Νάνσυ Μπούκλη: «Εκτιμώ τους γονείς μου γιατί ποτέ δεν κοίταζαν τι κάνει ο διπλανός τους»
Μια συνάντηση με τη νεαρή ηθοποιό λίγο πριν εμφανιστεί στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου που ανεβάζει ο Πέτερ Στάιν στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Περιμένω τη Νάνσυ Μπούκλη σε ένα φασαριόζικο καφέ στην πλατεία Βικτωρίας. Έρχεται κατευθείαν από την πρόβα της στον Μισάνθρωπο του Μολιέρου σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν που θα ανέβει στις 19 Απριλίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και πριν ικανοποιήσω την περιέργειά μου για το τι συμβαίνει στις πρόβες τη ρωτάω αν θέλει να πάμε σε ένα μέρος πιο ήσυχο.
Όμως στη Νάνσυ αρέσει η φασαρία, είναι ο λόγος που αγαπά την Αθήνα και συμπληρώνει πλέον 18 χρόνια ζωής σε αυτήν, όσα έχει ζήσει και στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τον Πύργο. «Η Αθήνα είναι η πόλη μου πια», μου λέει, «έχω ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ενήλικης ζωής μου εδώ και τα πάω καλά με τη φασαρία της, συγκεντρώνομαι περισσότερο, μπορώ να κάνω δυο-τρία πράγματα μαζί και αυτό ταιριάζει με την πόλη. Όταν περπατάω προσέχω τα αυτοκίνητα, μιλάω και στο τηλέφωνο και σκέφτομαι και τον ρόλο μου, τα λόγια μου. Μου αρέσει αυτή η ζωή και το κέντρο της πόλης και ότι μπορεί να μου έρθει ξαφνικά να πάω να δω μια παράσταση, μια έκθεση, χωρίς να το έχω προγραμματίσει, το ότι μπορώ να το κάνω».
Μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στο εστιατόριο των γονιών της στον Πύργο, δυο ανθρώπων που πριμοδοτούσαν τη δίψα των παιδιών τους για γνώση και αγκάλιαζαν τις ανησυχίες τους. «Θα πω κάτι για τους γονείς μου, δεν ξέρω αν το έχω πει, οπότε θα το διαβάσουν εδώ. Τους εκτιμώ γιατί ποτέ δεν κοίταζαν τι κάνει ο διπλανός τους και πήραμε από αυτήν τη στάση μια σπουδαία προίκα. Το μόνο μου παράπονο ήταν ότι μας έλειπαν πολύ γιατί δούλευαν όλη μέρα, για να μπορέσουν να μας τα προσφέρουν όλα», λέει.
Ό,τι μας έχουν δώσει οι προηγούμενοι είναι χρέος μας να το τιμήσουμε, αλλά να δούμε κι εμείς τι θα φέρουμε. Χωρίς να μηδενίζω όσα έχουν γίνει μέχρι τώρα, φαίνεται ότι κάτι αλλάζει.
Η Νάνσυ μπήκε το 2010 στο επάγγελμα και όταν ξεκίνησε ήξερε περίπου ότι η δουλειά της θα είναι μια κούρσα και ότι μέσα σε έναν χρόνο θα χρειαζόταν να κάνει και δυο και τρεις δουλειές. Η καριέρα της συμβαδίζει με τα πιο κρίσιμα χρόνια της κοινωνίας μας και όταν τη ρωτώ τι έχει αλλάξει από τότε που ξεκίνησε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου δεν διστάζει να μου απαντήσει «όλα».
«Θυμάμαι, ήμασταν σε πρόβες τρεις μήνες και μας είπαν “δυστυχώς, είστε η γενιά που δεν την καλύπτει η συλλογική σύμβαση, οπότε θα πληρώνεστε ανάλογα με τις παραστάσεις”. Μέχρι τότε ‒και αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί σνόμπαραν την τηλεόραση‒ οι συμβάσεις ήταν πολύμηνες, οι ηθοποιοί ζούσαν από το θέατρο. Οπότε με το “καλημέρα” εμείς έπρεπε να καταλάβουμε ότι ήμασταν σε έναν άλλο κόσμο, όπου θα μειώνονταν οι μισθοί και οι πρόβες δεν θα πληρώνονταν συνήθως,
Πράγματι, σταδιακά αρχίσαμε να παίρνουμε λιγότερα χρήματα. Αν πούμε ότι το οικονομικό είναι το τεχνικό μέρος αυτής της κρίσης, καταργήθηκαν κι άλλα ουσιώδη. Δεν υπάρχουν ανσάμπλ, οπότε κάθε τρεις μήνες είμαστε άλλοι άνθρωποι, αλλού».
Παρά τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισε ο κόσμος του θεάτρου τα τελευταία χρόνια, η Νάνσυ πέρασε πέρσι ένα έντονο καλοκαίρι με την περιοδεία του «Προμηθέα Δεσμώτη» του Άρη Μπινιάρη σε σαράντα πόλεις και ακολούθησε η μουσικοθεατρική παράσταση του Γιώργου Κουτλή με τον Γιάννη Κότσιρα και τον Γιώργο Γάλλο, «Κατάστρωμα Α’», ενώ στο Θέατρο του Νέου Κόσμου συν-σκηνοθετεί και παίζει με την Τζωρτζίνα Λιώση στο έργο του Ευθύμη Φιλίππου «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα».
«Ειδικά μετά την καραντίνα, θελήσαμε όλοι να συσπειρωθούμε σε πιο μικρά σχήματα, να μην έχουμε το άγχος ότι θα κλείνουμε κάθε τόσο από κρούσματα, και οι παραγωγοί σφίχτηκαν. Ωστόσο η χρονιά φέτος είναι πολύ δυναμική, έχουμε ξαναπάρει όλοι φόρα και βλέπουμε πολύ ωραία πράγματα», λέει.
Ανάμεσα σε όλα αυτά ήρθε και η οντισιόν για τον Πέτερ Στάιν και το ελληνικό ανέβασμα του «Μισάνθρωπου». Τι σημαίνει, τη ρωτώ, για έναν νέο ηθοποιό να δουλεύει με έναν γίγαντα του θεάτρου, τι προσδοκίες έχει, τι περιμένει; Και πώς της φάνηκε ο Στάιν όταν έκανε την οντισιόν;
«Νομίζω ότι επειδή ο ίδιος έχει επίγνωση του έργου του, δεν φέρνει κανένα βάρος, στις πρόβες, αργότερα, δεν τον ακούσαμε ούτε μια φορά να μιλά για το παρελθόν του, για το προηγούμενο έργο, κάτι που ίσως έχουμε συνηθίσει να ακούμε εδώ δουλεύοντας με κάποιους ανθρώπους. Ο Στάιν το υπενθυμίζει αυτό με την παρουσία του και μόνο, φέρεται ισότιμα σε όλους μας. Δεν μας γνωρίζει, μας βλέπει από την αρχή, χωρίς πρόσημο και το μόνο που θέλει είναι το καλύτερο για την παράσταση. Όταν πήγα να κάνω οντισιόν, περιέργως δεν είχα αγωνία, ήταν χαρά και τιμή μου και μόνο που θα με έβλεπε».
Η Νάνσυ έκανε δυο μονολόγους, την Ιώ και το κομμάτι του Άμλετ όταν μιλά στη Γερτρούδη. Τον Στάιν δεν τον ενδιέφερε καθόλου αν το κομμάτι ήταν «αντρικό» ή «γυναικείο» και φρόντισε να την κρατήσει συγκεντρωμένη στον λόγο, κοιτάζοντάς τη στα μάτια όσο έπαιζε. «Δεν βιαζόταν καθόλου, με άκουσε προσεκτικά και μετά από λίγες ημέρες με πήραν για να μου πουν ότι θα κάνω την Ελιάντ».
Την ίδια εντύπωση του δημιουργού που είναι συγκεκριμένος και προσηλωμένος στο έργο συνεχίζει να έχει γι’ αυτόν και στη διάρκεια των προβών.
«Τον Στάιν τον ενδιαφέρει να κατανοήσουμε ακριβώς ποιο λόγο ύπαρξης έχει σε κάθε σκηνή κάθε ρόλος και γιατί λέμε τα λόγια που λέμε. Μας διαβάζει το κείμενο και στα γαλλικά για να κατανοήσουμε τη μουσικότητα της γλώσσας και να τη διατηρήσουμε και στη δική μας, κι αυτή είναι μια διαδικασία που με ενθουσιάζει, πρώτη φορά δοκιμάζω κάτι τέτοιο. Μας λέει συνεχώς “συγγνώμη, είναι βαρετή αυτή η διαδικασία”, αλλά για εμάς είναι σχολείο, το να δουλεύεις με μια προσωπικότητα που έχει πολύ χιούμορ, με έναν καλλιτέχνη που ακόμα και σήμερα είναι ανοιχτός σε όλες τις ερωτήσεις μας και θέλει να κουβεντιάζουμε τα πάντα.
Δεν υπάρχει κανένας που να έρχεται στην πρόβα του σαν να είναι κάτι, η εμπειρία καθενός από εμάς φαίνεται, δεν κρύβεται στην πρόβα. Οι πιο έμπειροι, η Όλια, ο Βασίλης, είναι ένα παράδειγμα. Εκτός των άλλων, εμένα με συνεπαίρνει αυτή η διαδικασία γιατί σε κάνει να ακονίζεις την ευελιξία σου, να καταλαβαίνεις τι συμβαίνει γύρω σου».
Αν και φαινομενικά εξωστρεφής και παρορμητική, η Νάνσυ είναι ένας μάλλον ντροπαλός άνθρωπος, δεν θα τη λέγαμε «ψυχή της παρέας», ωστόσο πήρε την απόφαση να σκηνοθετήσει λόγω της αισιοδοξίας με την οποία βλέπει τη ζωή και της επιθυμίας της να υπάρχει μια ροή, κάτι που δεν περιμένει να της συμβεί, την επιδιώκει και την προκαλεί.
«Ήθελα να προκαλέσω και η ίδια μια δράση, να μη ζω μόνο μέσα στην ανασφάλεια, να δώσω στον κόσμο να καταλάβει ότι με ενδιαφέρει αυτό που κάνω, ότι δεν κάθομαι σπίτι μου και περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο. Γι’ αυτό άρχισα να σκηνοθετώ» λέει.
Οι πρώτες της δουλειές ήταν πειραματικές, «δεν ήξερα κι εγώ τι ήθελα και, αμφισβητώντας τον εαυτό μου, προχωρούσα. Δεν ήμουν έτοιμη, ήθελα να παραμείνω μαθήτρια και παράλληλα συμπλήρωνα και όσα μου έλειπαν από τη σχολή. Πήγα σε σεμινάρια και στην πορεία κατανόησα και τον ρόλο του δασκάλου, ότι σου δίνει έμπνευση και έναν χώρο ελευθερίας και εμπιστοσύνης. Δεν είναι εκεί για να τον μιμηθούμε ή να μας συμβουλεύσει, μας δίνει το εφόδιο για να προχωρήσουμε».
Η σκηνοθεσία είναι μια διαρκής πρόκληση, πλουτίζει το αφήγημα μιας διαδρομής στο θέατρο και η συν-σκηνοθεσία έρχεται, όπως μου λέει, να προσθέσει σε αυτήν και να την εμπλουτίσει. «Θέλω τη συνεργασία, και όταν θέλεις να δουλέψεις με τον άλλο δεν είναι δύσκολο το παιχνίδι της συν-σκηνοθεσίας. Αυτό είναι ένα μοντέλο που δεν συναντάμε συχνά, αλλά από την αρχή, και με την Τζωρτζίνα Λιώση και με τον Πάνο Παπαδόπουλο, που κάναμε το “Γελώντας άγρια”, η πρόθεσή μας ήταν να δουλέψουμε μαζί. Πρώτα υπήρχε αυτό και μετά ήρθαν τα κείμενα».
Η περιπέτεια της σκηνοθεσίας, όπως μου αποκαλύπτει, ξεκίνησε πολλά χρόνια νωρίτερα, από την εφηβεία της, όταν, ως δραστήριο νεαρό μέλος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου για Παιδιά και Νέους της Ολυμπίας περίμενε όλο τον χρόνο να δει τις ταινίες, να γράψει κριτικές στην διάσημη τοπική εφημερίδα, το «Ζιζάνιο», και να κάνει εργαστήρια σκηνοθεσίας για το σινεμά.
Όταν τελείωσε το λύκειο έκανε ένα ταξίδι σε όλο τον κόσμο, παίρνοντας μέρος σε εργαστήρια για τον κινηματογράφο στην Κορέα, στην Ουγγαρία, στη Σερβία, στην Κύπρο και στο Βερολίνο. Όταν επέστρεψε, σκέφτηκε ότι «ωραία είναι να βρίσκεσαι πίσω από την κάμερα, αλλά ποιον κοροϊδεύεις; Κι έτσι πήγα στη δραματική σχολή και πήραν όλα τον δρόμο τους.
Αυτή είναι μάλλον μια φλόγα που δεν σβήνει, ακόμα και σήμερα, όταν πηγαίνω να δω θέατρο, λέω “τι ωραία περνάω εδώ πέρα”, φαίνεται ότι έχουν πάθος οι άνθρωποι και όρεξη, δεν έχουν ένα θεατράκι και λένε “να το λειτουργήσουμε”».
Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το επάγγελμα και μου λέει ότι αυτήν τη στιγμή μοιάζει σαν να αποχαιρετάμε έναν παλιό κόσμο. «Mέχρι τώρα περιμέναμε να συμβεί κάτι, τώρα πιστεύω στη ρήξη», λέει.
«Νομίζω ότι έχουμε αρχίζει να παίρνουμε πολύ σοβαρά τον εαυτό μας. Έπρεπε να έρθει ο Covid για να καταλάβουμε με πολύ σκληρό τρόπο ότι δεν τοποθετούμαστε κάπου ούτε οικονομικά ούτε και πρακτικά ως επάγγελμα. Μετά ήρθε το ΜeΤoo, η σχετική συζήτηση και μια εξέγερση: ποιοι είναι αυτοί που παίρνουν τις κραταιές θέσεις σε αυτήν τη χώρα; Θα πει κάποιος ότι έχει κάνει λάθος για να συνεχίσουμε ή έτσι θα την περάσουμε πάλι;
Εκεί θορυβηθήκαμε, εκεί φάνηκε ότι μας πειράζει και αρχίσαμε να φωνάζουμε, όπως και με τα Τέμπη ‒ και τότε οι άνθρωποι έκαναν απεργίες και κανείς δεν τους έβλεπε. Αυτή την ορατότητα διεκδικούμε. Ό,τι μας έχουν δώσει οι προηγούμενοι είναι χρέος μας να το τιμήσουμε, αλλά να δούμε κι εμείς τι θα φέρουμε.
Χωρίς να μηδενίζω όσα έχουν γίνει μέχρι τώρα, φαίνεται ότι κάτι αλλάζει. Είναι σαν την οικογένεια: μας έδωσαν κάτι, κάπου έγινε λάθος, τώρα οι πολίτες, τα παιδιά του κράτους, μιλάνε, εκφράζονται και πρέπει να εισακουστούν, όχι να τιμωρούνται».
Πηγή: lifo.gr