Κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης για τα ελληνικά νοικοκυριά

Χωρίς λεκτικές εξάρσεις, αλλά με τα αδιαμφισβήτητα τεκμήρια των στατιστικών στοιχείων, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ με την Ενδιάμεση Έκθεσή του για την ελληνική οικονομία αποδομεί πλήρως το κυβερνητικό αφήγημα περί «ισχυρής ανάπτυξης» που εξασφαλίζει «πολλές και καλές δουλειές».
Σε πλήρη αντίθεση με αυτό, η Έκθεση παρουσιάζει τον στρεβλό χαρακτήρα αυτής της ανάπτυξης, που δεν εξασφαλίζει ανθεκτικότητα και επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και αναλύει τις διαστάσεις της κρίσης αξιοπρεπούς διαβίωσης για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, το υψηλό επίπεδο των αυξήσεων σε βασικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών που συνθέτουν το «καλάθι του νοικοκυριού» μεταξύ 2020 και 2024, που υποσκάπτουν το εισόδημα των μισθωτών, το χαμηλό επίπεδο των αποδοχών των μισθωτών, ιδιαίτερα σε όρους αγοραστικής δύναμης, το χαμηλό επίπεδο των θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα και στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας και την οξύτητα της στεγαστικής κρίσης για τα λαϊκά νοικοκυριά.
Συγκεκριμένα, το «βαρύ κατηγορητήριο» της Έκθεσης περιλαμβάνει σε αδρές γραμμές τα εξής:
1. Ανάπτυξη χωρίς ανθεκτικότητα – Το βασικό εύρημα εδώ συνοψίζεται στο εξής: «Το γεγονός ότι δεν σημειώνεται κάποιος ουσιαστικός μακροοικονομικός και παραγωγικός μετασχηματισμός αποτελεί ένδειξη αδυναμίας διαμόρφωσης συνθηκών διατηρήσιμης δυναμικής ανθεκτικότητας και βιωσιμότητας της οικονομίας». Αυτή η συνόψιση παραπέμπει στα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, που, παρά την αύξηση του ΑΕΠ και των επενδύσεων, δεν «γιατρεύονται»: το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ (παρά την αύξησή του τα τελευταία χρόνια), το περιορισμένο ειδικό βάρος του μεταποιητικού τομέα (που εξηγεί την εξάρτηση από τις εισαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων) και η άνιση κατανομή του ειδικού βάρους των συνιστωσών του ΑΕΠ υπέρ των υπηρεσιών και των ακινήτων κ.λπ.
2. Κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης – Η Εκθεση εκτιμά ότι αυτή εκτείνεται σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και οφείλεται στο πληθωριστικό κύμα της τριετίας 2021-2024, αλλά και στο γεγονός ότι ο πληθωρισμός παρά τη σχετική του αποκλιμάκωση εξακολουθεί να επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Παραθέτοντας το σχετικό γράφημα, υπογραμμίζει ότι στο σύνολο της περιόδου Νοέμβριος 2020 – Νοέμβριος 2024, πλην της κατηγορίας «Επικοινωνίες», όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών που απαρτίζουν τον ΓΔΤΚ σημείωσαν θετικές μεταβολές τιμάριθμου, στην πλειονότητά τους διψήφιες. Τη μεγαλύτερη μεταβολή εμφάνισαν οι κατηγορίες «Ενδυση και υπόδηση» (+31,3%), «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» (+30,5%) και «Στέγαση» (24,3%), ενώ μεγάλες αυξήσεις καταγράφηκαν και στις κατηγορίες «Μεταφορές» (+23,8%) και «Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια» (+21,4%).
3. Χαμηλές αποδοχές των μισθωτών – Το 2023 στη χώρα μας το ύψος του μέσου ετήσιου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης ήταν 17.013 ευρώ, επίδοση που αποτελεί την τρίτη χαμηλότερη μεταξύ των 26 υπό εξέταση κρατών-μελών της Ε.Ε. Επίσης, η Ελλάδα αποτελεί το μοναδικό από τα υπό εξέταση κράτη-μέλη της Ε.Ε. όπου καταγράφεται μείωση του συγκεκριμένου μεγέθους συγκριτικά με το 2009. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην υποβάθμιση της θέσης της Ελλάδας από τη 13η το 2009 στην 24η θέση της σχετικής κατάταξης το 2023. Τέλος, σε όρους PPS (μονάδων αγοραστικής δύναμης), το αντίστοιχο μέγεθος ανήλθε στην Ελλάδα σε 21.004, το χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των υπό εξέταση κρατών-μελών της Ε.Ε.
4. Ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας – Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε σύγκριση με το γ’ τρίμηνο του 2009, το γ’ τρίμηνο του 2024 το μερίδιο των θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα παραγωγής στον συνολικό όγκο της απασχόλησης ήταν χαμηλότερο κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες (από 21,4% το γ’ τρίμηνο του 2009 σε 16,7% το γ’ τρίμηνο του 2024), ενώ στον πρωτογενή τομέα κατά μία ποσοστιαία μονάδα (από 11,2% σε 10,2%). Αντίθετα, το μερίδιο των θέσεων απασχόλησης στους κλάδους του τομέα των υπηρεσιών ενισχύθηκε από 67,4% το γ’ τρίμηνο του 2009 σε 73,1% το γ’ τρίμηνο του 2024. Παράλληλα με την υστέρηση της απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα, η ελληνική οικονομία καταγράφει ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις και όσον αφορά το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο της απασχόλησης. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό το 2023 ανήλθε στο 3,4%, τιμή που είναι η δεύτερη χαμηλότερη στο σύνολο των κρατών-μελών της Ε.Ε.
5. Στεγαστική κρίση – Το 2023 στην Ελλάδα το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιούσε σε νοικοκυριά στα οποία το στεγαστικό κόστος ήταν μεγαλύτερο του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους (ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης) ανερχόταν στο 28,5%. Η τιμή αυτή, αν και μειωμένη συγκριτικά με το 2019, παραμένει με διαφορά η υψηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Το 2023 για τα άτομα που ανήκαν στο φτωχότερο εισοδηματικό πεμπτημόριο το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανερχόταν στο 85,3% (έναντι 29,9% στην Ε.Ε.), ενώ για τα πλουσιότερα άτομα (5ο εισοδηματικό πεμπτημόριο) στο 1,2% (συγκριτικά με 0,7% στην Ε.Ε.).