Με ανθρωπιστική υπόσταση κι αγωνία
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”93396″ img_size=”full”][vc_column_text]
Γράφει η Μαρία Σκουρολιάκου //
«Εριφύλη» της Ελένης Μπερτσάτου
Ένα μεγάλο βλέμμα για κείνες τις ζωές που κουρνιάζουν στο περιθώριο των διαδρομών μας.
Εριφύλη, ετυμολογικά σημαίνει την έξοχη, την ξεχωριστή τού φύλου της. Η Εριφύλη είναι βασικό πρόσωπο, και μοιραίο με την βαθιά έννοια του όρου καθώς η μορφή της ηρωίδας είναι στην αθέατη πλευρά των πραγμάτων. Είναι η κινητήριος δύναμη ισχυρών συναισθημάτων που διατρέχουν το μυθιστόρημα. Κυκλοφορεί στις ζωές, σημαδεύει καταλυτικά τον κεντρικό ήρωα, προκαλώντας με τις αποφάσεις της, αναπάντητα ερωτήματα, ενοχές, και για τη δική της ζωή μοιραίες επιλογές.
Διαβάζοντας την ιστορία, βλέπει κανείς, πώς μπορεί δίπλα μας να ξημερώνουν άνθρωποι, κουβαριασμένοι, σε μια εσοχή του δρόμου κι εκεί, πλάι τους, ένα ποτήρι με λουλούδια, ν’ αποτελεί το στήριγμά τους, και να σηκώνει το βάρος μιας ολόκληρης ψυχής, το τρυφερό φορτίο των αναμνήσεων, ένα χαμένο όνειρο, και ταυτόχρονα, έναν λόγο για να ζήσουν…
Όσον αφορά τη δομή, είναι πολυπρόσωπο μυθιστόρημα με πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες όπου άλλοι πρωταγωνιστούν, γυμνώνοντας τον εαυτό τους στη δράση, και άλλοι δίνονται ως σκιώδεις φιγούρες, στο ημίφως των χαρακτηριστικών τους. Σε κάθε περίπτωση αποκαλυπτικά ή με ψήγματα και σπαράγματα, η συγγραφέας, αφήνει στον αναγνώστη, έντεχνα, τον στοχασμό, τους βαθύτερους προβληματισμούς για τη ζωή, για τη συνάφεια των ανθρώπων, για τον έρωτα και την αγάπη, που εντέλει, μαρτυρούν και τις δικές της αγωνίες αλλά και όλων, γύρω από αυτά.
Βαθιά θέτει το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων η Μπερτσάτου όπου χαίνουν πληγές και σταυροί. Ένας βιωματικός χορός και μια αναψηλάφηση συμβάντων, όπου ανακαλούνται μνήμες, ακόμα και ιστορικές, επιτηδευμένα θαμμένες, τις οποίες εντάσσει η συγγραφέας πολύ εύστοχα στην πλοκή, για το ηθικό δίδαγμα και για την αλήθεια τους, που κόβει σα γυαλί.
Εκεί, έρχονται οι δαίμονες της πανάρχαιας νομοτέλειας, όπως συμβαίνει σε κάθε εποχή. Η έκκληση για συγνώμη μάχεται με τη μνήμη του φρικτού βιασμού, που ζητά τιμωρία από θεό κι ανθρώπους, και, την ίδια στιγμή κραυγάζουν οι εσωτερικές φωνές, σαν σε τραγωδία του Αισχύλου.
Οι προσεγγίσεις της, διακρίνονται από οξυδέρκεια και συναισθηματισμό. Η γλώσσα της διαθέτει αίμα και ορμητικότητα, διευρύνοντας τα αφηγηματικά όρια, σε περιοχές ποικίλες και ενδιαφέρουσες, επιτρέποντας στη σκέψη να αντλήσει το ακριβό μετάλλευμα της ανάγνωσης.
Η αίσθηση της αμεσότητας, με τη χρήση του παροντικού χρόνου, δημιουργούν ένα σκηνικό που νομίζει ο αναγνώστης ότι, λίγο να απλώσει το χέρι, θα αγγίξει τους ήρωες.
Και κατορθώνει η συγγραφέας, να δώσει, μια πλήρη εικόνα, με νόημα, με εξέλιξη, με ξάφνιασμα, με τον ήρωα σκιαγραφημένο στις βασικές και απαραίτητες γραμμές του, με τα υπόλοιπα πρόσωπα, να συμπληρώνουν την εικόνα, το καθένα με το βάρος που του αναλογεί, για να μη σκιάσει το κεντρικό πρόσωπο.
Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Παύλος και οι άλλοι γύρω του, τον καθορίζουν, τον δυναστεύουν, τον απελευθερώνουν. Η Εριφύλη, η θεία Αφροδίτη, οι γονείς του, τα παιδιά του, η Μαγδαληνή, η σύζυγός του η Μαριάννα, ο Παρμενίων ο πατέρας της, η Ρόζα και ο Μιχάλης και κάποια ακόμη πρόσωπα που αναδεικνύουν με την επαφή τους μαζί του, το πραγματικό υλικό της προσωπικότητάς του.
Διαπιστώνοντας την ψευδαίσθηση της ευμάρειας που καταπίνει στη χοάνη της κάθε συναίσθημα, νιώθει το άδειο της ζωής του, τις διαψεύσεις, καθώς δεν είναι ευτυχισμένος, γιατί τίποτα δεν τον έδεσε με αυτόν τον κύκλο.
Ελένη Μπερτσάτου
Ο Παύλος κουβαλάει ένα βαρύ φορτίο καημού. Αναζητά τη γυναίκα που λάτρεψε, χαμένη για χρόνια. Ο σεισμός μιας αποκάλυψης, θα τον συγκλονίσει. Θα συγκλονίσει και τον αναγνώστη, που με κομμένη ανάσα περιμένει, σελίδα τη σελίδα τη συνέχειά της, καθώς η αλήθεια έρχεται στο φως σταδιακά.
«Για τον Παύλο ξημέρωσε ακόμη μια ημέρα γεμάτη ευθύνες, άλυτα προβλήματα, επαγγελματικά, οικογενειακά και πάνω από όλα προσωπικά. Πώς να τα διαχειριστεί όλα αυτά μαζί; Οι αντοχές του είχαν φτάσει στα όριά τους. Στάθηκε στο φανάρι περιμένοντας το πράσινο. Απέναντι, η πίσω πλευρά του κτιρίου του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Γύρισε τα μάτια του και περιεργάστηκε τον γύρω χώρο. Ξαφνικά μια σεισμική δόνηση τράνταξε το κορμί του. Μια σχισμή, όμοια ρωγμή πάνω σε βράχο, χώρισε το σήμερα.
Έτσι ξεκινάει η περιπέτεια της ανάγνωσης, με τη μνήμη να διεκδικεί επιτακτικά να της αποδοθούν τα κενά της. Να αποδειχτούν τα αίτια που τη χαράκωσαν. Ο Παύλος παύει να υπάρχει στο παρόν. Αρχίζει να ψάχνει απεγνωσμένα τον εαυτό του. Στο σπίτι του είναι ξένος και ζει από χρόνια στα όρια της τυπικής συνύπαρξης. Η ζωή του πια πηγαινοέρχεται καθημερινά, Ακαδημίας 50. Εκεί, στο σκαλοπάτι με τα κυκλάμινα στο πλαστικό ποτήρι. Αυτός ο τόπος, αυτή η εικόνα, θα δένει όλες τις ενότητες του βιβλίου, και θα συνδέει τις αφηγήσεις, που καταγράφονται στη συνέχεια.
Συνεπαίρνει η εξιστόρηση όχι μόνο με τη ρέουσα γλώσσα της, μα και με την τρυφερή ματιά της, την ανθρωπιστική της υπόσταση, αλλά και με την αγωνία, το σασπένς, το ενδιαφέρον για την εξέλιξη. Το βιβλίο, όταν το τελειώνουμε, μας αφήνει μια γεύση γλυκόπικρη, αλλά και αίσθηση καθαρμού.
Η Ελένη Μπερτσάτου αποκαλύπτει κόσμους ψυχικούς που οδηγούν σε αυτοχειρία διαρκείας ή στο θάνατο σηκώνοντας το ηθικό βάρος, για να αφήσουν να λάμψει το φως μιας αγάπης. Ουτοπικό σήμερα. Φωτεινή εξαίρεση σ’ ένα τοπίο, όπου το εγώ παρελαύνει και σαρώνει τα πάντα.
Ανοίγει τα κλεισμένα παράθυρα της ψυχής μας και μας παρασύρει στους ορίζοντες των ονείρων, των διαψεύσεων, των καταχωνιασμένων επιθυμιών. Γλυκαίνει πικρές ώρες και δίνει απαντήσεις για ανθρώπους και πράγματα που μας πλήγωσαν. Και το πιο σπουδαίο, ζητάμε συγνώμη από εμάς και τους άλλους και ισορροπούμε τη ζυγαριά μέσα μας.
Κυρίως μας δείχνει τι είναι αυτό, το πιο σημαντικό στη ζωή, πέρα από χρήματα, δόξα, επιφάνειες.
Η Εριφύλη είναι ένα καταλυτικό πέρασμα μέσα από τις καθημερινές παραστάσεις των ανθρώπων.
Παράλληλα, θα μας δώσει, ένα μεγάλο βλέμμα για κείνες τις ζωές που κουρνιάζουν στο περιθώριο των διαδρομών μας κι εκεί, στα πόδια μας, κουβαριασμένες σκεπάζουν ό, τι τους έφερε ως εδώ.
Μέσα στην αγριότητα των καιρών, ένα μπουκέτο κυκλάμινα, θα ανθίσει συναισθήματα, που είναι κρυμμένα στις εσοχές της ψυχής μας. Θα κλάψουμε. Κι αυτό το δάκρυ, ξεπλένει ιαματικά και απελευθερώνει.
“Αποσπάσματα από την παρουσίαση του βιβλίου στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]