FOLLOW US: facebook twitter

Κυριακή πρωί με τέχνη: «Αλλά τα βράδια» του Τάσου Λειβαδίτη (video)

Ημερομηνία: 24-10-2021 | Συντάκτης:

[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”149887″ img_size=”full”][vc_column_text]Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 – 30 Οκτωβρίου 1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα. Καταγόταν από την Κοντοβάζαινα Γορτυνίας, από την πλευρά του πατέρα του, Λύσανδρου Λειβαδίτη.

Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια, μια αδελφή και τρεις αδελφούς. Αδελφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης. Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα με την οποία απέκτησαν μία κόρη, τη Βάσω. Έγραψε για αυτήν το «Ερωτικό» το οποίο είναι από τα λίγα ποιήματα που υπάρχουν ηχογραφημένα σε απαγγελία του ίδιου του ποιητή.

Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Στα 1943, εν μέσω της Κατοχής, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της αριστεράς. Τον αποκάλεσαν «Ποιητή του Έρωτα και της Επανάστασης». Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών ανήκε σε ομάδα της ΕΠΟΝ που διοργάνωνε εράνους και διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, χωρίς να λάβει μέρος ως μάχιμος. Η δράση του αυτή είχε ως συνέπεια να συλληφθεί και να εξοριστεί. Αφέθηκε ελεύθερος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.

Για τα πολιτικά του φρονήματα και την αντιστασιακή του δράση εξορίστηκε από 1948 έως το 1952 σε Μούδρο (Λήμνος), Αη Στράτη και Μακρόνησο.

Το 1955 δικάστηκε με αφορμή την ποιητική συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» και αθωώθηκε πανηγυρικά.

Κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών έμεινε άνεργος και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα περιοδικά.

Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν και πέρασαν στα χείλη του λαού από γενιά σε γενιά.[/vc_column_text][vc_column_text]Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.

Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ’ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες.
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι, που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων,
αλλά… αλλά ποιος σήμερα ν’ αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς.

Αλλά μια μέρα δεν άντεξα.
Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω.
Όχι, μου λένε.
Έτσι πήρα την εκδίκησή μου και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους.

Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά…
Τι έχετε, μου λένε.
Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν,
μ’ αυτόν τον τρόπο.

Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.

Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ
(…) Έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ’χα μάθει από παιδί,
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τα όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.

Ζήσαμε πάντοτε αλλού.
Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Δωσ’ μου το χέρι σου…
Δωσ’ μου το χ’ερι σου…

Οι στίχοι ντύθηκαν με τη μουσική του Γιώργου Τσαγκάρη.

Ερμηνεύει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και διαβάζει ο ηθοποιός Γιώργος Μιχαλακόπουλος:[/vc_column_text][vc_column_text]

[/vc_column_text][vc_column_text]Στη φωτογραφία της ανάρτησης, ο αξέχαστος Μάνος Κατράκης και η Ντόρα Βολανάκη, στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου “Ταξίδι στα Κύθηρα” (1984).[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

leventis

opap
300x600
olympia

Screenshot