La Divina
Όταν η Μαγεία της 7ης Τέχνης συναντιέται με το μουσικό μεγαλείο, la class, το κλασσικό (το εξαιρετικό, δηλαδή), τότε νοιώθεις εκείνη την οργανική και πνευματική πληρότητα και μια σωματική ανακούφιση λες και όλες οι ζωτικές λειτουργίες απαιτούσαν εύκολους, τολμηρούς, με αυτοπεποίθηση ρυθμούς για να ισορροπήσουν επιταχύνοντας… Ή, αισθάνεσαι κάπως σαν τον Οδυσσέα που όργωσε όλο τον κόσμο για να ανακαλύψει τον τόπο όπου ακουγόταν το τραγούδι της Σειρήνας.
Για αυτό και ο Νίτσε αναρωτήθηκε ρητορικά αν ο άνθρωπος θα μπορούσε να ζήσει χωρίς μουσική. «Ίσως, ναι. Όμως , η ζωή αυτή θα ήταν δίχως αξία, δίχως ουσία, δίχως νεύρο».
Αυτές τις μέρες παίζεται (και στον Πύργο, στον Ορφέα του ρέκτη Γιώργη Αποστολόπουλου, ο οποίος επιμένει να κρατά ανοικτή μια πόρτα πολιτισμού), η ταινία για τις τελευταίες ημέρες της μεγάλης Ελληνίδας ντίβας της Όπερας Μαρία Κάλλας. Μια απλή, έντιμα στοχευμένη παραγωγή, βασισμένη στην αύρα της πρωταγωνίστριας Τζολί, με απλά, απέριττα σκηνικά φωτογραφίας, κυρίως από το Παρίσι και τις επιβλητικές αίθουσες όπου διέπρεψε η μοναδική φωνή της “La Divina”, ένα πέρασμα από την πρόσοψη του θεάτρου Απόλλων στον Πύργο και κάποιες μαυρόασπρες εικόνες από τα νερά του Κατάκολου. Φυσικά, σε όλα αυτά να κυριαρχεί η μαγεία της μουσικής, η πρόζα, το μπρίο και η αγγελική φωνή της σοπράνο ακόμα και μέσα από τις ατέλειες των τελευταίων ημερών της δόξας.
Η αλήθεια είναι πως αυτό το είδος που ονομάζουμε κλασσική μουσική εγκλωβίστηκε από τη γέννησή του, με τη μορφή Βυζαντινών Ύμνων αρχικά, και στα αναγεννησιακά αλλά και ακόλουθα χρόνια, σε μια κατηγορία ιδιαίτερης μουσικής, κατανοητής μόνο από μια συγκεκριμένη ελίτ και όχι από οποιοδήποτε απαίδευτο και μη μυημένο στην Τέχνη μουσικό αφτί.
Απόγονος αυτής της πρώτης μορφής υπήρξε το Δημοτικό «λαικό» τραγούδι, βασισμένο σε καημούς, παραμυθάκια και μύθους, με τις καντάδες, τα λιμπρέτα κλπ, ώσπου μετά το 1800 και κυρίως χάρη στη γερμανική σχολή (όπου δύσκολα μπορείς να διακρίνεις από που στα κομμάτια ξεπήδησε αυτή η λατρεία και το πάθος αυτού του λαού για τη μουσική), εμφανίστηκε η εξέλιξη των παλαιών απαλών, ρομαντικών, ή περιπαικτικών ωδών συνοδεία αυλών και μονόχορδων σε πολυοργανικές και πολυφωνικές ευφυείς συνθέσεις. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η σημερινή μορφή της αποκαλούμενης κλασσικής μουσικής, απόλυτα συνδεδεμένης με τον Δυτικό πολιτισμό.
Ωστόσο και το μουσικό αφτί άλλων λαών ήταν ίσως περισσότερο ευαισθητοποιημένο από το δικό μας, και οπωσδήποτε όχι λιγότερο. Η πολυφωνική μουσική διαφόρων ειδών είχε πλατιά εξάπλωση σε ολόκληρη τη γή. Η συνεργασία ενός αριθμού από όργανα και φωνές, πιθανόν να χρονολογείται από το 2600πχ στην Αίγυπτο όπου αρχαιολόγοι έχουν εικόνες από ομάδα μουσικών με διάφορα μουσικά όργανα της εποχής και κινήσεις των χεριών. Όπως αναφέρει ο Μάξ Βέμπερ σε ένα δοκίμιό του «περί μουσικής», όλα τα ορθολογικά μας τονικά διαστήματα ήταν γνωστά, όμως η ορθολογική αρμονική μουσική – τόσο η αντιστυκτική όσο και η συμφωνική – η διαμόρφωση του τονικού υλικού με βάση τις τρείς τριηχείες με την αρμονική Τρίτη, οι χρωματισμοί και οι εναρμόνιοι φθόγγοι μας, η ορχήστρα με το κουαρτέτο των εγχόρδων στον πυρήνα και την πλαισίωση από ομάδες πνευστών, το μπάσο ακομπανιαμέντο μας, το σημειογραφικό σύστημα με τις νότες, οι σονάτες, οι συμφωνίες, οι όπερες και, τέλος, τα βασικά όργανα, το αρμόνιο, το πιάνο, το βιολί κλπ είναι γνωστά μόνο στη Δύση παρόλο που η προγραμματική μουσική, η τονική ποίηση, η μετατροπή των τόνων και των χρωματισμών υπήρχαν σαν εκφραστικά μέσα σε διάφορες μουσικές παραδόσεις.
Έως τα μέσα του 20ου αιώνα τα μουσικά ακούσματα ήταν προσιτά για το κοινό σε κλειστούς χώρους, Εκκλησίες, αίθουσες χορού, μικρά, συνήθως κακόφημα, καφενεία και κλάμπ , υπηρετώντας διάφορα μουσικά είδη. Και ύστερα ήρθε η μαζικοποίηση, η ανάπτυξη δηλαδή της μουσικής βιομηχανίας, πρώτα με τα γραμμόφωνα, ραδιόφωνα και τηλεόραση, φτάνοντας σήμερα στη μουσική από το Ytube.
Aυτή η ανάπτυξη λογικά απαίτησε άλλα πράγματα από τη μουσική. Ούτε αυθεντική τζαζ, ούτε ρυθμικό μπλούζ της Ορλεάνης, ούτε…ρεμπέτικο, πόσο μάλλον η κλασική συμφωνική μουσική μπορούσαν να σταθούν ακουστικά σε ένα τεράστιο συναυλιακό χώρο. Συνυπολογίζοντας μάλιστα τις απαιτήσεις των καιρών, η μουσική προσαρμόστηκε όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, με αποκορύφωμα τις δεκαετίες ΄60 – ΄70 – ΄80 όταν η επίδραση της μουσικής εισχώρησε δυναμικά και στην ιδεολογική διαπάλη. Ειδικά η ρόκ και πάνκ μουσική, ενταγμένες για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά στα μοτίβα της επανάστασης, της ελευθεριότητας, της εξέγερσης.
Ωστόσο, με μια μεταμοντέρνα διάθεση επιστροφής στην καλή, γνήσια μουσική υπήρξαν αρκετές μπάντες που δημιούργησαν νέα κλασσικά, πιο ανάλαφρα κομμάτια, προσαρμοσμένα όμως με εντιμότητα στις αρχές και την ουσία της τέχνης. Ενδεικτικά οι Deep pyrple με to Childe in Time το 1970, με την οπερετική φωνή του Ιαν Γκίλαν και τον Τζό Λόρντ, το «μάγο», στα πλήκτρα. Φυσικά οι Pink Floyd, κυρίως με το Dark Side of the Moone και τα σκηνικά μιας μοντέρνας αίθουσας συμφωνικής ορχήστρας, ο Κρίς Ρία με το “ Road to the Hell” και, ίσως, το αποκορύφωμα της σύμπραξης ροκ και Όπερας με το “Bohemian Rapsody” των Queen.
Μέρες που έρχονται προσπαθείστε να βρείτε λίγο χρόνο για τον εαυτό σας, μόνοι, σε υψηλή ένταση, να ακούσετε λίγη καλή μουσική (ακόμα και κλασσική – οι πλατφόρμες διαθέτουν άπειρες επιλογές και προτάσεις), να κλείσετε τα μάτια, να αναπολήσετε, να στοχαστείτε, να χαρείτε απολαμβάνοντας την «Ωδή στη Χαρά» από την 9άτη του Μπετόβεν, να νοσταλγήσετε τα παιδικά παραμύθια με τον «Καρυοθραύστη», να συμπάσχετε με την ευαίσθητη Νόρμα, την ναζιάρα Κάρμεν και τον δύστυχο Δον Χοσέ, ακόμα και να σας ξεφύγει ένα μικρό δάκρυ.
Καλό θα σας κάνει…
ΔΡ