Μικροϊστορίες… της στιγμής: Μέχρι το μέτρο του χρόνου
Γράφει η Αστάθεια
Ο διαβάτης/ περιπατητής δεν έχει ανάγκη να χαρακτηριστεί από το φύλο ούτε να προσδιοριστεί ηλιακά. Η μόνη του αναζήτηση ήταν το μέτρο του χρόνου… τα γρανάζια του ρολογιού, που καθορίζει τις στιγμές και τις ώρες.
Παίρνει μόνον μια άδεια τροχήλατη βαλίτζα – ούτε καν σημειωματάριο και μολύβι να καταγράψει την πορεία του. Θέλει να αδειάσει τα πίσω του και ότι είναι σημαντικό θα το επιλέξει στην πορεία του, να γεμίζει τις αποσκευές.
Επέλεξε την εγκαταλειμμένη γραμμή του τρένου… να διώχνει σταδιακά τα φαντάσματα του εντός και να ξερνάει τα άδικα του παρελθόντος.
Αφετηρία ένα τυχαίο σημείο του δικτύου, χορταριασμένο από την αχρηστία και σκουριασμένες ράγες. Δεν τον πτοεί, καθορίζει κάπως την πορεία. Ξεκινάει να βαδίζει, αδειάζοντας σταδιακά το μυαλό και να βλέπει μόνο μπροστά.
Η πρώτη του συνάντηση ήταν με μια μικρή χελώνα, που προσπαθούσε να σκαρφαλώσει τη ράγα και την βοήθησε. Εκείνη- αντί να κρυφτεί στο καβούκι της, τον κοίταξε με όση τρυφερότητα μπορούσε να εκφραστεί στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο της. Την ονομάτισε «Μόμο» και την έβαλε στην τσέπη του. Το σκοτάδι τους βρήκε και σε μια μισοκατεστραμμένη γεφυρούλα. Αποφασίζει να την περάσουν το πρωί και ξάπλωσε με τη Μόμο αγκαλιά στο χορτάρι στην όχθη του ρυακιού. Έκοψε λίγα βατόμουρα για βραδινό και κοιμήθηκε γαλήνια. Στο λυκαυγές ένα κοτσύφι κάθισε στον ώμο του και ξεκίνησε το τραγούδι. Ήπιε λίγο νερό από το ρυάκι και άφησε τη Μόμο να απολαύσει φυλλαράκια. Πέρασε απέναντι το ρυάκι και πήρε πάλι τη διαδρομή στις ράγες. Το κοτσύφι δεν έφευγε από τον ώμο του και έτσι με την ωδική συνοδεία προχωρούσε και παρατηρούσε τα παρατημένα αγροτόσπιτα, τις καλαμιές και τα βούρλα. Προς το μεσημέρι έφτασε σε μια πόλη, που οι γραμμές την χώριζαν στη μέση. Κάτι παιδάκια έκαναν ποδήλατο και έπαιζαν ανάμεσα στα εγκαταλειμμένα βαγόνια. Στο υπό κατάρρευση σταθμαρχείο, στα υπολείμματα ενός πάγκου μια γερόντισσα έπλεκε και του είπε ότι μέχρι να έρθει το επόμενο τρένο αυτή θα περιμένει εκεί. Ευτυχώς τα παιδιά της φέρνουν νήματα και συναγωνίζεται τις αράχνες που πλέκουν κουρτίνες στα σπασμένα παραθυρόφυλλα. Του πρόσφερε λίγο από το κολατσιό της και παραπονέθηκε για το χαλασμένο ρολόι και μετράει τις μέρες με την καμπάνα της εκκλησίας.
Τότε της μίλησε για την αναζήτηση του… το μέτρο του χρόνου, γιατί ένιωθε ότι γρανάζια δεν δούλευαν σωστά και όλα είχαν τροποποιηθεί. Η γερόντισσα του είπε ότι υπήρχε από πολύ παλιά μια οικογένεια μαστόρων που φρόντιζε να λαδώνει και να συντηρεί το ρολόι του κόσμου. Όμως όταν σταμάτησε το τρένο, δεν είχαν τρόπο μετακίνησης και η αλλοίωση του σύμπαντος βόλευε τους αρχόντους να πλουτίζουν. Του πρόσφερε μια κουβέρτα που είχε πλεγμένη μια ιστορία, που της είχαν πει ότι κάποιος πρέπει να ακολουθήσει τις ράγες μέχρι τη μεγάλη γέφυρα- περίπου 3 μέρες περπάτημα. Εκεί είναι η αρχαία δρυς, που αν σκαρφαλώσει τα κλαδιά της, στην κορφή ξεκινάει μια σκάλα που οδηγεί στο εργαστήριο των ρολογάδων. «Και είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις, γιατί το κοτσύφι σου θα συνομιλήσει με τα πουλιά του δέντρου να σε οδηγήσουν στην σκάλα και η χελώνα σου θα ανοίξει το εργαστήριο των ρολογάδων.» του είπε κι έγειρε να κοιμηθεί.
Ο διαβάτης αφού ένιωσε ότι η είχε βρει τον σκοπό του, έβαλε την κουβέρτα με τις οδηγίες στη βαλίτζα και αγκάλιασε τη Μόμο και το κοτσύφι. Πλέον δεν έβλεπε λόγγους και ξερόχορτα αλλά ανθισμένα λιβάδια και ευτυχισμένα πρόσωπα. Ένιωσε πλήρης όταν έφτασε στην βελανιδιά, που με το θρόισμα των φύλλων στο πρωινό αεράκι τον καλωσόρισε και του ευχήθηκε καλή επιτυχία…
*Χαλαρά εμπνευσμένο από το βιβλίο «Μόμο» του Μίχαελ Έντε.