Ο Ηλείος γιατρός Γιώργος Τάγαρης μιλάει στην «Πρωινή» για τις επερχόμενες γερμανικές εκλογές: «Μία SPD για τους Γερμανούς είναι αρκετή, δεν θέλουν και δεύτερη»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”147271″ img_size=”full”][vc_column_text]
Ο Ηλείος γιατρός Γιώργος Τάγαρης μιλάει στην «Πρωινή» για τις επερχόμενες γερμανικές εκλογές και αναλύει τα αίτια της διαφαινόμενης ήττας των Χριστιανοδημοκρατών
-Αποτιμά τη θητεία της Μέρκελ, παραθέτει την άποψη των Γερμανών για την Ελλάδα και καταθέτει τις προβλέψεις του για τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης
[/vc_column_text][vc_column_text]Οι φετινές γερμανικές εκλογές συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης, καθώς σηματοδοτούν την αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την Καγκελαρία έπειτα από 16 συνεχόμενα χρόνια. Επιπλέον, η πιθανή πρωτιά του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, για πρώτη φορά από το 2002, και τα διάφορα σενάρια για τη σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης απασχολούν και την ελληνική κοινή γνώμη, αφού από το 2010 και την ελληνική οικονομική κρίση, οι ελληνογερμανικές σχέσεις αποτέλεσαν αντικείμενο έντονων συζητήσεων.
Με αφορμή την κάλπη της Κυριακής, η «Πρωινή» συζήτησε με τον Ηλείο γιατρό και επί 21 χρόνια κάτοικο Γερμανίας, Γιώργο Τάγαρη, για τις γερμανικές εκλογές, για την προσωπικότητα της Μέρκελ και για το ποια είναι η εικόνα των Ελλήνων στη γερμανική κοινή γνώμη.
Η συζήτηση ξεκίνησε με μια συνοπτική αποτίμηση της 16χρονης θητεία της, στην οποία ο Γιώργος έβαλε θετικό πρόσημο, καταγράφοντας ωστόσο και αρνητικά σημεία.
«Ζω 21 χρόνια στη Γερμανία. Έχω ζήσει όλη την περίοδο της Μέρκελ, ενώ πρόλαβα και λίγο τον Σρέντερ» μας αναφέρει αρχικά και ξεκινά την αποτίμησή του από την οικονομία, που θεωρείται το ατού της Γερμανίδας Καγκελαρίου.
«Τα πήγε αρκετά καλά στα οικονομικά, διότι το μέσο οικογενειακό εισόδημα βελτιώθηκε σταδιακά. Από τα 2.500 ευρώ το 2000, με μηδενικό πληθωρισμό, πήγε στα 3.500 ευρώ μετά από 10 χρόνια. Επίσης, αυξήθηκαν οι πόροι στην κοινωνική πρόνοια, τόσο για τους ανέργους όσο και για αυτούς που λαμβάνουν το Hartz IV (σ.σ. κοινωνικό επίδομα που διασφαλίζει στο δικαιούχο αξιοπρεπή διαβίωση και τον βοηθάει να ενταχθεί στην αγορά εργασίας). Παράλληλα, μειώθηκε σημαντικά η ανεργία. Επί Σρέντερ οι άνεργοι ήταν 5 εκατ. και υποδιπλασιάστηκαν. Το αρνητικό βέβαια είναι πως αυξήθηκαν οι υποεργαζόμενοι, αλλά είναι προτιμότερο από το να ήταν άνεργοι. Επίσης βελτιώθηκαν αισθητά οι υποδομές. Για παράδειγμα η ασφαλτόστρωση στους δρόμους, τομέας στον οποίο υπολειπόταν της υπόλοιπης ΒΔ Ευρώπης, λόγω και της επανένωσης με την Ανατολική Γερμανία. Επίσης αυξήθηκαν και διευρύνθηκαν οι αυτοκινητόδρομοι, ενώ έγιναν σημαντικές παρεμβάσεις στις υποδομές εντός των πόλεων», εξηγεί στην Πρωινή ο Γιώργος Τάγαρης και παραθέτει τα αρνητικά.
«Εκεί που δεν τα πήγε καλά, είναι στο οικολογικό. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας δεν προωθήθηκαν στον βαθμό που θα περιμέναμε, όπως πχ στην Ολλανδία ή στις σκανδιναβικές χώρες. Ούτε στο μεταναστευτικό τα πήγε τόσο καλά, διότι η συμπεριφορά προς χώρες όπως η Ελλάδα, δεν ήταν καλή. Υπήρξε ανεξέλεγκτη χρηματοδότηση της χώρας για να λειτουργήσει ως αποθήκη προσφύγων, χωρίς τη δέουσα προσοχή, και υπήρξε μεγάλη εισαγωγή μεταναστών και συγγενών τους για να λυθεί το δημογραφικό, κάτι με το οποίο διαφωνώ πλήρως. Επίσης, θα προτιμούσα λίγο χαμηλότερη φορολογία, διότι το καθαρό εισόδημα είναι μόνο 55% επί του συνολικού. Θα έπρεπε να έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 5%. Επίσης δεν μειώθηκαν οι σπατάλες ανθρώπων που καταχρώνται το κοινωνικό κράτος, πράγματα που θα περίμενε κάποιος από μια Συντηρητική καγκελάριο με φιλελεύθερες τάσεις.
Τα στερεότυπα και η στάση προς την Τουρκία
Ο Γιώργος Τάγαρης επικροτεί τη στάση της Μέρκελ στα δύσκολα για την Ελλάδα χρόνια, σε αντίθεση με τον Σόιμπλε, ωστόσο δεν διστάζει να στηλιτεύσει την κατευναστική πολιτική της Γερμανίας προς την Τουρκία.
«Η Μέρκελ διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο να μείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη, ενώ ο Σόιμπλε επιθυμούσε να εκδιωχθεί η χώρα μας, και μάλιστα σε μια περίοδο που αυτή η άποψη ήταν δημοφιλής στην πλειονότητα των Γερμανών πολιτών. Όμως στάση Ποντίου Πιλάτου προς στην Τουρκία, με την εξαγωγή όπλων και την απροθυμία να επιβάλει κυρώσεις σε μια χώρα επιθετική προς την Ελλάδα και την Κύπρο, με βρίσκει κάθετα αντίθετο», τονίζει.
Τον ρωτάω ευθαρσώς τι πιστεύουν οι Γερμανοί για μας μετά από δέκα χρόνια μνημονίων και η απάντησή του είναι αφοπλιστική.
«Ο κόσμος στη Γερμανία κοιτάει την τσέπη του. Η κυρίαρχη άποψη είναι ότι οι Γερμανοί πλήρωσαν πολλά για μια χώρα όπως η Ελλάδα, την οποία χαρακτηρίσουν αναυτοβελτίωτη. Το ότι μπορεί να πεινάει κόσμος στην Ελλάδα, δεν τους ενδιαφέρει. Αυτοί αισθάνονται ότι πληρώνουν πολλά για χώρες όπως η Ελλάδα, που δεν θέλουν να βελτιωθούν ή το κάνουν με αργό ρυθμό. Επικρατεί και η κλασική προπαγάνδα της Βild, για αυτό και ο λαϊκός Γερμανός πιστεύει ότι πληρώνει αυτούς που τον βρίζουν, αδιαφορώντας για τα έμμεσα οφέλη της χώρας του από αυτήν την κατάσταση», μου εξηγεί χαμογελώντας.
«Μία SPD φτάνει, δεν θέλουμε και δεύτερη»
Η βασικότερη απορία μου, που θέλω να μοιραστώ μαζί του από την αρχή της συζήτησης είναι η εξής: πώς γίνεται να οδεύει για πρωτιά το μικρότερο από τα δύο κόμματα που συγκυβερνούν, πόσο μάλλον η SPD που συγκυβερνά από το 2005, με εξαίρεση την τετραετία 2009-13.
«Ο Όλαφ Σολτς είναι μια σοβαρή προσωπικότητα που απέφυγε τα μεγάλα λάθη, ενώ ο Λάσετ δεν δείχνει τόσο έμπειρος για να κυβερνήσει, παρότι είναι σοβαρός. Διατήρησε χαμηλότερο προφίλ από τη Μέρκελ, την ώρα που η Καγκελάριος επέδειξε σημάδια πολιτικής κόπωσης και δεν τα πήγε καθόλου καλά στη διαχείριση της πανδημίας. Έλαβε μέτρα πιο αργά από την Ελλάδα, δεν είναι στις πρώτες χώρες όσον αφορά τον εμβολιασμό, δεν έθεσε το θέμα παγγερμανικά αλλά άφησε το κάθε κρατίδιο να λειτουργήσει όπως θέλει, με αποτέλεσμα να επικρατήσει μπάχαλο. Το έζησα ως γιατρός και για μένα είναι μη αποδεκτό –διότι έχω και γερμανική υπηκοότητα πλέον- μια χώρα όπως η Γερμανία να μην έχει τον δικό της Πιερρακάκη και να μην πρωτοπορεί. Εμβολιάστηκα Φεβρουάριο και στην Ελλάδα οι συνάδελφοί μου είχαν ήδη εμβολιαστεί έναν μήνα νωρίτερα», σημειώνει αρχικά και στη συνέχεια καταθέτει μια άποψη που είναι απόσταγμα 20ετούς εμπειρίας.
«Η συλλογιστική των Γερμανών είναι απλή: αν είναι να εφαρμοστεί σοσιαλδημοκρατική πολιτική, προτιμούν να ψηφίσουν το κόμμα που την πρεσβεύει εκ προοιμίου κι όχι να ψηφίσουν χριστιανοδημοκρατικό και να τους βγει λανθάνουσα σοσιαλδημοκρατία. Η Μέρκελ εφάρμοσε φιλομεταναστευτική πολιτική, επέδειξε κρατισμό και ελλιπή φιλελευθερισμό. Δεν ταιριάζουν στο προφίλ Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος αυτές οι πολιτικές, για αυτό και τώρα έχει απώλειες προς τους Φιλελεύθερους (FDP) ή το AfD. “Έχουμε ήδη μία SPD, δεν θέλουμε και δεύτερη” λένε οι Γερμανοί τώρα, όπως πριν από 20 χρόνια έλεγαν για τον Σρέντερ “έχουμε ήδη μία CDU, δεν θέλουμε και δεύτερη” όταν αυτός εφάρμοζε πολιτικές πιο κοντά στους Χριστιανοδημοκράτες ή τους Φιλελεύθερους», εξηγεί και καυτηριάζει τα αργά αντανακλαστικά στη διαχείριση της πανδημίας.
«Πιστεύω ότι είναι βασικός λόγος της διαφαινόμενης ήττας του CDU. Αντί για άμεσο και σκληρό Lockdown για τρεις εβδομάδας και μετά να αφήσουν την οικονομία ελεύθερη, πήγαμε σιγά σιγά, χάσαμε χρόνο και μετά κλείσαμε και αρχίσαμε να επιδοτούμε. Προφανώς θα ερχόταν και η δημοσιονομική χαλάρωση, αλλά όχι με τέτοιον τρόπο στην πανδημία. Η Ελλάδα του Μητσοτάκη τα πήγε καλύτερα από μας στο πρώτο κύμα», ανέφερε.
Τρικομματική ή δικομματική κυβέρνηση;
Ακόμα και η διαφαινόμενη πρωτιά των Σοσιαλδημοκρατών, όμως, δεν λύνει τον γρίφο της συγκρότησης κυβέρνησης. Τα γκάλοπ δείχνουν ότι μια συμμαχία με τους Πράσινους, όπως έγινε επί Σρέντερ, δεν είναι πλειοψηφική, οπότε θα χρειαστεί και τρίτος εταίρος, είτε το αριστερό Die Linke είτε το φιλελεύθερο FDP.
Ρωτάω τον Γιώργο αν η συμμετοχή της Αριστεράς στην κυβέρνηση παραμένει ταμπού για τη γερμανική κοινωνία. Η απάντησή του είναι σαφής.
«Δυστυχώς ναι. Για μένα δεν είναι πρόβλημα το να μπουν, παρότι δεν το επιθυμώ. Δεν συμφωνώ ιδεολογικά με όσα λένε και θεωρώ ότι η συμμετοχή τους σε κυβέρνηση με SPD και Πράσινους θα την “αριστεροποιούσε” αρκετά, προς την αύξηση παροχών κρατικιστικού τύπου, α λα ΠΑΣΟΚ 80s, και προς μια φιλομεταναστευτική πολιτική που θα αύξανε το κόστος και ταυτόχρονα ίσως ευνοούσε την αύξηση ακροδεξιών κομμάτων όπως το NPD και το AfD. Δεν πιστεύω ότι θα γίνει τελικά, διότι οι Γερμανοί είναι λαός δεξιότερος από τους Έλληνες, έχουν πολλά ταμπού για να γίνει ανεκτή μια κυβέρνηση με συμμετοχή της Αριστεράς», υπογραμμίζει.
Η άποψή του για τους Πράσινους είναι θετική, καθώς αναγνωρίζει την αναγκαιότητα πιο οικολογικών πολιτικών, ωστόσο εξηγεί για ποιο λόγο η διαφαινόμενη πρωτιά τους αποδείχθηκε «πυροτέχνημα». «Οι Πράσινοι λένε κάποια σωστά, αλλά δεν έχει προωθηθεί ακόμα η πράσινη ενέργεια στην οικονομία, διότι δεν έχει βρεθεί η χρυσή τομή. Έχουν δίκιο σε αρκετά, αλλά π.χ. η επιβολή μεγάλων φόρων στα καύσιμα θα έχει αντίκτυπο στους οδηγούς ή στη θέρμανση το χειμώνα. Σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθωρισμού, η αύξηση του κόστους κατανάλωσης φοβίζει μεγάλο μέρος του κόσμο. Δεν έχουν άδικο οι Πράσινοι, είναι σοβαρό κόμμα που συνδυάζει την Κεντροαριστερά με την οικολογία, κάτι που δεν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, όμως ο φόβος του Γερμανού ότι θα επηρεαστεί η τσέπη του από έξτρα φορολογία είναι ισχυρός», μου εξηγεί.
Η εκτίμηση του Γιώργου Τάγαρη είναι πως θα επιδιωχθεί η τρικομματική με τη συμμετοχή των Φιλελευθέρων παρότι στην οικονομία υπάρχει χάσμα απόψεων, ειδικά στη φορολογία. Παράλληλα, μας διαφωτίζει για το τι σημαίνει FDP, κάνοντας αντιστοίχιση με την ελληνική πολιτική σκηνή.
«Έχει ξαναγίνει με τον Βίλι Μπραντ και τον Γκένσερ στο παρελθόν. Θα το επιδιώξουν να γίνει τρικομματική SPD-FDP-Πράσινοι, παρότι το FDP αντιτίθεται σε αυτά που λένε οι άλλοι δύο στην οικονομία, δηλαδή 12 ευρώ κατώτατο ωρομίσθιο, αύξηση φορολογίας, και στο μεταναστευτικό. To FDP δεν είναι σαν το Ποτάμι. Έχει ιδεολογία Θάνου Τζήμερου, για αυτό επισημαίνω ότι ιδεολογικά είναι δύσκολο να αποδεχθεί τον κρατισμό των άλλων δύο κομμάτων. Είναι πάντως πιθανή εξέλιξη» τόνισε και πρόσθεσε ότι δύο πιθανά σενάρια είναι εκ νέου «μεγάλος συνασπισμός» αλλά με Σοσιαλδημοκράτη Καγκελάριο ή τρικομματική CDU-SPD-Πρασίνων, αποκλείοντας ενδεχόμενο κυβέρνησης χωρίς το πρώτο κόμμα.
«Δεν αποκλείεται αυτή η τρικομματική, αλλά θα ήταν ο θάνατος του CDU. Πάντως κυβέρνηση μειοψηφίας, χωρίς τον πρώτο, είναι σχεδόν απίθανη. Οι Γερμανοί δεν είναι ποτέ άδικοι, θέλουν το πρώτο κόμμα μέσα. Αν γίνει κάτι τέτοιο, θα καταποντιστεί μια τέτοια κυβέρνηση μελλοντικά», σημειώνει και καταθέτει τις προβλέψεις του. «Πρώτη επιλογή η τρικομματική με SPD-FDP-Πράσινους, δεύτερη επιλογή SPD-CDU-Πράσινοι και τρίτη επιλογή ξανά SPD-CDU αλλά με Καγκελάριο τον Σοσιαλδημοκράτη Σολτς», καταλήγει.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]