Κώστας Τζαβάρας: Πολιτική εν τηβέννῳ
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”48032″ img_size=”full”][vc_column_text]ΤΕΥΚΤΡΟΣ: κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς ηὑρέθης.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ᾽ ἐσφάλη.
Σοφοκλέους«Αίας», στ. 1135-1136
Η υπόθεση Novartis φέρνει στην επικαιρότητα μια ακόμα περίπτωση «λαθροχειρίας» στην ατελείωτη σειρά υποθέσεων διαπλοκής της πολιτικής με τη δικαστική εξουσία. Ως γνωστόν, η πρώτη ιστορικά γνωστή περίπτωση δικαστικής λαθροχειρίας με πολιτικά αίτια, ανάγεται στα Ομηρικά Έπη. Αφορά τη λεγόμενη «δίκη των όπλων» του Αχιλλέα, στην οποία ο Αγαμέμνων πέτυχε αθέμιτα να επιδικαστούν τα όπλα του Αχιλλέα στον φίλο του Οδυσσέα και όχι στον ανδρείο Αίαντα που τα εδικαιούτο. Έκτοτε και για πολλούς αιώνες, κάποιοι «ψηφοποιοί» –κατά τη ρήση του Σοφοκλή– πολιτικοί συνέχισαν να ελαύνονται από τις ίδιες ακριβώς επιθυμίες και να χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα πειθούς και ισχύος, για να επηρεάζουν προς το συμφέρον τους τις αποφάσεις των δικαστών.
Στους νεώτερους όμως χρόνους και υπό το κράτος των δημοκρατικών αντιλήψεων του Διαφωτισμού που επέβαλαν την καθιέρωση της διάκρισης των εξουσιών, την αναγνώριση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, και τον δραστικό περιορισμό της κρατικής αυθαιρεσίας, το φαινόμενο αυτό ελέγχθηκε θεαματικά. Σήμερα μάλιστα έχει ελαχιστοποιηθεί, υπό την ισχύ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κυρίως από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που προβλέπει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, το οποίο αποτελεί θεσμικό ανάχωμα εναντίον κάθε μορφής καταχρήσεων της πολιτικής ή οποιασδήποτε άλλης εξουσίας, οσάκις επιδιώκουν τη νόθευση του φρονήματος του δικαστή.
Αναμφίβολα, το δικαίωμα για δίκαιη δίκη δεν μπορεί παρά να εγγυάται την ακώλυτη πρόσβαση στην κρίση ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστή. Αμερόληπτος δικαστής, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι εκείνος από τον οποίο απουσιάζει κάθε προκατάληψη, κάθε συνειδητή εύνοια προς κάποιο διάδικο, αλλά και εκείνος που δεν έχει ιδιαίτερο προσωπικό ενδιαφέρον για το αντικείμενο της κρινομένης υπόθεσης. Όπως υποστηρίζει ο Δ. Ράικος,«Η αρχή της δικαστικής αμεροληψίας διασφαλίζει γνήσια και “ανόθευτη αβεβαιότητa” για την έκβαση της δίκης και γενικά για το αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας».
Από τις ίδιες αρχές εμπνέεται και η Δήλωση του Μπορντώ της 2ας Ιουλίου 2009 των Συμβουλευτικών Συμβουλίων των Ευρωπαίων Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος του Συμβούλιου της Ευρώπης και διακηρύσσει τα εξής: «Είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας το κράτος δικαίου να προστατεύεται από ένα δικαστικό σύστημα αμερόληπτο και αποτελεσματικό. Οι εισαγγελείς και οι δικαστές πρέπει να φροντίσουν σε όλα τα επίπεδα της δικαστικής διαδικασίας να προστατεύονται τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένων και των δικαιωμάτων των θυμάτων αδικημάτων, όπως και η ασφάλεια των ατόμων, και να υπάρχει απόλυτος σεβασμός του δικαιώματος του υπό κατηγορία ατόμου να υπερασπίζεται και να τυγχάνει δίκαιας δίκης ενώπιον αμερόληπτου και ανεξάρτητου δικαστή».
Παρ’ όλα αυτά, στη μεταμνημονιακή Ελλάδα, που εξακολουθεί να δεσμεύεται με την τήρηση όλων αυτών των θεσμικών, λειτουργικών και προσωπικών εγγυήσεων για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, προέκυψε στο πλαίσιο της εξιχνίασης του ιατροφαρμακευτικού σκανδάλου Novartis ένα μείζον πολιτικό σκάνδαλο «Παπαγγελόπουλου». Στο σκάνδαλο αυτό, σύμφωνα με καταγγελίες ανωτάτων εισαγγελικών λειτουργών, εμπλέκονται κυβερνητικοί και δικαστικοί λειτουργοί, που φέρονται να ενήργησαν από κοινού για να ενοχοποιήσουν για εγκλήματα διαφθοράς πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Μια τόσο σοβαρή όμως υπόθεση δεν επιβάλλει μόνο την ανάγκη της πλήρους διαλεύκανσής της, αλλά ξαναφέρνει στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου της χώρας τα συσσωρευμένα αλλά άλυτα προβλήματα της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Όλα αυτά που δεκαετίες τώρα αποφεύγουμε να συζητήσουμε και να αντιμετωπίσουμε. Εκτός από τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους, τους δικηγόρους, ήρθε η ώρα να αναλάβει και το δικαστικό σώμα τις ευθύνες του.
Είναι αδιανόητο στις σημερινές συνθήκες δημοκρατικής προόδου των δικαστικών θεσμών, να εμφανίζονται «πρόθυμοι» δικαστές και εισαγγελείς για να ικανοποιούν τις επιθυμίες των ισχυρών της εκτελεστικής και οικονομικής εξουσίας, με ή χωρίς ανταλλάγματα. Οπωσδήποτε οι Πολιτικοί δεν πρέπει να παριστάνουν τους Δικαστές, όμως ούτε και οι Δικαστές πρέπει να πολιτεύονται.
Παράλληλα η πολιτεία έχει χρέος απέναντι στην κοινωνία να διασφαλίσει τις προσωπικές και λειτουργικές εγγυήσεις αμεροληψίας των δικαστών, τόσο σε υποκειμενικό όσο και σε αντικειμενικό επίπεδο. Μόνο ο αμερόληπτος –και όχι απλά ο ανεξάρτητος– δικαστής, μπορεί αποτελεσματικά να ματαιώσει κάθε επιθυμία αθέμιτης επιρροής του φρονήματός του. Αυτός, και μόνο αυτός, είναι ο φυσικός φορέας προστασίας της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
Επιτέλους να υιοθετήσουμε ως κοινωνία το νόημα της ρήσης του Ronald Dworkin: «Οι δικαστές είναι όπως οι συγγραφείς που δημιουργούν μαζί ένα αλυσιδωτό μυθιστόρημα, στο οποίο καθένας γράφει ένα κεφάλαιο, το οποίο έχει νόημα μόνο ως κομμάτι της συνολικής ιστορίας» και όχι ως ξεχωριστή προσωπική περιπέτεια ενός εκάστου εξ αυτών.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]