Μικροϊστορίες… της στιγμής: Η Επίσκεψη
Γράφει η Αστάθεια
Όταν ο σεβάσμιος ιερέας Αβέρκιος τελείωσε το λειτουργικό του αγιασμού της νεόδμητης οικίας του Μάξιμου και της Ισιδώρας ένα μεγάλο γλέντι στήθηκε για να γιορτάσουν την πρώτη μεγάλη μάζωξη. Τότε ο Μάξιμος εκμυστηρεύτηκε στον αγαπημένο του φίλο Κλείτο ότι θα αγοράσει μια βάρκα να το επισκέπτεται συχνά, αφού τα σπίτια τους απείχαν λίγα χιλιόμετρα ακρογιαλιάς.
Μέχρι να αγοραστεί η βάρκα, ο καιρός περνούσε κι ο Μάξιμος πρότεινε να κάνουν την εκδρομή με το πόδια. Τα παιδιά χάρηκαν πολύ γιατί, πολλές φορές, είχαν αποδράσει με τους φίλους και είχαν ανακαλύψει τα ευκολοδιάβατα σημεία στα βράχια, να περούν τα μικρά λιμανάκια και είχαν δώσει τις δικές τους ονομασίες σε κάθε εναλλαγή της ακτογραμμής.
Η γιαγιά Ιουλία, έκοψε μια κουρελού και έκανε ατομικά σακίδια να φορέσουν τα παιδιά στους ώμους τους – γιατί θα ερχόντουσαν και τα ξαδέρφια- όπου έβαλε εφεδρικές σαγιονάρες, καθαρά μπλουζάκια, μια πετσετούλα, παγουράκι με νερό και σάντουιτς με την φρέσκια μαρμελάδα βερίκοκο. Φόρεσαν όλοι τα μαγιώ τους, τις ελβιέλες τους για τα βράχια και ψάθινα καπέλα και λίγο μετά την ανατολή του ήλιου ξεκίνησαν.
Στον πρώτο βράχο που ανέβηκαν, καλημέρισαν τον γείτονα, που από τα χαράματα μελετούσε από τη μαρξιστική βιβλιοθήκη. Η διαδρομή στα βράχια ήταν διασκεδαστική, για έκαναν περίεργους σχηματισμούς, που τα παιδιά έλεγαν ο κροκόδειλος, η πισίνα, η αρχαία πολιτεία… μέχρι που έφτασαν στο πρώτο λιμανάκι, στους πρόποδες του λόφου που στεκόταν το μικρό εκκλησάκι. Ανέβηκαν για απολαύσουν τη μαγευτική θέα και να ταξιδέψουν στον χρόνο ανοίγοντας την παλιά σανιδένια πόρτα και να δουν το αρχαίο μανουάλι και τα 4 σκαλιστά στασίδια. Από κει είχαν δύο επιλογές ή να κατέβουν το βατό μονοπάτι με την πηγούλα ή να περάσουν το στενό μονοπάτι που περιτριγύριζε τον βράχο. Οι γονείς ακολούθησαν την εύκολη διαδρομή αλλά τα παιδιά με την ζωηράδα της ηλικίας επέλεξαν να διαβούν το βράχο που τους έβγαζε στη μεγάλη αμμουδιά. Βρήκαν έναν ίσκιο στα καλάμια- άπλωσαν την πραμάτεια τους και ξεκίνησαν το κολύμπι, χαιρετώντας τους γονείς που κατέβαιναν αγκαλιασμένοι από το λοφίσκο.
Έφτασε η ώρα να συνεχίσουν. Περπάτησαν ξυπόλητοι εκεί που σκάει το κύμα μέχρι να φτάσουν στην επόμενη βρυσούλα που δημιουργούσε λάσπη στο αργιλώδες χώμα. Ώρα για ένα αναζωογονητικό λασπόλουτρο είπαν τα παιδιά που έπαιρναν στάσεις αγαλμάτων και γελούσαν. Αφού ξεπλύθηκαν πέρασαν στην γειτονική αμμουδιά, όπου ήξεραν ότι κάποιοι εναλλακτικοί τύποι είχαν κάνει στέγαστρα από καλάμια, και τα παιδιά ήδη τους γνώριζαν- έτσι κάθισαν μαζί τους κουβεντιάζοντας. Ήξεραν ότι το πέρασμα του επόμενου βράχου θα ήταν δύσκολο για τους μεγάλους και έτσι αποφάσισαν να το περάσουν κολυμπώντας ενώ τα θαρραλέα αγόρια θα περνούσαν από πάνω, για να μεταφέρουν τα σακίδια.. Έτσι κι έγινε και αντάμωσαν στην βρυσούλα στην σπηλιά. Έφτασαν μέχρι το λιμανάκι με τους λιγοστούς ψαράδες όπου κάποιος τους φώναξε γιατί αναγνώρισε τον Μάξιμο και τους είπε ότι είχε ωραιότατη ψαριά. «Φέρτα αργότερα στου Κλείτου» του απαντά- «πάμε επίσκεψη- έκπληξη, να ψήσουμε το μεσημέρι».
Πέρασαν μετά από το δασάκι με τα πουρνάρια και στο αρμυρίκι ήταν απλωμένο το ράσο του παπά, που κολυμπώντας έστελνε την ευλογία του. Η τελευταία δυσκολία ήταν να περάσουν το ποτάμι στην εκβολή του, για το ρεύμα που σχημάτιζε. Κρατήθηκαν όλοι μαζί και με καλάμια στα χέρια πέρασαν άνετα. Τώρα ήταν εύκολα… Θα περνούσαν τους αμμόλοφους και σε λίγο θα έφταναν…
Όταν ανέβηκαν την σκαλίτσα στο σπίτι του Κλείτου, όλοι ξαφνιάστηκαν. «Είδες κουμπάρε και φίλε μου, δεν πήρα ακόμα την βάρκα αλλά ήρθα να σε επισκεφτώ από την ακρογιαλιά» είπε ο Μάξιμος και η συγκίνηση τους ήταν μεγάλη για την τόσο δυνατή φιλία τους.
Σε λίγο ο Σεραφείμ έφερε τα ψάρια και στήθηκε μεγάλο γλέντι με πολύ κρασί και ψητούρα.
Η επιστροφή- όπως το είχε σχεδιάσει ο Μάξιμος, έγινε με φορτωμένο όλο το ασκέρι στην καρότσα του αγροτικού του Κλείτου, όπου έφτασαν κατά το ηλιοβασίλεμα και ξεκίνησε καινούργιο γλέντι με αχινοσαλάτες και πεταλίδες και καβούρια που είχε μαζέψει η γιαγιά Ιουλία κατά την απουσία τους…
Στο φεγγαρόφωτο τα παιδιά έλεγαν ότι τελικά είναι ωραίο να πηγαίνεις ξαφνική επίσκεψη σε αγαπημένους…. Και να ζεις και την περιπέτεια πρόσθεσε η Ιουλίτα…