Μαρ. Μπεβούδα: «Μεταρρυθμιστικός λαϊκισμός το νομοσχέδιο για τη Δικαιοσύνη»
Η αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ηλείας αναλύει στην «Πρωινή»
τα βασικά σημεία διαφωνίας με το νέο σχέδιο νόμου της κυβέρνησης
Του Παναγιώτη Φωτεινόπουλου
Σοβαρές αντιρρήσεις για τον νέο νόμο που προωθεί η κυβέρνηση για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής Δικαιοσύνης εκφράζει με δηλώσεις της στην «Πρωινή» η δικηγόρος και αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ηλείας, Μαρίνα Μπεβούδα, κάνοντας λόγο για διατάξεις που αποπνέουν μεταρρυθμιστικό λαϊκισμό και στοχεύουν περισσότερο στην ικανοποίηση της κοινής γνώμης παρά σε πραγματική μεταρρύθμιση.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα επικαλείται τις διατάξεις που αφορούν το ύψος και την εκτέλεση των ποινών, οι οποίες αποτυπώνουν σαφή αυστηροποίηση.
«Η αυστηροποίηση αυτή υποτίθεται ότι απαντά στην απαίτηση της κοινωνίας για αντιμετώπιση της ατιμωρησίας, πλην όμως πολύ φοβάμαι ότι κινδυνεύει να μετατραπεί σε υιοθέτηση αδικαιολόγητα ανεπιεικών διατάξεων, ασύμβατων με την φιλοσοφία του δικαίου μας διαχρονικά και με τη νομική μας κουλτούρα. Τα παραδείγματα που αναφέρονται, όπως λ.χ. ότι προκειμένου για το αδίκημα του εμπρησμού, ακόμη και από αμέλεια τελεσθέν, θα αποκλείεται η αναστολή εκτέλεσης ή η μετατροπή της ποινής, απηχούν μία ακόμη απαράδεκτη κατ΄ εμέ, συγκυριακή νομοθετική παρέμβαση, μια επικίνδυνη δηλαδή έκφραση λαϊκισμού, που αποβλέπει από πρώτη άποψη στην αποτροπή αλλά, κατ’εμέ, κυρίως αφορά την ικανοποίηση της κοινής γνώμης. Παρέλκει να αναφέρω ότι προφανώς το εν λόγω αδίκημα λόγω και της κλιματικής αλλαγής έχει ιδιαίτερη απαξία και συχνά οδηγεί σε καταστροφές,οι οποίες όμως ως προς την έκτασή τους συνδέονται με την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να διαθέσει τα εργαλεία πρόληψης και αντιμετώπισης των πυρκαγιών και όχι ως μόνη ενεργό ή κύρια αιτία με την αμελή συμπεριφορά κάποιου εξ ημών.Με προβληματίζει επομένως η μετακύλιση ευθυνών που δεν δικαιολογείται στις ευνομούμενες κοινωνίες», εξηγεί και προσθέτει πως η αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου από μόνη της λειτουργεί αποτρεπτικά για την τέλεση αδικημάτων, καθόσον το ζήτημα είναι, πολύ πιο πολύπλευρο και πολύπλοκο.
Αντιρρήσεις για τα μονομελή και τον περιορισμό στις αναβολές
Παράλληλα, η κ. Μπεβούδα διατυπώνει έντονες επιφυλάξεις για την απόφαση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις δικαστών με το να μεταβάλει τα μέχρι τώρα προβλεπόμενα για τη σύνθεση των δικαστηρίων και να τα καταστήσει κατά κανόνα μονομελή -ακόμη και αυτά που εκδικάζουν πολύ σοβαρά αδικήματα- αντί να ενισχύσει τη Δικαιοσύνη με τοποθετήσεις του απαιτούμενου αριθμού δικαστικών λειτουργών.
Επιπλέον, αιτιολογεί την αντίθεσή της με τον νομοθετικό περιορισμό των αναβολών στις εκδικάσεις, σημειώνοντας ότι ναρκοθετούνται σοβαρά δικαιώματα υπεράσπισης των εμπλεκομένων στις ποινικές υποθέσεις.
«Στο ζήτημα αυτό οδηγούμαστε χάριν της ταχύτητας εκδίκασης της υπόθεσης σε σοβαρό περιορισμό των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ή του υποστηρίζοντος την κατηγορία, όταν,για παράδειγμα,αδυνατούν δικαιολογημένα να εμφανισθούν αυτοπρόσωπα στο δικαστήριο για εύλογη αιτία, αν και το επιθυμούν, ή κωλύεται για σοβαρό λόγο ο συνήγορος της επιλογής τους.Κατά την άποψή μου η χορήγηση, ή όχι, αναβολής εντάσσεται στο δικαιοδοτικό έργο και δεν συνδέεται με την καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης περισσότερο από την υποστελέχωση των δικαστηρίων ή-σε πολλές περιπτώσεις- από την αδυναμία των συνθέσεων των δικαστηρίων να εκδικάσουν ικανό αριθμό υποθέσεων.Θεωρώ βέβαια ότι προέχει η ποιότητα απονομής δικαιοσύνης από την ταχύτητα εκδίκασης των υποθέσεων και, κυρίως, ότι, επ΄ ουδενί, δεν πρέπει να διακινδυνεύονται τα δικαιώματα υπεράσπισης των κατηγορουμένων στα πλαίσια μιας δίκαιης δίκης», υπογραμμίζει.
Επιπλέον, η αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ηλείας, διαφωνεί με την πρόβλεψη παραβόλου 100 ευρώ για την υποβολή μήνυσης με το πρόσχημα του περιορισμού της δικομανίας. «Ως μέτρο που επιβάλλεται κάθετα, αποτελεί σοβαρό αποτρεπτικό παράγοντα για την προσφυγή στην δικαιοσύνη και των πραγματικά θιγόμενων και αδικηθέντων, χωρίς να είναι απαραίτητο και να προβλέπεται ως αποτελεσματικό. Την πρόβλεψη ποινής, χρηματικής ή άλλης, σε περίπτωση διαπιστωμένης υποβολής ψευδούς μήνυσης θεωρώ ως προσφορότερη, αποτελεσματικότερη και δικαιότερη λύση», καταλήγει.