Κώστας Περδίκης: Των Αγίων Θεοδώρων
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”106690″ img_size=”full”][vc_column_text]Η γιορτή των Αγίων Θεοδώρων, απ’ όσο θυμάμαι, έπεφτε πάντα μέσα στα διαγωνίσματα και τα διαβάσματα του Α΄ εξαμήνου.
Στον Κακόβατο, το γειτονικό μας χωριουδάκι, οι Άγιοι Θεόδωροι είναι “πολιούχοι” και τη μέρα της γιορτής τους γινόταν πανηγύρι.
Οι Κακοβατίτισες είχαν έθιμο να φτιάχνουν στη χάρη των αγίων την περίφημη κολοκυθόπιτα. Ήταν γλυκιά, όχι αλμυρή, με φύλλο και έμοιαζε με μπακλαβά. Τη θέση όμως του τριμμένου καρυδιού την έπαιρνε η σάρκα μιας κολοκύθας, από κείνες τις τεράστιες, τις πορτοκαλί.
Οι γλεντζέδες Ζαχαραίοι νοίκιαζαν ταξί και έσπευδαν, συν γυναιξί και τέκνοις, κάθε χρόνο στο πανηγύρι.
Ο πατέρας μας δεν ήταν άνθρωπος του πανηγυριού. Ήταν βαρύς τύπος, του σπιτιού, που σπάνια έμπαινε σε καφενείο. Η καημένη η μητέρα μας προσπαθούσε να κάνει για μας ό,τι εκείνος, εκ χαρακτήρος, δεν έκανε και τις περισσότερες φορές δεν μας χάλαγε χατίρι.
Κάτι όμως τα καταραμένα διαγωνίσματα, κάτι που ο Κακόβατος μας έπεφτε λίγο μακριά, δεν είχαμε αξιωθεί να πάμε, έστω μια χρονιά, στο πανηγύρι. Στα αφτιά μας έφτανε ο απόηχος της γιορτής, που μόνο λύπη και παράπονο μας γέμιζε.
Πολλά χρόνια μετά, ζήτησα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, από μια Κακοβατίσισα, παλιά συμμαθήτριά μου, να μου φτιάξει κολοκυθόπιτα για να γευτώ κι εγώ επιτέλους τη γλύκα της.
Πήρα, τότε, την εξής απάντηση:
«Πού να τρέχω Κώστα μου, τη σήμερον ημέρα, να βρω κολοκύθα για να σου φτιάξω πίτα. Δεν ξέρω οι άλλες τι κάνουν, εγώ πάντως εδώ και χρόνια τώρα, το έχω γυρίσει στο τσιζκέικ… »[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]