Μεγάλη πανελλαδική έρευνα: Οι απόψεις εργαζομένων-μαθητών για τηλεργασία-τηλεκπαίδευση
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”112345″ img_size=”full”][vc_column_text]Τον Μάρτιο του 2020 μαζί με το lockdown μας «συστήθηκαν» παράλληλα η τηλεργασία και η τηλεκπαίδευση ξαφνικά, απότομα και υποχρεωτικά λόγω της πανδημίας, χωρίς να υπάρχει περίοδος προσαρμογής για τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις, τους μαθητές και τους γονείς.
Η κατάσταση ήταν ακόμα πιο περίπλοκη για τους εργαζόμενους γονείς που χρειάστηκε να προσαρμόσουν εκ νέου επαγγελματική και οικογενειακή ζωή σε πρωτόγνωρες συνθήκες. Η πανδημία διαμόρφωσε ένα ριζικά διαφορετικό τοπίο και ανάγκασε τον εργασιακό κόσμο να αναδιοργανωθεί και να προσαρμοστεί. Η τηλεργασία στην Ελλάδα ξεκίνησε με τους περισσότερους εργαζόμενους να μην έχουν καμία προηγούμενη εμπειρία, την ώρα που περίπου το μισό εργατικό δυναμικό και κυρίως οι γυναίκες χρειάστηκε να τηλεργαστούν, όπως δείχνουν τα στοιχεία της έρευνας του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αττικής.
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έρευνα του Πανεπιστημίου συλλέχθηκαν από όλη τη χώρα, από όλες τις διοικητικές περιφέρειες, από μικρά χωριά έως μεγάλες πόλεις, από όλες τις ηλικίες 12 έως 98 ετών, όλες τις εθνικότητες, όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα και τις επαγγελματικές κατηγορίες, και όλα τα θρησκευτικά δόγματα.
Σύμφωνα με την έρευνα μόνο ένας στους έξι (17%) Έλληνες είχε εμπειρία τηλεργασίας πριν την πανδημία. Οι άνδρες είχαν λίγο μεγαλύτερη εμπειρία τηλεργασίας από τις γυναίκες. Παράλληλα, εργαζόμενοι υψηλού μορφωτικού επιπέδου είχαν σημαντικά μεγαλύτερη εμπειρία από εργαζομένους χαμηλότερου επιπέδου, ενώ άτομα με αναπηρίες είχαν πολύ μεγαλύτερη εμπειρία από τα άτομα με άλλα προβλήματα υγείας και ακόμα μεγαλύτερη από άτομα χωρίς προβλήματα.
Συγκεκριμένα, το 17,1% των τηλεργαζομένων δήλωσε ότι είχε κάποια εξοικείωση με αυτήν την μορφή εργασίας, το 19,7% είχε μια μικρή εμπειρία και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας, 63,2%, δεν είχε καμιά επαφή με τηλεργασία.
Ως προς τον αριθμό των ατόμων που τηλεργάστηκαν, το ποσοστό προσεγγίζει το ήμισυ του εργατικού δυναμικού.
Ειδικότερα, το 45,8% των πολιτών «αναγκάστηκε» να εργαστεί αρκετές φορές εξ αποστάσεως, το 22,2% μερικές φορές και το 32% δεν χρειάστηκε ή δεν μπόρεσε να τηλεργαστεί, δηλαδή σχεδόν το 70% των εργαζομένων εργάστηκε εξ αποστάσεως.
Οι απόψεις όσων τηλεργάστηκαν για τη νέα αυτή μορφή εργασίας είναι μάλλον μοιρασμένες ως προς τον βαθμό δυσκολίας της αν και οι περισσότεροι φαίνεται να προτιμούν την παραδοσιακή μορφή.
«Από αυτούς που τηλεργάστηκαν μόνον το 12,4% επιθυμεί να συνεχίσει να τηλεργάζεται σε πλήρες ωράριο και το 47,4% δήλωσε ότι δεν το επιθυμεί. Τέσσερις στους δέκα (40,2%) δήλωσαν ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν να τηλεργάζονται ανάλογα με τις συνθήκες και τους όρους εργασίας. Είναι φανερό πως οι εργαζόμενοι νοιώθουν αβέβαιοι και ανασφαλείς για τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν στη νέα μορφή εργασίας, κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους εργοδότες. Σιγά-σιγά θα αποκατασταθεί εμπιστοσύνη μεταξύ των εργαζομένων και εργοδοτών και η τηλεργασία θα αυξήσει τη συμμετοχή της στο εργασιακό γίγνεσθαι της χώρας όπως συμβαίνει και σε πολλά άλλα κράτη», υποστηρίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Μιχάλης Γλαμπεδάκης που είχε και την επιμέλεια της έρευνας.
Αν και οι εργαζόμενοι, αλλά και οι εργοδότες είναι ακόμα αβέβαιοι και αισθάνονται ανασφαλείς απέναντι στην εξ’ αποστάσεως εργασία, φαίνεται ξεκάθαρα πλέον σε διεθνείς μελέτες ότι η πανδημία έδειξε ένα νέο δρόμο και σε αυτόν τον τομέα και ότι το εργασιακό τοπίο έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί.
Η τηλεκπαίδευση ως λύση ανάγκης
Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά σε σχέση με την εξ‘ αποστάσεως εκπαίδευση που εφαρμόστηκε κυρίως ως λύση ανάγκης, αφού σύμφωνα με μελέτες, ειδικούς αλλά και την ίδια την εκπαιδευτική κοινότητα παγκοσμίως, είναι πολύ δύσκολο να υποκαταστήσει ικανοποιητικά την φυσική σχέση μαθητή-εκπαιδευτικού, αλλά και την αλληλεπίδραση των μαθητών μέσα στο σχολικό περιβάλλον, η οποία παρουσιάζει μεγάλο αριθμό πλεονεκτημάτων για τους μαθητές και την ίδια την διαδικασία της μάθησης.
Στα νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια τα νήπια και οι μαθητές έρχονται σε επαφή με την προσωπικότητα του εκπαιδευτικού την οποία εν πολλοίς αντιγράφουν. Στα σχολεία αυτά διαπλάθονται οι προσωπικότητες και οι συνειδήσεις των παιδιών. Αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσω υπολογιστών. Στα πανεπιστήμια μεταδίδονται επιστημονικά ερεθίσματα και κεντρίζονται οι επιστημονικές ευαισθησίες και ανησυχίες των φοιτητών.
Φυσικά, κάποιες δραστηριότητες γινόταν και πριν μέσω υπολογιστών, πχ υποβολή εργασιών από φοιτητές σε καθηγητές και επιστροφές των σχολίων στους φοιτητές από τους καθηγητές και θα εξακολουθήσουν να γίνονται. Επίσης θετικό στοιχείο είναι η ασύγχρονη παρακολούθηση ειδικά για εργαζόμενους φοιτητές μπορούν να εγγράψουν το μάθημα και να το παρακολουθήσουν αργότερα, όμως αυτό τους στερεί τη δυνατότητα της “ερώτησης”. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δια ζώσης, όμως, “το μη χείρον βέλτιστον” στη δύσκολη κατάσταση που δημιούργησε η πανδημία.
Πηγή: topontiki.gr[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]