απροετοίμαστο, αναποφάσιστο και αλαζονικό όπως ήταν, επέτεινε τον εκτροχιασμό.

Η οικονομική κρίση δεν ήταν αναπόφευκτο προϊόν της μεταπολίτευσης· ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών χειρισμών μετά το 2004. Κατά την περίοδο της κυβερνητικής μου θητείας, 1996-2003, ο μέσος όρος του καθαρού ετήσιου δανεισμού της Γενικής Κυβέρνησης ήταν 10 δισ. 133 εκατ. ευρώ. Κατά την περίοδο της κυβερνητικής θητείας της Νέας Δημοκρατίας, 2004-2009, ο μέσος όρος του καθαρού ετήσιου δανεισμού της Γενικής Κυβέρνησης ήταν 22 δισ. 133 εκατ. ευρώ, δηλαδή υπερδιπλάσιος.[2] Από το 2004 και μετά, τα κόμματα άρχισαν να αδιαφορούν για την υστέρηση της χώρας και τις συνέπειές της, καθώς και για την ανάγκη να συνεχιστεί η πορεία σύγκλισης με την Ευρωζώνη. Επιδίωξαν κυρίως να ενισχύσουν την εξουσία τους με κάθε μέσο και με όποιο αποτέλεσμα και αν προέκυπτε. Θριάμβευσε, έτσι, ανεμπόδιστα η λαϊκιστική πολιτική και η τακτική αποφυγής του πολιτικού κόστους. Ο εκτροχιασμός ήταν η αναπόδραστη συνέπεια.

Η μετάθεση των ευθυνών για την οικονομική κρίση γενικά στη μεταπολίτευση συνιστά παραποίηση των γεγονότων και έχει στόχο την παραπλάνηση των πολιτών.[3] Εντάσσεται στις συνήθεις για την ελληνική πολιτική τακτικές: είτε οι πρωταγωνιστές μιας αρνητικής εξέλιξης κατηγορούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους για τα αίτιά της ώστε να συγκαλύψουν τον ρόλο τους, είτε όσοι κατακρίνουν γενικά το πολιτικό σύστημα επιδιώκουν με την ακραία και ισοπεδωτική κριτική τους να αναδειχθούν οι ίδιοι ως σωτήρες. Το επίτευγμα της μεταπολίτευσης είναι ότι μετέτρεψε μια χώρα που τη χαρακτήριζαν οι αυταρχικές τακτικές και η μισαλλοδοξία σε μια λειτουργούσα δημοκρατία με ελευθερίες που ποτέ πριν δεν είχε γνωρίσει αυτός ο τόπος. Ποτέ πριν δεν είχε καταγραφεί, όπως κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού και εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία. Η μεταπολίτευση ενέταξε την Ελλάδα –η οποία, λόγω της φασιστικής δικτατορίας και του πραξικοπήματος στην Κύπρο, ήταν παρίας της διεθνούς δημοκρατικής κοινότητας– στη διεθνή συνεργασία και της άνοιξε τον δρόμο της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή ενοποιητική προσπάθεια, παρά την υστέρησή της. Επίσης, στον οικονομικό τομέα, η Ελλάδα, από το 1996 και μετά, βρισκόταν σε σταθερή πορεία ανάπτυξης.

Οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης δεν βρέθηκαν σε μια αφετηρία όπου όλα ήταν δυνατά, όπως ισχυρίζονται σήμερα οι επικριτές τους. Οι δυνάμεις που αντιμάχονταν τη δημοκρατική λειτουργία της Πολιτείας και μια κοινωνική πολιτική που θα εξασφάλιζε περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη ήταν απειλητικά παρούσες, τόσο το 1974, όταν έπεσε η δικτατορία, όσο και το 1981, όταν συντελέστηκε για πρώτη φορά ομαλά η άνοδος ενός αριστερού κόμματος στην εξουσία. Από το 1996 και μετά, οι κοινωνικές ομάδες που στήριζαν το πελατειακό-συντεχνιακό σύστημα αντιτάσσονταν σθεναρά στις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες.[4] Οι επιτυχίες της μεταπολίτευσης δεν ήταν αυτονόητες· κατακτήθηκαν με σκληρή προσπάθεια. Η Ελλάδα όμως δεν μπόρεσε να συγκλίνει στον επιθυμητό βαθμό με τις ευρωπαϊκές χώρες, παρά τις μεταβολές που επήλθαν. Δομές, λειτουργίες και νοοτροπίες μιας κοινωνίας, που διαμορφώνονταν επί έναν και πλέον αιώνα, δεν αλλάζουν μέσα σε τριάντα χρόνια.

[1] Ο όρος «μεταπολίτευση», σύμφωνα με μια άλλη άποψη, αφορά την περίοδο που άρχισε με την πτώση της χούντας και συνεχίζεται έκτοτε. Ο χρονικός αυτός προσδιορισμός δεν έχει κανένα νόημα. Δύο κυρίως στόχους επέβαλλε η κατάρρευση της χούντας το 1974, ώστε να κλείσει η ανωμαλία που είχε προκαλέσει η δικτατορία: την επαναλειτουργία της δημοκρατίας με σταθερό τρόπο και την ένταξη της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό σύστημα. Ο πρώτος στόχος είχε ήδη επιτευχθεί πριν από το 2000. Ο δεύτερος έκλεισε το 2002, μετά την ένταξη στην ΟΝΕ και την κυκλοφορία του ευρώ. Στις εκλογές του 2004 η Ελλάδα βρισκόταν σε μια νέα αφετηρία. Γι’ αυτό τον λόγο, η μεταπολίτευση δεν ήταν ούτε μόνο το τέλος της δικτατορίας (1974), ούτε μόνο η περίοδος αποκατάστασης της δημοκρατίας (1981-1994).

[2] Πηγές: Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, Πίνακες 25 και 33/34, Εθνικοί Λογαριασμοί ΕΛΣΤΑΤ. Τρόπος υπολογισμού: Δανεισμός όπως προκύπτει από τα ταμειακά στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού συν χρηματοδότηση δημοσίων οργανισμών από το εγχώριο νομισματικό σύστημα.

[3] Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία των ελλειμμάτων, του δημοσίου χρέους και των αμοιβών των υπαλλήλων του Δημοσίου δείχνουν ανάγλυφα ότι η μεταπολίτευση ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση της χώρας πολύ λιγότερο από τους όψιμους κατηγόρους της. Βλ. EurostatTGM, Eurostat.ec.europa.eu/tgm/printTable.do? General government consolidated gross debt. Percentage of GDP at market prices (Χρέος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ): 1993 91,2%, 1996 100,3%, 2003 98,3%, 2009 129,4%. General government deficit, % of GDP ( Έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ): 2000 3,7%, 2003 5,6%, 2009 15,6%. Compensation of employees, general government, percentage of GDP at market prices (Μισθοί γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ): 1993 11,1%, 1996 9,5%, 2003 8,9%, 2009 12,2%. Έτη αναφοράς, άνοιξη 2012, Ιανουάριος 2013.

[4] Αλλά και οι ηλικιακές ομάδες που απέκτησαν την κοινωνική τους εμπειρία στις περιόδους του Εμφυλίου, της ελαττωματικής δημοκρατίας, της φασιστικής δικτατορίας, των φανατισμών, των πελατειακών και συντεχνιακών δικτύων, και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μεταπολίτευση, δεν είχαν απαλλαγεί από τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές ενός βεβαρημένου παρελθόντος· το ακολουθούσαν.

dnews.gr


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

olympia