Μικροϊστορίες… της στιγμής: Η βλασφημία του αγιογράφου
Γράφει η Αστάθεια
Η οικογένεια Λεάνδρου, που μετοίκησε στην περιοχή πριν πέντε αιώνες, συνέχιζε την παράδοση της αγιογραφίας -έχοντας διαμορφώσει ιδιαίτερη «σχολή». Ο θρύλος έλεγε ότι ο ιδρυτής της οικογένειας Λέανδρος Λεάνδρου είχε μαθητεύσει με τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο. Σαν έμφυτη να πήγαζε η δεξιότητα σε κάθε παιδί που γεννιόταν, διδασκόταν από τους γηραιότερους και συνέχιζε να εικονογραφεί όχι μόνον τους ναούς του τόπου αλλά και άλλων περιοχών όπως και φορητές εικόνες.
Ο Βικέντιος μεγάλωσε στο οικογενειακό εργαστήριο και ωρίμαζε στην τέχνη του. Πέρα από την σχεδόν καλογερική καθημερινότητα του στο εργαστήριο αποφάσισε να έχει και κοσμική ζωή γιατί θεωρούσε ότι οποιαδήποτε έκφραση τέχνης απαιτεί και ελεύθερο πνεύμα σε ανοιχτούς ορίζοντες.
Σε κάποια από τις εξόδους του άκουσε να διαλαλούν ότι στο καφενείο του χωριού θα είχε προβολή ταινίας και έτσι ξεκίνησε η γνωριμία του με την έβδομη τέχνη. Αδημονούσε για την επόμενη άφιξη του διαβατικού, κυρίου Θεοδόση Λεάνδρου, που διαπίστωσαν ότι έχουν κοινές ρίζες από το μεγάλο νησί. Η εξοικείωση με την εικαστική οπτική του σινεμά εξέλιξε την τέχνη του και οι αγιογραφίες του πλέον ξεπερνούσαν τα τυποποιημένα στεγανά.
Με τον Θεοδόση απέκτησαν στενή φιλία και έτσι εκτός από την καθιερωμένη προβολή, του είχε και έκπληξη- ταινίες που έρχονταν από το εξωτερικό και έτσι παρακολουθούσε και την εξέλιξη του κινηματογράφου. Εκείνο το βράδυ, ένας μικρός κύκλος θεατών – σαν «μυστική λέσχη»- απόλαυσαν την «Βιριδιάνα», του Μπουνουέλ. Όμως στα μικρά χωριά, οι τοίχοι έχουν μάτια και αυτιά… Κάποιος «ρουφιάνεψε» στον παπά του χωριού, ο οποίος το μετέφερε στον Μητροπολίτη ότι ο αγιογράφος Βικέντιος, που του είχε ανατεθεί η αγιογράφηση του «Μυστικού Δείπνου» για την τραπεζαρία της Επισκοπής, είχε παρακολουθήσει μια βλάσφημη σκηνή που σατίριζε τον μυστικό δείπνο…
Ο Μητροπολίτης κάλεσε τον Βικέντιο σε απολογία, του αφαίρεσε την ανάθεση του έργου και του απαγόρεψε να εικονογραφήσει ξανά τον «Μυστικό Δείπνο». Κανονικά θα έπρεπε να τον αφορίσει αλλά θα τον εξόριζε απλά από τα όρια της Μητρόπολης.
Ο Βικέντιος, πήρε το κασελάκι με τα πινέλα και τα χρώματα, μπήκε σε μια βάρκα και ταξίδεψε μέχρι το καστρομονάστηρο στο νησί να απομονωθεί λίγο και να αναλογιστεί μέχρι ποιο σημείο υπάρχει η έκφραση της τέχνης και τα όρια της αμαρτίας. Έμεινε εκεί τουλάχιστον για ένα χρόνο και μετά αποφάσισε να περιπλανηθεί στην Πρωτεύουσα. Είχε ήδη διακόψει οποιαδήποτε σχέση με την οικογένεια του, οπότε θα έπρεπε να βρει τρόπο να επιβιώσει. Έτσι ξεκίνησε να ζωγραφίζει βυζαντινή κοσμική τέχνη- όχι όμως αγιογραφίες. Ζούσε πολύ λιτά και αν έβρισκε στέγη κοιμόταν αλλιώς περιφερόταν στις πλατείες. Έμαθε για μια κινηματογραφική λέσχη, που αμέσως έγινε μέλος και παρακολουθούσε ανελλιπώς τις προβολές. Ο αιθουσάρχης, όταν έμαθε την ιστορία του, του πρότεινε να ζωγραφίζει προωθητικές αφίσες για τις ταινίες. Όμως δεν τα κατάφερνε να απεικονίσει την λάμψη των εμπορικών παραγωγών.
Ένα από τα μέλη της λέσχης ήταν ένας εμπνευσμένος Αρχιτέκτονας- γνώστης της τεχνοτροπίας της οικογένειας Λεάνδρου και του ζήτησε να εικονογραφήσει ένα ναΐδριο, που είχε σχεδιάζει και μόλις χτιζόταν. Ο Βικέντιος του εξήγησε το ιστορικό του και είπε να ζητηθεί άδεια από την αντίστοιχη Μητρόπολη, να μην εμπλακούν με την «εξορία» από τον τόπο του. Ο εμπνευσμένος Μητροπολίτης έδωσε συγχώρεση στον Βικέντιο και την άδεια να αγιογραφεί. Κι αν επιθυμούσε να ξεκινούσε και μαθήματα αγιογραφίας στα παιδιά του χωριού. Και συναντιόντουσαν συχνά για πνευματικές αναζητήσεις.
Ο Βικέντιος μετακόμισε στο νέο χωριό και δούλευε προσηλωμένος μέχρι τη στιγμή που άκουσε μια γνωστή φωνή να διαλαλεί βραδινή νυχτερινή προβολή στο καφενείο του Σταθμού. Ο Θεοδόσης με το φορτηγάκι του είχε μόλις επισκεφτεί το χωριό.
Οι φίλοι είχαν χαθεί με τα χρόνια, αλλά τους έδενε ο κινηματογράφος. Έτσι μετά την κανονική προβολή ο Θεοδόσης πρόσφερε στον Βικέντιο ένα δώρο…. Έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε να προβάλλεται το «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι…