Νάνσυ Αναγνωστοπούλου: “Εκμάθηση ξένης γλώσσας και αυτοπεποίθηση.Το παράδειγμα της Ιταλικής γλώσσας”
Ο καθένας από εμάς όταν ακούει τον όρο «ξένες γλώσσες» έχει στο νου του κάτι διαφορετικό, ωστόσο όλες οι απόψεις συγκλίνουν στους τρεις βασικούς πυλώνες της επικοινωνίας, των διευρυμένων επαγγελματικών ευκαιριών και των σπουδών υψηλού επιπέδου σε Ευρωπαϊκά και όχι μόνο Πανεπιστήμια.
Είναι γεγονός πως η εκμάθηση μιας ή περισσότερων ξένων γλωσσών, προσφέρει στα άτομα όλων των ηλικιών πολλαπλά οφέλη. Σε πρακτικό επίπεδο, μαθαίνω μια ξένη γλώσσα σημαίνει πως αποκτώ το πλεονέκτημα να επικοινωνώ τις απόψεις, τις ιδέες και τους προβληματισμούς μου, ενδεχομένως, σε μια γλώσσα ενός άλλου πολιτισμού που πλέον μέσω της αναγνώρισης των ακουσμάτων και των ήχων του τον κάνω «δικό μου».
Η ξένη λογοτεχνία, η ιστορία, η μουσική ακόμα και η επικαιρότητα μέσω των εφημερίδων και των διαδικτυακών σελίδων γίνονται πλέον καθημερινή ενασχόληση, μια ενασχόληση που χωρίς την ξένη γλώσσα δε θα ήταν παρά μόνο κομμάτι μιας φανταστικής καθημερινότητας. Η διεύρυνση αυτή των επιλογών δίνει στο άτομο που μαθαίνει μια καινούργια γλώσσα την επιπλέον επιλογή να την αξιοποιήσει στο έπακρο, οδηγώντας το σε σπουδές σε μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού έχοντας σε μεγάλο ποσοστό κατά νου και την παραμονή του εκεί μετά το πέρας των σπουδών με σκοπό να κυνηγήσει περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες. Είναι άλλωστε γνωστό πως ζούμε σε μια κοινωνία που συνεχώς αλλάζει και μαζί με αυτή αλλάζουν και αυξάνονται και οι απαιτήσεις στον εργασιακό χώρο, έναν χώρο που δίνει ανοιχτό προβάδισμα στους υποψήφιους επαγγελματίες που γνωρίζουν παραπάνω από δύο γλώσσες πλην της μητρικής τους.
Σημαντική είναι ωστόσο και η συμβολή της εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας και στον ψυχισμό του ατόμου. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχει παρατηρηθεί αισθητή αλλαγή στη συμπεριφορά ατόμων-μαθητών, ανεξαρτήτως ηλικιακής, επαγγελματικής και κοινωνικής κλίμακας, μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση μιας σειράς μαθημάτων σε μια γλώσσα που μήνες πριν ήταν για αυτούς επιεικώς «ακαταλαβίστικη» όπως θα έλεγαν και οι ίδιοι. Η ικανότητα επικοινωνίας σε μια γλώσσα της οποίας η βάση βρίσκεται έξω από τη μητρική του και έχει αποκτηθεί μετά από κόπο, χρόνο και πολλές φορές και χρήμα, ενισχύει την αυτοπεποίθηση του ατόμου που-προς τιμήν του- είχε την αποφασιστικότητα και τη θέληση να εμπλακεί σε μια καθημερινή ενασχόληση με κάτι τόσο καινούργιο. Αν μάλιστα μιλάμε και για άτομα που ξεκίνησαν τη δική τους «γλωσσική αυτοβελτίωση» χρόνια μετά την αποφοίτησή τους, τότε η επιτυχία φαντάζει διπλή.
Σημαντική είναι ωστόσο και η ίδια η γλώσσα την οποία επιλέγει κανείς να μάθει καθώς αυτή η ίδια είναι που δίνει το κίνητρο στο μαθητή να ασχοληθεί μαζί της. Και εδώ έρχεται το παράδειγμα της Ιταλικής Γλώσσας.
Όπως πολλές φορές έχει αναφερθεί σε πολλά άρθρα, η Ιταλική είναι μια γλώσσα που παραμένει ανά τα χρόνια ψηλά στον πίνακα επιλογών δεύτερης ξένης γλώσσας από μαθητές όλων των ηλικιών. Πρόκειται για μια γλώσσα απλή αλλά όχι απλοϊκή με μια φωνολογία ιδιαιτέρως ευχάριστη που θυμίζει θα λέγαμε μελωδία. Η γραμματική της, σε μια εναρμόνιση με στοιχεία της Ελληνικής, παρουσιάζεται στο μαθητή με τρόπο που μπορεί να καταλάβει, ενώ το λεξιλόγιό της κατακτάται σίγουρα γρηγορότερα από αυτό άλλων γλωσσών.
Ο ίδιος ο ρυθμός της Ιταλικής Γλώσσας, όταν γίνεται κτήμα από τον μαθητή-ομιλητή, είναι και αυτός που του χαρίζει τη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Τραγούδια και ταινίες παίζουν σταδιακά χωρίς υπότιτλους ενώ παράλληλα η ίδια η σκέψη αρχίζει να κατευθύνεται προς τον Ιταλικό τρόπο. Όλο το ταπεραμέντο άλλωστε του Ιταλικού λαού που τόσο αγαπάμε, αντικατοπτρίζεται απόλυτα στη γλώσσα αυτή «των ποιητών» και προσυπογράφεται από το κατά βάσει σκουρόχρομο και πρόσχαρο φιζίκ των «βιολογικών» ομιλητών της ανά τον κόσμο, δίνοντας ένα επιπλέον βήμα προς την γνωριμία μας μαζί της.