Ανδρέας Νικολακόπουλος για οικογενειακό δίκαιο: Σύγχρονη μεταρρύθμιση με στόχο το συμφέρον του παιδιού
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”110735″ img_size=”full”][vc_column_text]“Αποτελεί μία αναγκαία για τη σύγχρονη κοινωνία μεταρρύθμιση προς όφελος των ίδιων των παιδιών, ενώ παράλληλα ενισχύεται ο ρόλος και των δύο γονέων καθώς ενθαρρύνεται η μεταξύ τους συνεργασία. Ενισχύεται ο ρόλος του διαμεσολαβητή και ο ρόλος και η θέση του δικαστή. Πρόκειται αναμφίβολα για μία ουσιαστική παρέμβαση που δίνει λύσεις μετά από πολλά χρόνια, έχει καθαρά παιδοκεντρικό χαρακτήρα και έχει στόχο το συμφέρον του παιδιού”.
Αυτό τόνισε κατά την διάρκεια της ομιλίας του το βράδυ της Τετάρτης στη Βουλή, για το νομοσχέδιο του Υπ. Δικαιοσύνης σε σχέση με το οικογενειακό δίκαιο και την περίπτωση συνεπιμέλειας, ο βουλευτής της Ν.Δ. Ανδρέας Νικολακόπουλος. Μίλησε πέραν των άλλων και για μεταρρύθμιση που γίνεται στον τομέα του αστικού δικαίου, αλλά με σημαντικό κοινωνικό αντίκτυπο…
Όπως είπε ο κ. Νικολακόπουλος, έχει αντιμετωπίσει και ο ίδιος ως δικηγόρος τέτοια θέματα που εμφανίζουν πολλά προβλήματα για την συνύπαρξη διαζευγμένων γονέων και παιδιών, θέματα, που αρκετές φορές μπορεί να φέρουν σε δύσκολη θέση ακόμη και τον δικαστή.
ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ακολούθως, στάθηκε σε μία σειρά από θετικά σημεία αναφορικά με το σχέδιο νόμου που ήρθε προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο, αναφέροντας μεταξύ άλλων τα εξής:
«Θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο στο 1/3 του χρόνου επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα που δεν θα διαμένει περισσότερο χρόνο με το παιδί, σύμφωνα με το άρθρο 13 που αντικαθιστά το άρθρο 1520 του ΑΚ.
Το συγκεκριμένο τεκμήριο βοηθά στην από κοινού συνεργασία των γονέων στην επιμέλεια των τέκνων τους και δημιουργεί τις προϋποθέσεις όχι μόνο για περισσότερο χρόνο αλλά και για ποιοτικό χρόνο επικοινωνίας με το παιδί, ειδικά από τον γονέα με τον οποίον δεν κατοικεί. Διότι, όπως έχει διαπιστωθεί σε αρκετές περιπτώσεις η μη επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα και αντίστροφα, οδηγεί σε έντονες μεταβολές της ψυχικής του υγείας, μεταβολές που διογκώνονται κατά την ανάπτυξή του.
Θεσπίζονται επίσης στο παρόν σχέδιο νόμου βασικά αντικειμενικά κριτήρια κακής άσκησης της γονικής μέριμνας του ΑΚ όπως η μη καταβολή της διατροφής, η μη τήρηση των δικαστικών αποφάσεων και των συμφωνιών των διαζευγμένων γονέων ως προς την επικοινωνία του άλλου γονέα και η διάρρηξη των σχέσεων του παιδιού με τον άλλον γονέα.
Έτσι, αξιολογείται ο τρόπος ασκήσεως των καθηκόντων που επιβάλλει το λειτούργημα των γονέων, ως από κοινού ασκούντων τη γονική μέριμνα, ώστε εάν αυτό κριθεί αναγκαίο να επανακαθορίζονται από το αρμόδιο δικαστήριο η κατανομή και ο ειδικότερος τρόπος άσκησης αυτής.
Και εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω ότι κάθε περίπτωση είναι πάντα διαφορετική και ο αρμόδιος δικαστής θα έχει την ευχέρεια να εξετάζει τις ιδιαιτερότητές της και να σταθμίζει διαφορετικά όπου χρειάζεται τα πράγματα και να λαμβάνει την κατάλληλη απόφαση, πάντα με γνώμονα το συμφέρον του τέκνου».
ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΟΗΘΟΥΝ
Επισημαίνοντας εξ’ άλλου νωρίτερα τα προβλήματα που εμφανίζονται μέχρι τώρα, εξηγώντας παράλληλα τη χρησιμότητα των νέων προβλέψεων, ο κ. Νικολακόπουλος μετέφερε μία χαρακτηριστική εικόνα λέγοντας μεταξύ άλλων:
«Όλοι έχουμε διαπιστώσει σφοδρές αντιδικίες και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα και με σειρά δικών για διάφορα ζητήματα μεταξύ γονέων μετά τη διακοπή της συμβίωσης. Το 2016 εισήχθησαν προς εκδίκαση 9.799 υποθέσεις. Το 2019 φτάσαμε στις 15.863 υποθέσεις.
Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την αναγκαία τομή στην αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου 38 χρόνια μετά τον νόμο 1329.
Αντιδικίες οι οποίες περνάνε αναπόφευκτα με διάφορους τρόπους και βαθμούς στα παιδιά και έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις σχέσεις με τους γονείς. Και είναι βέβαιο ότι πρέπει να εστιάσουμε στην προσπάθεια επίλυσης των διαφορών αυτών συναινετικά και εξωδικαστικά με ουσιαστική συμμετοχή στην προσπάθεια αυτή και των δικηγόρων και των δικαστών αλλά και των διαμεσολαβητών.
Στο παρόν σχέδιο νόμου λοιπόν υπάρχουν δύο σημαντικές προβλέψεις. Ενθαρρύνεται η επίλυση των διαφορών με διαμεσολάβηση από εξειδικευμένους διαμεσολαβητές έτσι ώστε η προσφυγή στο δικαστήριο να αποτελεί την ύστατη επιλογή. Επιπλέον, προβλέπεται ειδική εκπαίδευση που θα παρέχεται στους νέους δικαστές που θα ασχολούνται με τις ευαίσθητες αυτές υποθέσεις από την Εθνική σχολή δικαστών και ειδικά σεμινάρια επιμόρφωσης για τους ήδη υπηρετούντες δικαστές».[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]