Μικροϊστορίες… της στιγμής: Μικρό παραμύθι για το αλσύλλιο στο Κατάκολο
Γράφει η Αστάθεια
Ο αστερίας και το καβουράκι έπαιζαν στην ψιλή άμμο, εκεί που έσκαγε το κύμα. Ήταν η ώρα που θα ερχόταν το κορίτσι, που μάζευε κάθε μέρα κοχύλια από την ακροθαλασσιά- ειδικά αυτά που είχα και τρύπα, να μπορεί να τα περνάει στο σχοινάκι, ένα την ημέρα για μετράει το χρόνο.
Μια μέρα ο γλάρος που πέταγε στην ακτή της άφησε στα χέρια ένα σημείωμα που έλεγε ότι όταν συμπλήρωνε το κολιέ του χρόνου να έσκαβε λίγο στην άμμο, γιατί οι θαλάσσιες θεότητες θα την αντάμειβαν με ένα δώρο σε ένα μπουκάλι.
Το κορίτσι συνέχιζε τις βόλτες στην ακροθαλασσιά και συναντούσε τους φίλους της, παρότι ο τόπος άρχισε να αλλάζει αφού, για να φτάσει το τρένο στο λιμάνι οι σιδερένιες ράγες δίχασαν την αμμουδιά και στην αντίθετη μεριά από τη θάλασσα φυτεύτηκε ένα μικρό αλσύλλιο με δέντρα που θα μεγάλωναν πολύ γρήγορα.
Εκείνο το απόγευμα, το κορίτσι άργησε λίγο. Ένα πολύ μικρό χελωνάκι προσπαθούσε να περάσει τις ράγες και δεν μπορούσε. Το πήρε στην αγκαλιά της και κι εκείνο φοβισμένο κρύφτηκε. Φτάσανε στην ακτή και ο ήχος του κύματος το έκανε να βγει από το καβούκι κι έτσι γνώρισε τον αστερία και το καβουράκι.
Το καβουράκι θύμισε στο κορίτσι ότι πέρασε ένας χρόνος από το μήνυμα του γλάρου και έσκαψε λίγο την άμμο για να βρεί το μπουκάλι που είχε ένα κοχύλι με σκαλισμένο ένα σημείωμα που έλεγε ότι το δώρο της θάλασσας είναι ένα μαργαριτάρι για να ξεκινάει το ετήσιο κολιέ της. Με ένα κλαράκι έγραψε στην άμμο ένα μεγάλο ευχαριστώ να μεταφέρει το κύμα στους δωρητές της. Ο γλάρος χαρούμενος πέταγε ψηλά, που η αποστολή του είχε συντελεστεί.
Το χελωνάκι, βλέποντας τα χαραγμένα γράμματα, βρήκε μονοπάτι να βαδίσει και διάλεξε το όμορφο Ω να κάνει την αργή βόλτα του. Έτσι το γράμμα έγινε πιο παχύ σαν διπλή φωνή.
Έτσι κάθε δειλινό, το κορίτσι άρχισε να γράφει γράμματα στην παραλία, να βολτάρει το χελωνάκι… μέχρι που εκείνο έμαθε όλο το αλφάβητο και άρχισε να γράφει λέξεις… όπως Αγάπη- φιλία –ειρήνη. Το καβουράκι ζήλεψε, αλλά με την ανάποδη περπατησιά του έκανε μόνο καλικατζούρες.
Ο γλάρος ενθουσιάστηκε με τα περίεργα μαθήματα και ανέβηκε στο δάσος στο βουνό στο σχολείο των πουλιών και παρακάλεσε την σοφή κουκουβάγια δασκάλα να κατέβει στην ακτή, να θαυμάσει την μικρή μαθήτρια.
Εν τω μεταξύ, το καινούργιο δάσος που φύτεψαν οι άνθρωποι, με δέντρα άγνωστα στα ζωάκια της περιοχής μεγάλωνε πολύ γρήγορα και δημιούργησε κάποιες ανισορροπίες. Το χέλι βγήκε παραπονεμένο από το πηγάδι να τους πει ότι οι ρίζες των δέντρων είχαν πιεί όλα τα υπόγεια νερά και δεν θα είχαν που να ζήσουν και μετά την ωοτοκία τα μικρά δεν θα επέστρεφαν πια εκεί, για να επιβιώσουν. Τα κουνουπάκια δεν άντεξαν την μυρωδιά των φύλλων και μετακόμισαν στη διπλανή λίμνη. Τα σαμιαμίδια και οι σαύρες- αφού δεν έβρισκαν πια έντομα να τραφούν μετακόμισαν σε κήπους, στις παράγκες που άρχισαν να φτιάχνουν οι άνθρωποι.
Έγινε ένα μεγάλο συμβούλιο και η σοφή κουκουβάγια είπε ότι θα μετακομίσει το σχολείο των πουλιών στο νέο δασύλλιο, να δημιουργήσουν μια καινούργια αποικία ζώων. Όλοι συμφώνησαν και η χελώνα, που από τη φύση της μεγαλώνει με αργούς ρυθμούς, θα κρατούσε τα αρχεία της ιστορίας, που θα έγραφε στους φλοιούς των δέντρων, που έπεφταν σαν φύλλα χαρτί και θα τα κρατούσε στη φωλιά της.
Επίσης την ημέρα που το κορίτσι- από την γενιά του πρώτου κοριτσιού, θα έπαιρνε το μαργαριτάρι της από την παραλία για το ετήσιο κολιέ της θα έκαναν μια μεγάλη γιορτή…. Να θυμούνται όλοι τις αλλαγές και τις χαρές που τους έφερε το καινούργιο αλσύλλιο.