FOLLOW US: facebook twitter

Λαογραφικές Νησίδες: Ο Τζαμπάσης

Ημερομηνία: 04-11-2019 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Κοινωνία, Νέα

[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”99524″ img_size=”full”][vc_column_text]

Του Θεόδωρου Κόλλια

Εάν ανατρέξουμε στα αλλοτινά χρόνια, γινόμαστε μάρτυρες της εμφάνισης, της ακμής, αλλά και της παρακμής και της εξαφάνισης αμέτρητων επαγγελμάτων. Ένα τέτοιο επάγγελμα είναι ο τζαμπάσης ή τζαμπάζης, επί το ελληνικό, ζωέμπορος.

Οι τζαμπάσηδες λοιπόν, ήταν οι μεσίτες, οι έμποροι για όλα τα είδη των μεγάλων ζώων, κυρίως των αλόγων. Αυτό, διότι η διακίνηση ήταν πολύ ευκολότερη και ταχύτερη. Το ίδιο το άλογο χρησιμοποιούσαν και σαν μεταφορικό μέσο.

Αναφέρομαι για τους τζαμπάσηδες της Ανδραβίδας, που ήταν η κοιτίδα τους για όλο τον δυτικό Μοριά. Αρκετούς από αυτούς τους γνώρισα απόμαχα γερόντια, τη δεκαετία του ΄80. Τότε που έκανα κτηνίατρος στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του «Πριγκιπάτου του Μορέως».

Οι τζαμπάσηδες λοιπόν δεν διέθεταν κανένα παραγωγικό μέσο, αλλά ούτε και περιουσιακό στοιχείο, εκτός ίσως από μια χαμοκέλα και αυτή πλίθινη. Ήταν μ΄ ένα λόγο προλετάριοι, με όλη τη σημασία της λέξης. Επομένως ήταν αδέσμευτοι, ανεξάρτητοι από κάθε κοινωνική, πολιτική, θρησκευτική οριοθέτηση και προτροπή. Ελεύθεροι σαν τα πουλιά.

Τα παραπάνω τελικά διαμόρφωναν, αφενός τον ίδιο το χαρακτήρα, με πρώτους συντελεστές τη ραθυμία, τη ραστώνη και την ελευθεριότητα (αραλίκι, ταβέρνα, πιοτί, γλέντια, χοροί, τσιγαριλίκι, ποδόγυρο) και αφετέρου, τον τρόπο αμφίεσης που ήταν παρεμφερής μ΄ εκείνον των ρεμπετο-ντερβίσηδων. Πατούμενο μαύρο, μυτερό, παντελόνι με μπροσθότσεπες και ρεβέρ, γιλέκο με το ρολογιά στο τσεπάκι, τραγιάσκα το χειμώνα και ντρίτσα το θέρος, μουστάκι τριζάτο, μαλλί κολλαριστό με μπριγιαντίνη. Και η κεχριμπαρένια κομπολογιά πάντοτε πρώτη και κυρίαρχη. Με το κουτσαβακίστικο, μάγκικο στυλ, διέφεραν αρκετά. Είχαν όμως και αρκετά κοινά σημεία. Όπως το φιλότιμο και το θεριακλιδίκι. Μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κολοκουβαρίστρα, χωρίς το πρώτο καθοριστικό.

Θυμάμαι, που λέτε από τότε, ότι εκεί γύρω  είχε αρχίσει η ανοικοδόμηση νέων σπιτιών από τις πλίθινες χαμοκέλες που λέγαμε πριν. Μέχρι  τότε οι κάτοικοι ενδιαφέρονταν περισσότερο για το ευ ζήν της εφήμερης ζωής παρά για την περιουσιακή ..αποκατάσταση. Ένα μόνο στοιχείο τα λέει όλα. Τότε ο Στελάρας και η Μαρινέλα μετά την Πάτρα στο μόνο πανηγύρι που πήγαιναν ήταν στην Αγιά Σοφιά στην Ανδραβίδα.

Οι τζαμπάσηδες λοιπόν της Ανδραβίδας, είχαν αγορά ολόκληρη τη δυτική Πελοπόννησο, από το Μελιγαλά και το Κοπανάκι της Μεσσηνίας, μέχρι πάνω τα Καλαβρυτοχώρια. Ήταν παντού καλοδεχούμενοι. Όλες οι πόρτες ήταν διάπλατες για την αφεντιά τους. Στα περισσότερα κονάκια τους θεωρούσαν σαν τους επίσημους ξένους, τους κοσμογυρισμένους. Το είχαν τιμή και καμάρι να τους φιλοξενούν. Εκατοντάδες λειροκόκκινα κοκόρια και άλλες τόσες γαλοπούλες είχαν θυσιαστεί στον υπέρ πάντων αγώνα, παρόλο που τις μοσχοανάθρεφαν για τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων, μια και θα κόπιαζε ο γιος από την πρωτεύουσα. Αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην άλλη ΄΄θυσία΄΄. Μαντηλοφόρες εξηντάρες χήρες (η γριά κότα έχει το ζουμί ! ) καθώς επίσης και άσπρες-άσπρες τσούπρες σαν το γάλα, κάπου-κάπου και καμία παπαδιά, είχαν πέσει ηρωικώς αντιστεκόμενες, στα πλάνα, λάγνα μάτια και στα τσιγκελωτά μουστάκια των τζαμπάσηδων. Οι μεν πρώτες έτσι, για να μην μπαϊρώσει το χωράφι, οι δε κοπελιές μπας και ξεφύγουν από τη φτώχεια και τη μιζέρια που τις έτρωγαν με το κουτάλι. Το μυστηριακό κουβαρνταλίκι, η απλόχερη καρδιά σε συνδυασμό με το όμορφο και αεράτο παρουσιαστικό, όχι παπαδιές αλλά και ηγουμένες αμάρταναν. Ο πειρασμός και η λιγούρα είναι το μελάνι παραλλαγής του διαβόλου. Βέβαια, μετά την αμαρτία, όλες το σιχτίριζαν στο «πυρ το εξώτερον»΄.

Στα περισσότερα χωριά είχαν κάνει τις ανάλογες κουμπαριές. Ο μεν κουμπάρος έπαιζε το ρόλο του τοπικού αντιπροσώπου, η δε κουμπάρα… τις κουμπάρες. Και πολλά συμπεθεριά είχαν επιτελέσει.

Σε όλα τα εμποροζωοπανηγύρια και παζάρια, ήσαν οι τελετάρχες. Κυρίαρχη εμπορική πράξη ήταν η τράμπα. Σε όλες τις διαδικασίες ήταν οι πρώτοι. Τετραπέρατοι. Καλίγωναν ψύλλο στον ανήφορο. Τόσο πολύ είχαν αναπτύξει το εμπορικό πνεύμα και τη σχετική πάρλα που σου πάσαραν γκιόσα προβατίνα για δευτερόγεννη ή μουνουχισμένο για επιβήτορα μια και ανακάτευαν την κρυψορχιδία κι άλλα άσχετα και σχετικά. Και μάλιστα έκανες τεμενάδες με χίλια ευχαριστώ. Πολλάκις η κατεργαριά τους είχε και επιστημονική βάση. Όπως π.χ. στα άλογα με πνευμονάρα-τεκνεφέσι ενστάλαζαν λίγη ατροπίνη στους οφθαλμούς πριν τη δοκιμή της τράμπας και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Πού να χαμπαρίσει ο χωριάτης τέτοια πράγματα μέσα στην αγαθοσύνη του.

-Ξέρεις τη φοράδα είναι τούτη ορέ πατριώτη, γιοργαλί Σαβάλια-Ροβιάτα μονοημερίς, έλεγε ο τζαμπάσης, με τέτοια έπαρση και στόμφο, που σ΄ έπειθε ότι η αναφερόμενη απόσταση ήταν 200 χιλιόμετρα και βάλε. Έτσι έβγαζε τη φοράδα του άσσο. Ενώ στην πραγματικότητα τα Σαβάλια και η Ροβιάτα είναι δυο γειτονικά χωριά που απέχουν 4 χιλιόμετρα, το δε άλογο ήταν μπαστουνένιος άσσος. Άσε τ΄ άλλο. Αφού λοιπόν αποβραδίς μοσχοπούλαγαν το ψωράλογο και τσέπωναν μια γερή προκαταβολή ή έπαιρναν το άλλο της τράμπας που τις περισσότερες φορές αυτό ήταν νέο και γερό ή το πολύ-πολύ να είχε κάποιο  απλό κουσούρι, όπως το τσίνισμα, το άλλο ή το παράλλο πρωί, το άλογο είχε κάνει φτερά.

Να τι είχε συμβεί! Οι τζαμπάσηδες, με την επιστροφή από την περιοδεία τους, στην οποία είχαν μεταπουλήσει το άλογο της τράμπας, ξαναπερνούσαν μέσα στη νύχτα, άρπαζαν σαν κύριοι το ψωράλογο, και ποιος τους είδε, ποιος τους ξέρει. Για να θολώσουν δε τα νερά και να μπερδέψουν τα ίχνη τους, τοποθετούσαν τα πέταλα των αλόγων ανάποδα, οι άκρες των πετάλων να βλέπουν μπροστά, προς το κεφάλι. Υπόψη, οι περισσότεροι ήταν και πρώτοι πεταλωτές και σαμαριτζήδες. Άιντε μετά να εντοπίσουν οι ιδιοκτήτες προς τα πού τράβηξε το άλογο.

Το άκρον άωτον της υπόθεσης ήταν ότι σε 20 με 30 μέρες το αργότερο, ξαναπερνούσαν από το σπίτι του θύματος. Έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον, ζητούσαν επιβεβαίωση εάν το άλογο ήταν τόσο καλό, όπως το είχαν περιγράψει. Κι όταν ο κουμπάρος τους έλεγε τα καθέκαστα, χτυπιόντουσαν, κατέβαζαν κεριά και λιβάνια και τα ‘βαζαν με τον ίδιο, ότι τάχα δεν το ‘χε δέσει γερά και λύθηκε.

-Α, ορέ κουμπάρε, το άτιμο πήρε σίγουρα το δρόμο για τα Τρόπαια. Από κει το είχα πάρει με τόσα λεφτά, άσε τα παρακάλια. Και ήταν ένα άλογο, τι να σου πω…

Στο τέλος, ανάλογα με την περίπτωση και την κουμπάρα, χάριζαν και τα υπόλοιπα χρωστούμενα. Οπότε, κι από πάνω έβγαιναν, και το κομμάτι τους έκαναν. Βέβαια, τόκιζαν το μέλλον με το παραπάνω. Ποτέ δεν έβγαιναν χαμένοι.

Τελικά η μοίρα και η κατάληξη των τζαμπάσηδων, ήταν συνυφασμένες με εκείνες του αλόγου, που και αυτό είχε αντίστροφη πορεία με την εξέλιξη και την ανάπτυξη της κοινωνίας.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

opap
300x600
olympia

Screenshot