Καθοριστικός ο ρόλος της Ελλάδας στη διαμόρφωση Ευρωπαϊκής πολιτικής για τη Συρία
Δρ. Κωνσταντίνος Π. Μπαλωμένος*
Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα στο ήδη ασταθές και έντονα συγκρουσιακό περιβάλλον ασφάλειας της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής.
Ο ρόλος επίσης, που φιλοδοξεί να διαδραματίσει η Τουρκία ως ρυθμιστής των εξελίξεων στη μετά Άσαντ εποχή, καθώς και η επιδίωξή της να μετατρέψει τη Συρία σε Τουρκικό Προτεκτοράτο, περιπλέκει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Λαμβάνοντας υπόψη τις εμφανείς, αλλά και τις υπόγειες κινήσεις των κύριων παικτών (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία, Ισραήλ, ΗΠΑ, Αραβικά κράτη κ.α.), που εμπλέκονται στη Συρία, αλλά και της διεθνούς κοινότητας γενικότερα, ελλοχεύει ο κίνδυνος:
- επανέναρξης των εχθροπραξιών μεταξύ των ένοπλων τοπικών φατριών για τη νομή της εξουσίας ή για εθνοτικούς και θρησκευτικούς λόγους,
- μιας γενικευμένης σύρραξης μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ για την εξόντωση ή την υπεράσπιση των Κούρδων της Συρίας και της εξασφάλισης των γεωπολιτικών τους συμφερόντων,
- επέκτασης της σύγκρουσης πέρα από τη Μέση Ανατολή, με απρόβλεπτες συνέπειες για την περιφερειακή σταθερότητα και την παγκόσμια ειρήνη.
Λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω εξελίξεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η χαρακτηριστική απουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), τόσο σε διπλωματικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο.
Προφανώς, η οικονομική και πολιτική κρίση στη Γαλλία και Γερμανία έχουν επηρεάσει αρνητικά τα κέντρα λήψης αποφάσεων των Βρυξελλών, με αποτέλεσμα η Ε.Ε. να δυσκολεύεται να ασκήσει μια αξιόπιστη Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, όπου θα εξασφαλίσει τη συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη και θα ενισχύσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.
Συγκεκριμένα, η Ε.Ε. αδυνατεί να λειτουργήσει ως ένας αξιόπιστος πάροχος ασφάλειας -όπως ορίζει ο πρωταρχικός στόχος της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Πυξίδας (Strategic Compass)- και να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας, επηρεάζοντας τις διεθνείς εξελίξεις.
Το πιο επικίνδυνο όμως είναι, ότι οι αξιωματούχοι της Ε.Ε., αδυνατούν να κατανοήσουν τα γεγονότα και τις εξελίξεις στη Συρία καθώς επίσης, τους κινδύνους που καραδοκούν τόσο για την Ευρώπη όσο και για τη διεθνή κοινότητα.
Για του λόγου το αληθές, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τελευταία συνάντηση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κας. Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν με τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ.
Κατά τη συνάντηση αυτή, η Ευρωπαία αξιωματούχος έσπευσε να προσφέρει οικονομική βοήθεια ενός δις ευρώ στον κ. Ερντογάν για την φιλοξενία των Σύρων προσφύγων στην Τουρκία, τη στιγμή που οι Σύριοι πρόσφυγες επιστρέφουν μαζικά στην πατρίδα τους. Επίσης, η κα Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν εξήρε το ρόλο της Τουρκίας ως παράγοντα διασφάλισης της σταθερότητας στη Συρία, τη στιγμή όπου η Τουρκία αποτελεί τον κύριο παράγοντα αποσταθεροποίησης στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής.
Υπό το πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα καλείται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση μιας αξιόπιστης ευρωπαϊκής πολιτικής για τη Συρία και τη Μέση Ανατολή γενικότερα.
Συγκεκριμένα, ο Έλληνας Πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει να συνεχίσει τις έως τώρα σημαντικές παρεμβάσεις του και να αξιοποιήσει ακόμη περισσότερο το διεθνές κύρος και την επιρροή του στους ομολόγους του (με πολλούς από τους οποίους διαθέτει άριστη προσωπική και πολιτική σχέση), ώστε: α) να αντιληφθούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας το κόστος ασφαλείας που θα κληθεί να πληρώσει η Ευρώπη σε περίπτωση περαιτέρω αποσταθεροποίησης της Συρίας και της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής και β) να ληφθούν από μέρους της Ε.Ε. άμεσες αποφάσεις και απτές θεσμικές πρωτοβουλίες που θα συμβάλουν στην αποκλιμάκωση της κρίσης στη Συρία, τη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και την ομαλή πολιτειακή της μετάβαση και σταθεροποίηση.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε, ότι στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες, στις 19/12/2024, η Ελλάδα μαζί με την Κύπρο και την Αυστρία κατέθεσαν Non-Paper σχετικά με τα επόμενα βήματα που θα πρέπει να αναλάβει η Ε.Ε. για να μην παραμείνει παρατηρητής των εξελίξεων στη Συρία.
Επίσης, οι Πρωθυπουργοί Ελλάδας και Κύπρου ενημέρωσαν τους ομολόγους τους για την πιθανότητα να καθοριστεί κάποιου είδους ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Συρίας, που να παραγνωρίζει τα αναμφισβήτητα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου, τονίζοντας ότι: «Δεν μπορεί να υπάρξει πιθανότητα οποιασδήποτε συμφωνίας Τουρκίας – Συρίας, που να καταπατά τα δικαιώματα της Κύπρου».
Στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., υπήρξε και μια ακόμη επιτυχία για την Ελλάδα.
Έπειτα από πρόταση του Έλληνα Πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη, συμφωνήθηκε η σύγκληση Έκτακτης Συνόδου της Ε.Ε. στις 3 Φεβρουαρίου 2025, με αποκλειστικό θέμα την Ευρωπαϊκή Άμυνα. Η πρόταση του κ. Μητσοτάκη έρχεται σε συνέχεια της Επιστολής που είχε αποστείλει το Μάιο του 2024 ο Έλληνας Πρωθυπουργός μαζί με τον Πολωνό Πρωθυπουργό κ. Τούσκ στην κα. Φον ντερ Λάϊεν, με αίτημα τη δημιουργία μιας κοινής «ΑΣΠΙΔΑΣ» για την αεράμυνα της Ευρώπης, με κοινοτική χρηματοδότηση.
Κοντολογίς, αν στην έκτακτη Σύνοδο της Ε.Ε. που θα λάβει χώρα στις 3/2/2025 επιτευχθεί ο στόχος του Έλληνα Πρωθυπουργού, η Ελλάδα θα μπορέσει να εντάξει την άμυνά της στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής άμυνας και έτσι, μέσω ευρωπαϊκής χρηματοδότησης να καλύψει τους πόρους που απαιτούνται για την ικανοποίηση μέρους ή του συνόλου των εξοπλιστικών της αναγκών.
Αν επιτευχθεί κάτι τέτοιο, το όφελος για την Ελλάδα εκτός από αμυντικό θα είναι και δημοσιονομικό.
Για παράδειγμα, ας αναλογιστούμε τι θα συμβεί αν η Ελλάδα κατορθώσει να λαμβάνει κάθε χρόνο 3 έως 5 δις Ευρώ, για την κάλυψη των εξοπλιστικών της αναγκών από την Ε.Ε.. Τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό, θα δημιουργήσουν δημοσιονομικό χώρο και θα μπορέσουν να αξιοποιηθούν από την οποιαδήποτε Ελληνική Κυβέρνηση, για κοινωνικές παροχές και τη βελτίωση του βοιωτικού επιπέδου των Ελλήνων πολιτών.
Για την επίτευξη του στόχου αποδόμησης της Τουρκίας, η Ελλάδα θα μπορούσε να επικαλεστεί τις αρχές όπου βασίζεται η ευρωπαϊκή ασφάλεια (δηλαδή το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, τα ιδρυτικά έγγραφα του ΟΑΣΕ, συμπεριλαμβανομένων την Τελική Πράξη του Ελσίνκι και τη Χάρτα του Παρισιού), που αναφέρονται ρητά και ξεκάθαρα στην κυριαρχική ισότητα και εδαφική ακεραιότητα των κρατών, το απαραβίαστο των συνόρων, την αποχή από την απειλή ή τη χρήση βίας και την ελευθερία των κρατών να επιλέγουν ή να αλλάζουν τις δικές τους ρυθμίσεις ασφαλείας.
Από μέρους της ελληνικής διπλωματίας θα πρέπει να επισημανθεί επίσης, ο κίνδυνος ενός νέου μεταναστευτικού κύματος σε περίπτωση που παραταθούν ή κλιμακωθούν οι ένοπλες συγκρούσεις και συνεχιστεί η αστάθεια στην περιοχή, τονίζοντας ιδιαίτερα, την απειλή ασφάλειας που θα προκύψει σε περίπτωση που μέσω των εν λόγω ροών εισέλθουν ισλαμιστές τρομοκράτες στην Ευρώπη.
Εν κατακλείδι, κόντρα στις φωνές του λαϊκισμού και τους παντός είδους κινδυνολόγους που μιλούν για αμηχανία της Ελλάδας μετά τις τελευταίες εξελίξεις στη Συρία, και την ανάδειξη της Τουρκίας σε πρωταγωνιστή στην περιοχή, η Ελλάδα δεν έχει λόγο να ανησυχεί.
Έχει δικαιωθεί από τις έως τώρα στρατηγικές της επιλογές, διαθέτει γεωπολιτική και διπλωματική ισχύ για να εξισορροπήσει την πρόσκαιρη ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας και μέσω της Ε.Ε. και των ισχυρών συμμαχιών της, να καταστεί σημαντικός παίκτης, αλλά και πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή και τέλος, εγγυητής για την ειρηνική μετάβαση στη Συρία.
Υπό αυτή την οπτική, η Ελλάδα χρειάζεται να αξιοποιήσει τις στρατηγικές ευκαιρίες που θα προκύψουν και να αναπτύξει ακόμη πιο ενεργή διπλωματία, ώστε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της πολιτικής της Ε.Ε. για τη Συρία, να καταστεί ο εκφραστής της Ευρώπης στην περιοχή και να αυξήσει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα.
*Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος
Πρώην Γενικός Διευθυντής – Γενικής Διεύθυνσης Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ) Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ)