“Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή’’
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”140377″ img_size=”full”][vc_column_text]Ο ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ
του Γιώργου Ευθυμίου, Εκπ/κού.
Στο Θεσσαλικό κάμπο, και σε απόσταση 20 περίπου χιλιομέτρων από το Βόλο, βρίσκεται το Βελεστίνο με τα κρυστάλλινα νερά του και τους κατάφυτους και μυροβόλους τόπους του.
Στον όμορφο αυτό τόπο, στα 1757, η αρχόντισσα, κυρά Μαρία Κυριαζή, εγέννησε ένα χαριτωμένο αγόρι, τον Αντώνη της, που, ένα σημαίνον πρόσωπο της εποχής, ο Χριστόφορος Περαιβός, τον ονόμασε “Ρήγα Φεραίο„ , όπως τον ξέρουμε κι εμείς.
Την εποχή, που γεννήθηκε ο Ρήγας, τον όμορφο αυτόν τόπο τον σκέπαζε το μαύρο σκοτάδι μιας αλύπητης σκλαβιάς. Η σκλαβιά αυτή για το Ρήγα, στην αρχή, δεν ήταν τόσο καταθλιπτική, γιατί ο πατέρας του ήταν προεστός του Βελεστίνου, από το οποίο ονομαζόταν και Βελεστινλής, και γι’ αυτό η παιδική του ζωή ήταν πιο εύκολη κι ευτυχισμένη.
Η μητέρα του, βαθιά Ελληνίδα, καλλιεργούσε από πολύ ενωρίς με επιμέλεια στην ψυχή του τα πιο μεγάλα και ευγενικά ιδανικά, την αγάπη στην Πατρίδα και το σεβασμό προς τη θρησκεία.
Στο σχολείο του Βελεστίνου, από το οποίο και Βελεστινλής ονομαζόταν, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα, ξεχώριζε ανάμεσα στους συμμαθητές του, γιατί ήταν άριστος μαθητής και γιγαντόσωμος νέος. Οι Βελεστινιώτες και οι γονείς του τον καμάρωναν και τον είχαν υπόδειγμα ευφυΐας και παλληκαριάς.
Αντίθετα, οι Τούρκοι τον έβλεπαν με φανερό μίσος. Μάλιστα τα Τουρκόπουλα δεν άφηναν ευκαιρία, που να μην τον βρίζουν και να μην τον πετροβολούν με το: Γκιαούρι-άπιστε.
Έτσι πέρασε τα πρώτα του χρόνια και σαν τέλειωσε το σχολείο τού Βελεστίνου, οι γονείς του τον έστειλαν στη Ζαγορά, στο μεγάλο εθνικό δάσκαλο Κωνσταντά.
Στα δεκαεφτά του χρόνια ο Ρήγας διακρινόταν για τη μεγάλη του φιλομάθεια και γι’ αυτό το ανήσυχο πνεύμα του, για να γνωρίσει βαθύτερα την Ιστορία της Χώρας μας, αλλά και την πνευματική, πολιτική και πολιτισμική πορεία της από τα πανάρχαια χρόνια , τον οδήγησε στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στη Μονή του Βατοπεδίου, όπου ήταν ο συμπατριώτης του πατήρ Νικόδημος.
Εκεί βρήκε πολύτιμα βιβλία και ιστορικά χειρόγραφα, τα οποία μελέτησε με προσοχή. Ανέβηκε με τον ιερομόναχο αυτόν στις ψηλές κορφές του Αγίου Όρους, αγνάντεψε από εκεί τα δεντελωτά ακρογιάλια της Χαλκιδικής και είδε από μακριά τα όμορφα νησιά του Αιγαίου, τους πλατιούς κάμπους και τα ψηλά βουνά της Μακεδονίας, που σκλαβωμένα στέναζαν κάτω από το βαρύ πέλμα του βάρβαρου τυράννου και τα στήθη του τα πλάκωνε ένας μεγάλος καημός και μια ανείπωτη μελαγχολία τού σκέπαζε κάθε χαρά.
Ο ευαίσθητος αυτός νέος αναστενάζοντας τότε ψιθύρισε “Καημένη Ρωμιοσύνη„ ως πότε θα προσκυνάς τον άπιστο Αγαρηνό και θα ανέχεσαι τον αιμοβόρο τύραννο.
Όταν τέλειωσε στο Άγιον Όρος τις μελέτες του, αποφάσισε να γυρίσει στην Πατρίδα του. Τα παθήματα της φυλής βασάνιζαν την ευαίσθητη ψυχή του και για να νιώσει τον εαυτό του ελεύθερο, αποφάσισε ν’ ανεβεί στις απάτητες κορφές του Ολύμπου, όπου λημέριαζαν οι Πρόδρομοι της Λευθεριάς,
Οι α ρ μ α τ ω λ ο ί και οι κ λ έ φ τ ε ς.
Ενθουσιάστηκε ο Ρήγας από το ηρωϊκό περιβάλλον, που προστάτευε την Ελληνική θεά Ελευθερία, έζησε τη ζωή της λεβεντιάς των κλεφτών και αρματωλών, γυμνάσθηκε, χόρεψε και τραγούδησε τα κλέφτικα τραγούδια:
“Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή„.
Αλλά στον Όλυμπο δε μένει πολύ. Άλλα καθήκοντα και βαρύτατες υποχρεώσεις προς το σκλαβωμένο έθνος τον καλούν. Έφυγε, λοιπόν, από εκεί, και ξαναγύρισε στο Βελεστίνο, στους αγαπημένους του γονείς και συγχωριανούς του.
Έφυγε όμως πάλι από το αγαπημένο του χωριό, γιατί το καθήκον του και η πατριωτική του φλόγα τον καλούσε να μεταδώσει τις γνώσεις του και το πάθος του για τη λευτεριά, σαν δάσκαλος που έγινε στο Άγιον Όρος, στους μαθητές τού Κισσού του Πηλίου.
Πόσο φλογερός δάσκαλος ήταν ο Ρήγας, το καταλαβαίνει ο καθένας μας.
Με τη μεγάλη του μόρφωση, με την ευαίσθητη στα δεινά του γένους ψυχή του, με τη θερμή φιλοπατρία του και την άπειρη λατρεία του προς την Ελευθερία και τη δόξα των υπεραιώνιων προγόνων μας, έγινε ο φωτεινός φάρος, που φώτιζε και θέρμαινε κάθε Ελληνική ψυχή και ενέπνεε τα μεγάλα ιδανικά, το καθήκον και τη θυσία.
Τα καθημερινά μαρτύρια των Ελλήνων, που έβλεπε μπροστά του με τα ίδια του τα μάτια, του μάτωναν την ψυχή.
Αποφάσισε λοιπόν να αφήσει το χωριό του, τους γονείς του, το επάγγελμα του Δασκάλου και να ξεκινήσει τον απελευθερωτικό του αγώνα από την Κωνσταντινούπολη.
Πήγε λοιπόν σ’ αυτήν και παρουσιάσθηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που ήταν τότε μεγάλος διερμηνέας και έφερε το χαιρετισμό των βασανισμένων πατριωτών.
Ο Υψηλάντης τον άκουσε συγκινημένος και με θαυμασμό για την αρρενωπή μορφή του, το θάρρος του και τη μεγάλη μόρφωσή του και γι’ αυτό τον προσέλαβε ως γραμματέα του και τον έκανε εγκάρδιο κι έμπιστο φίλο του.
Κοντά στον Υψηλάντη ο Ρήγας συμπλήρωσε τη μόρφωσή του. Έμαθε να ομιλεί και να γράφει Γαλλικά, Γερμανικά και Ιταλικά κι έτσι μπορούσε να παρακολουθεί εύκολα την τότε πολιτική κίνηση.
Το 1790 τον βρίσκουμε Γραμματέα του Μαυρογέννη στη Μολδαβία. Σε θέση δηλ. μεγάλη κι επίζηλη.
Εκεί σχετίσθηκε με εξέχοντες Ρώσους, Γάλλους, Αυστριακούς και άλλους Ευρωπαίους κι από τις σχέσεις του μ’ αυτούς απέκτησε ακόμη πολιτική και διπλωματική ωριμότητα και φίλους πιστούς.
Η φλόγα της ψυχής του φώτιζε και θέρμαινε όλους τους σκλαβωμένους Έλληνες, όπου κι αν βρίσκονταν.
Το πρώτο και αισιόδοξο επίτευγμά του ήταν να συγκεντρωθούν διαλεχτοί Έλληνες του Βουκουρεστίου και να θεμελιώσουν την Πατριωτική Εταιρεία, που ήταν ο πρώτος καρπός του σπόρου, που έσπειρε σε γόνιμη γη και ξαπλώθηκε και θέριεψε σε κάθε γωνιά, όπου έπαλλε Ελληνική καρδιά.
Τα φλογερά του ποιήματα κυκλοφορούσαν παντού, για να ξεσηκώσουν όλα τα Ελληνόπουλα και να τροφοδοτήσουν τη φωτιά, που έκαιγε το στήθος τους για Λευτεριά.
Όπου μιλούσε, όλοι κρέμονταν από τα χείλη του και έμοιαζε με ιεραπόστολο της Εθνικής Ιδέας. Εργαζόταν για τη δημιουργία μιας γενικής εξέγερσης των υπόδουλων Βαλκανικών λαών και ο αγώνας του δεν έμεινε ατελεσφόρητος.
Αντίθετα προετοίμασε το έδαφος, για να καρποφορήσει η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας.
Η προκήρυξη του Υψηλάντη, που ήταν ο επικεφαλής της Εταιρείας, ήταν εμπνευσμένη από τα κηρύγματα του Ρήγα .
Αλλά η μεγάλη πατριωτική του καρδιά δεν ικανοποιείτο μόνο από την εξέγερση των Ελλήνων. Ονειρευόταν ακόμη όλη η Ανατολή, όλα τα Βαλκάνια να οργανωθούν υπό την ηγεσία των Ελλήνων.
Κι ενώ ζούσε την ευτυχία των μεγαλεπήβολων σχεδίων του, έμαθε το θλιβερό γεγονός πως οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τον πατέρα του και την αδελφή του και πως η μάνα του πέθανε από τη λύπη της.
Αλλά τα θλιβερά αυτά γεγονότα δεν τον κατέβαλαν. Αντίθετα του δυνάμωσαν το μίσος του κατά των τυράννων.
Οι Τούρκοι από το άλλο μέρος δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά αποκεφάλισαν το μεγάλο προστάτη του Ρήγα στο πατριωτικό του έργο, το Μαυρογένη Νικόλαο, το γνωστό για τους αγώνες του προς αποτίναξη του ζυγού, τους οποίους αγώνες συνέχισε η μεγάλη αγωνίστρια, η κόρη του, Μαντώ Μαυρογένους, που, ως γνωστό, είχε εμπνεύσει σφοδρό έρωτα στο Δημήτριο Υψηλάντη.
Μετά την απώλεια του Μαυρογένη, του προστάτη του, ο Ρήγας αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Βιέννη, γιατί εκεί βρίσκονταν πολλοί έμποροι Έλληνες, που ήταν πλούσιοι και θα τον βοηθούσαν στην έκδοση των βιβλίων του με τα οποία θα ξεσήκωνε εναντίον των Τούρκων όχι μόνο τους Έλληνες αλλά και όλους τους Βαλκάνιους λαούς, που ήταν κι αυτοί υποταγμένοι.
Το 1773 λοιπόν ο Ρήγας, βοηθούμενος από το φίλο του Χριστόφορο Περαιβό, εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου οι πλούσιοι φιλοπάτριδες έμποροι, ο Αντώνης Κορωνιός, ο Στρατής Αργέντης και πολλοί άλλοι, διέθεσαν τεράστια ποσά για την εκτύπωση των επαναστατικών του βιβλίων και της Μάγγνα Χάρτα (της Μεγάλης δηλ. Ελλάδας).
Την εποχή εκείνη η Ευρώπη ήταν ανάστατη. Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης (1789) είχαν ξεσηκώσει όλους τους υποταγμένους λαούς. Μάλιστα ο Ρήγας είχε προετοιμάσει μια συνάντηση με τον Ναπολέοντα, που είχε γίνει δεκτή απ’ αυτόν κι έβλεπε την απαρχή της αποτίναξης του ζυγού.
Δυστυχώς, όμως αυτή η συνάντηση δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας ενός βδελυρού προδότη. Του Δημήτρη Οικονόμου.
Αυτός παραβίασε επιστολή του Ρήγα, που απευθύνετο στον συνεταίρο του Αντώνιο Κορωνιό, και άνοιξε τα κιβώτια, που περιείχαν βιβλία και επαναστατικές προκηρύξεις και αντί να συγκινηθεί, έτρεξε και πρόδωσε στον κυβερνήτη της Τεργέστης το μεγάλο μυστικό.
Η Αυστριακή αστυνομία, που παρακολουθούσε μυστικά το Ρήγα, παραμόνευε και μόλις έφθασε στην Τεργέστη, τον συνέλαβε με το φίλο του Περαιβό και άλλους έξι συναγωνιστές του.
Δυστυχώς, η φιλοτουρκική Αυστριακή Κυβέρνηση, που δεν συμπαθούσε διόλου τους αγώνες του Ρήγα, δε δίστασε να βασανίσει απάνθρωπα και σκληρά τον Ε θ ν ο μ ά ρ τ η ρ α Ρήγα, που σθεναρά τους είπε ότι είναι πρόθυμος να υπομείνει τα πάντα:
“Για του Χριστού την πίστη την Αγία
και για της Πατρίδος την Ελευθερία.. „
Έτσι επί 30 μέρες ο Ρήγας και οι 7 σύντροφοί του υποβλήθηκαν στα πιο φρικτά βασανιστήρια, στη φυλακή του Βελιγραδίου, και στις 28 Μαΐου 1798 εκτελέσθηκαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο μετά από εντολή του Σουλτάνου.
Λίγο πριν εκπνεύσει ο Ρήγας πρόφερε τα τελευταία προφητικά του λόγια, τα λόγια που έμελλαν σε λίγα χρόνια να γίνουν πραγματικότητα και να μας αφήσουν ανεκτίμητη κληρονομιά, που πρέπει εσαεί να τη σεβόμαστε και να την υπερασπιζόμαστε.
“ Έτσι πεθαίνουν τα παλικάρια.
Αρκετόν σπόρον έσπειρα και
θάρθει η ώρα να βλαστήσει „.
Και η Πατρίδα μας, αποτίουσα φόρον τιμής στον ήρωα, έστησε τον ανδριάντα του στα Προπύλαια του Εθνικού Πανεπιστημίου των Αθηνών και στο βάθρο του εχάραξε:
“Σπερματ’ ελευθερίης Φεραίος σπείρεν αοιδός, αλλ’ ο μεν ώλετο, φευ, σπέρμα δ’ έβλαστε μέγα”…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]