Κώστας Ι. Περδίκης: Ξενοδοχείον ύπνου «Ο Καϊάφας»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”107147″ img_size=”full”][vc_column_text]
Στον Σπύρο Γρηγορόπουλο
Βρισκόταν στην ίδια θέση, με το σημερινό ξενοδοχείο “REX“. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα μεγάλο διώροφο κτίριο με στέγη από κεραμίδια, που εξυπηρετούσε στοιχειωδώς τους λιγοστούς, τότε, επισκέπτες της πόλης μας.
Στο ισόγειό του τα καλοκαίρια λειτουργούσε καφεζυθοζαχαρολπαστείο με την επωνυμία “‘Οασις”, που ’βγαζε τρία, τέσσερα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο του κεντρικού δρόμου, του Σταθμού, αλλά και πολύ περισσότερα στη μεγάλη αυλή προς τη δυτική πλευρά του κτιρίου. Η αυλή κλεινόταν ολόγυρα από ψηλή περικοκλάδα και στο κέντρο της υπήρχε τσιμεντένια πίστα για χορό. Στον υπόλοιπο χώρο του ισογείου ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, ο κυρ-Κώστας ο Κοπαννιτσάνος, που ήταν και επιπλοποιός, είχε το εργαστήρι του.
Τα ζεστά καλοκαιριάτικα βράδια ο θείος μου ο Γιώργος περίμενε μέχρι να κλείσει το μικρό εμπορικό του ο καλός του φίλος ο Παναγιώτης, ο Αδαμάκος, για να πάνε μετά για μπύρα στην δροσερή αυλή του ξενοδοχείου. Καμιά φορά παίρνανε μαζί τους και μένα. Πιτσιρικάκι, χάζευα με θαυμασμό και λαχτάρα την παγωμένη βαρελίσια μπύρα με τον πλούσιο αφρό της, που την σερβίριζαν μέσα σε χοντρά γυάλινα ποτήρια. Για να μην μένω παραπονεμένος μου παραχωρούσαν σχεδόν όλες τις τηγανιτές πατάτες, που συνόδευαν τη μπύρα τους. Όταν αρκετά χρόνια αργότερα δοκίμασα για πρώτη μου φορά μπύρα μου φάνηκε τόσο πικρή και απαίσια η γεύση της που έκανα μεγάλη προσπάθεια για να τη συνηθίσω.
Από το μπαλκονάκι του ορόφου, που ’βλεπε στην αυλή, απάγγειλα σαν μαθητής της πρώτης ή δεύτερης τάξης του Δημοτικού το πρώτο μου ποίημα. Το βρήκε και μου το πρότεινε ο Αργύρης, ο μεγάλος γιος του κυρ Χρήστου, του τσαγκάρη γείτονά μας, για την εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου. Θυμάμαι μοναχά την πρώτη του στροφή:
Έλληνας είναι τ’ όνομά μου
και περήφανος γι αυτό
μάνα την Ελλάδα έχω
και για κείνη θα πονώ.
Τις πρωτόγονες τότε ηχητικές εγκαταστάσεις, μικρόφωνο, μεγάφωνα-χωνιά, ενισχυτή, κ.λ.π. φρόντιζε αποκλειστικά ο δαιμόνιος Θοδωράκης Παναγόπουλος ή Κλίγγος.
Ήταν ένα πρωινό του ’76, αν δεν κάνω λάθος, που μαζί με τον Σπύρο τον τότε συνέταιρό μου ανεβήκαμε τη σκάλα του παλιού ξενοδοχείου για να συναντήσουμε τον κυρ Κώστα. Μας είχε μηνύσει ότι σκόπευε στη θέση του παλιού να σηκώσει νέο σύγχρονο ξενοδοχείο και πως θα προτιμούσε να αναθέσει σε μας, τους άρτι αποφοιτήσαντες μηχανικούς, τη μελέτη του νέου κτιρίου.
Βρήκαμε τον κυρ Κώστα στο κρεβάτι, με συνάχι, να μας περιμένει και αρχίσαμε τις συνεννοήσεις και τις διαπραγματεύσεις. Πήγε μεσημέρι για να καταλήξουμε, ύστερα από πολλά παζάρια, σε συμφωνία και στην τελική αμοιβή μας. Πανέξυπνος καθώς ήταν ο κυρ Κώστας και άνθρωπος της αγοράς ήθελε να εξασφαλίσει για λογαριασμό του το καλύτερο αποτέλεσμα με όσο το δυνατό μικρότερο κόστος.
Έτσι, το ξενοδοχείο του κυρ Κώστα αποτέλεσε για μας το ξεκίνημά μας, την πρώτη μας μελέτη…
Υ.Γ. Τη φωτογραφία μου παραχώρησε η Λίτσα Πετροπούλου.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]