Μάνος Ελευθερίου: Μια τρύπια ομπρέλα «σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”93785″ img_size=”full”][vc_column_text]
Της Ναταλί Χατζηαντωνίου
Στη μνήμη του Μάνου Ελευθερίου που έφυγε από τη ζωή στις 22 Ιουλίου 2018
Κι αν παίζαμε εκείνο το παλιό παιχνίδι, ποιος ποιητής του ελληνικού τραγουδιού θα ήταν ένα καλοσιδερωµένοπουκάµισο από εκλεκτό λινό, κλειστό µέχρι το πάνω κουµπί του λαιµού, ή µια αστική και «αγιογραφική» µορφή που πίνει καφέ σ’ ένα παραθαλάσσιο καφενείο κάποιας επαρχίας («εκεί που ζουν οι άνθρωποι µόνο γονατιστοί») ή σ’ έναν σιδηροδροµικόσταθµό παρατηρώντας ήσυχα τα πάντα (κυρίως παρατηρώντας, πάντα παρατηρώντας), ή µια εκλεκτή δαντέλα στο τελείωµα ενός ολόλευκου σεντονιού ή µιαδιπλωµένη γκρίζα οµπρέλαακουµπισµένη στον τοίχο; Μία τέτοια οµπρέλα, όµως, που όταν την ανοίγεις ανακαλύπτεις «ότι έχει τρύπες για να περνάει η βροχή»;
Ναι, αυτό είχε προσθέσει αυτοσαρκαζόµενος ο Μάνος Ελευθερίου, σ’ εκείνο το φιλικό πείραγµα που τον είχε παροµοιάσει µε κλειστή οµπρέλα. Και είχε βέβαια δίκιο. Γιατί το εκ πρώτης όψεως περίκλειστο, αµυντικό του περίβληµα, όχι µόνο δεν ήταν αδιάβροχο στις πιο λεπτές και οξείες παρατηρήσεις, στις πιο κοφτερές ευαισθησίες, στη σχεδόν διαρκώς επώδυνη µνήµη και στο ακριβό συναίσθηµα, αλλά αντίθετα ήταν πάντα όσο «τρύπιο» χρειαζόταν για να περνάνε όλα αυτά σα βροχή. Και µετάδιυλισµένα στο φίλτρο της παραµικρής του ευαισθησίας, να γίνονται αυθεντική ποιητική «υγρασία» ακόµα και σε εποχές ανυδρίας. Ας συνεχίσουµε το παιχνίδι. Κι αν ήταν εποχή ο Μάνος Ελευθερίου;
Μέσα από τους στίχους του εξέπεµπε εξαρχής τη µελαγχολία του φθινοπώρου, τότε που αλλάζει η απόχρωση του φωτός αµετάκλητα για τους επόµενους µήνες. Στην πρώτη κριτική για την πρώτη ποιητική συλλογή του (Συνοικισµός – ιδιωτική έκδοση και εκτός εµπορίου), γραµµένη το 1962 στην εφηµερίδα «Ακρόπολις» ο ∆. Π. Κωστελένοςεπεσήµαινε: «Πικρός, µα πολύ πικρός ποιητής ο Μάνος Ελευθερίου στο πρωτοφανέρωµά του. Άτεγκτος στην ήττα του, που την πιστεύει ήττα όλων µας…». Εξέφραζε ήττα όµως αυτό το µοτίβο του σκοτεινού διώκτη και του θύµατος που µάταια επιχειρεί να διαφύγει (αυτό που από το «Πoιος τη ζωή µου» µέχρι τη «∆ίκοπη ζωή» ή πολύ πρόσφατα στο «Γεύµα µε τον Φραντς Κάφκα» επανέρχεται στην ποιητική του;). Αντίθετα η πρώιµηεµπειρία και ύστερα η µακρά θητεία του στην πίκρα και στην ήττα δεν τον έκαναν µόνον σοφότερο, αλλά και νικητή: Η «ενθρόνισή» του στους τεράστιους του στίχου µας είναι το αποτέλεσµα µιας βασανιστικής προσωπικής πορείας, σπαρµένης από µικρές ήττες. Το είχε και ο ίδιος ίσως πολύ νωρίς συνειδητοποιήσει, όταν π.χ. το 1974 ήδη έγραφε: «Αυτός που σπέρνει δάκρυα και πόνο / θερίζει την αυγή ωκεανό / µαύρα πουλιά τού δείχνουνε τον δρόµο / κι έχει τη ζωγραφιά κοντά στον ώµο / σηµάδι µυστικό και ριζικό / πως ξέφυγε απ’ τον Αδη κι απ’ τον κόσµο».
Ως προσωπικότητα πάντως δεν ήταν καθόλου φθινοπωρινή. Για όσους είχαµε την τύχη λόγω του ρεπορτάζ να συνυπάρξουµε µαζί του, ξέρουµε πως και καταλυτικό χιούµορ είχε τροφοδοτηµένο από έναν εξίσου καταλυτικό αυτοσαρκασµό και ένα έντονα αυτοϋπονοµευτικό και παιχνιδιάρικο ή και σχεδόν «προβοκατόρικο» στοιχείο που µπορούσε να τον οδηγήσει στην πιο απρόβλεπτη ή αντιφατική επιλογή. Να γράψει π.χ. στίχους για ένα τύπου «σκυλάδικο» που θα ερµηνεύσει ο Ψινάκης. Ή να παρίσταται σχεδόν ψυχαναγκαστικά ακόµα και στις τυπικές κοινωνικές εκδηλώσεις που τις βαριόταν, απλώς για να σχολιάζει ψιθυριστά αδηµονώντας να φύγει. Ή να αποφεύγει την ανταλλαγή ασπασµών, αλλά να σου τηλεφωνεί ξαφνικά για να σου πει ότι σε είδε στο όνειρό του και να σε ρωτήσει τρυφερά αν είσαι καλά. Ολοι που υπήρξαν στον µεγάλο κοινωνικό περίγυρο του Ελευθερίου έχουν να αφηγηθούν τέτοια περιστατικά και «δώρα». Προσοχή όµως. Είχε µε άλλους όρους και τον ελάχιστο, κλειστό, περίγυρο των πολύ κοντινών του φίλων – σχεδόν συγγενών. Σχεδόν αινιγµατικό πρόσωπο παρ’ όλα αυτά. Ικανό να σε βάζει σε κατάσταση διαρκούς αµφιβολίας και σκέψης.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]