Ο κοκίτης ξαναχτυπά στην Ευρώπη
Έξαρση της «ξεχασμένης» μολυσματικής ασθένειας που απειλεί κυρίως τα βρέφη καταγράφεται φέτος σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
- Βασική αιτία, το αντιεμβολιαστικό κίνημα που εκδηλώθηκε στην πανδημία του κορονοϊού.
Στην Κίνα τον αποκαλούν ο «βήχας των 100 μερόνυχτων», στην Ισπανία τον λένε «άγριο βήχα» ή «τοσφερίνα» από το λατινικό «tussis ferinat». Σχεδόν σε όλα τα βιβλία του Καρόλου Ντίκενς στη βικτωριανή Αγγλία ο κοκίτης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Στην Ευρώπη ήταν μια εξαιρετικά μεταδοτική ασθένεια που την είχαμε ξεχάσει και νομίζαμε ότι την έχουμε αφήσει πίσω. Κι όμως, το 2024 είναι ήδη μέσα σε 4 μήνες μακράν η χρονιά με τα περισσότερα κρούσματα και θανάτους στην ευρωπαϊκή ήπειρο τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία. Στην Ελλάδα μετράμε ήδη 2 νεκρούς (μεταξύ των οποίων ένα βρέφος) και πάνω από 140 καταγεγραμμένα κρούσματα, όμως τα πραγματικά κρούσματα είναι πολλές χιλιάδες και, όπως εξηγούν οι ειδικοί, η ραγδαία αύξησή τους οφείλεται κυρίως στην πανδημία του κορονοϊού αλλά και στο αντιεμβολιαστικό λόμπι.
«Ο λόγος που έχουμε έξαρση είναι απλός: ο κόσμος δεν εμβολιάζεται. Εχει πέσει η εμβολιαστική κάλυψη μετά την πανδημία, δεν τηρούνται οι οδηγίες ειδικά για τον εμβολιασμό των εγκύων στο τρίτο τρίμηνο της κύησης. Είναι μια λοίμωξη στην οποία ούτε η νόσηση ούτε το εμβόλιο αφήνουν μόνιμη ανοσία. Αρα πρέπει κάθε 10 χρόνια όλοι –και οι ενήλικοι δηλαδή– να εμβολιαζόμαστε. Είναι το ενιαίο εμβόλιο για διφθερίτιδα και τέτανο. Μέσα στην πανδημία στην Ελλάδα καταγράφηκε μεγάλο έλλειμμα εμβολιασμών σε όλες τις ηλικίες. Επιπλέον, όλα αυτά που ακούγονται για τα εμβόλια δημιούργησαν ένα κλίμα δυσπιστίας. Και εδώ μιλάμε για ένα καθιερωμένο, γνωστό εμβόλιο που γίνεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από τη δεκαετία του 1960», λέει ο Θάνος Μίχος, καθηγητής Παιδιατρικής-Λοιμωξιολογίας στην Α’ Παιδιατρική Κλινική του ΕΚΠΑ.
Στους ενηλίκους ο κοκίτης εκδηλώνεται σαν παρατεταμένος βήχας και η διάγνωση δεν είναι εύκολη κλινικά. Η δε εργαστηριακή διάγνωση απαιτεί μοριακή εξέταση που είναι ακριβή και δυσεύρετη καθώς πραγματοποιείται σε λίγα εργαστήρια στην Ελλάδα. «Δεν υπάρχει κάποιο τεστ ανίχνευσης στα φαρμακεία, όπως με τον κορονοϊό και τη γρίπη. Πάρα πολύς κόσμος λόγω των αναπνευστικών λοιμώξεων που κυκλοφορούν, ακόμα και από το φαινόμενο της αφρικανικής σκόνης, έχει παρατεταμένο βήχα. Είναι πολλές χιλιάδες αυτή τη στιγμή οι συμπολίτες μας που έχουν κοκίτη και δεν το ξέρουν», σημειώνει ο κ. Μίχος.
«Η τρέχουσα αύξηση συνδέεται με τη χαμηλότερη κυκλοφορία κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, σε συνδυασμό με την υπολειμματική πρόσληψη εμβολιασμού σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας», προειδοποίησε σε έκθεσή του τον Μάρτιο το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC). Στην Ισπανία, μέσα σε μόλις δύο μήνες του 2024 σημειώθηκαν 85% περισσότερα κρούσματα κοκίτη από ό,τι στο σύνολο των 12 μηνών του 2023, σύμφωνα με εκθέσεις του Εθνικού Κέντρου Επιδημιολογίας (CNE). Τις πρώτες οκτώ εβδομάδες του έτους σημειώθηκαν 1.077 κρούσματα κοκίτη στην Ισπανία. Ο αριθμός είναι εντυπωσιακός σε σύγκριση με το 2023, όταν μόνο 7 κρούσματα αναφέρθηκαν τις πρώτες οκτώ εβδομάδες.
Η Βουλγαρία αντιμετωπίζει επιδημία κοκίτη για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Τα επίσημα καταγεγραμμένα κρούσματα στη χώρα είναι περίπου 500, αλλά ο αριθμός των μολυσμένων ατόμων είναι πολύ μεγαλύτερος – τουλάχιστον αρκετές χιλιάδες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του βουλγαρικού υπουργείου Υγείας, η τελευταία πιο σοβαρή επιδημία της νόσου στη χώρα ήταν το 1977 με 1.393 καταγεγραμμένα κρούσματα, ενώ από το 1997 δεν έχει σημειωθεί κανένας θάνατος.
Σε μια προσπάθεια να προστατευτούν τα νεογέννητα, τα οποία αποτελούν την πιο ευάλωτη ομάδα, οι υγειονομικές αρχές ετοιμάζουν έναν εμβολιασμό κατά του κοκίτη νωρίτερα για τα μωρά – ενάμιση μήνα αντί για δύο μήνες μετά τη γέννηση, όπως ισχύει μέχρι σήμερα.
Στην Τσεχία, στις αρχές Μαρτίου σήμανε συναγερμός καθώς η χώρα των 10,9 εκατομμυρίων κατοίκων κατέγραψε 7.888 κρούσματα κοκίτη από τις αρχές του έτους, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας. Η διασπορά είναι η σημαντικότερη που καταγράφεται τα τελευταία 60 χρόνια, ημερομηνία κατά την οποία ξεκίνησαν οι εμβολιασμοί, σύμφωνα με τα επίσημα μητρώα.
Στην Ελλάδα καταγράφεται το τελευταίο τρίμηνο και μια παράλληλη εκτόξευση των κρουσμάτων ιλαράς, που αποδίδεται στους ίδιους λόγους από τους ειδικούς, οι οποίοι πάντως εμφανίζονται καθησυχαστικοί καθώς πρόσφατη οροεπιδημιολογική μελέτη στη χώρα μας έδειξε ότι η ανοσία έναντι της ιλαράς είναι ικανοποιητική αφού 89,8% είχαν αντισώματα έναντι ιλαράς. Όμως ήταν χαμηλότερη στα παιδιά και στους νεαρούς ενηλίκους κάτω των 40 ετών και σε συγκεκριμένες περιφερειακές ενότητες, όπως στη Δυτική Ελλάδα και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.