Tο τέλος του εικοστού αιώνα επιφύλασσε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη στην επιστήμη της Φυσικής, την ωριμότερη από όλες τις θετικές επιστήμες, η οποία δεν μπορούσε πλέον να αποφύγει το ενοχλητικό ερώτημα: μήπως τελικά στη μακρά ιστορία της, τη γεμάτη από εκπληκτικές ανακαλύψεις και συγκλονιστικές κατακτήσεις, κατάφερε τελικά να γνωρίσει μόνο ένα ελάχιστο τμήμα του πραγματικού Κόσμου;
Η πρώτη σοβαρή υποψία ότι το Σύμπαν μας φιλοξενεί μια μεγάλη και παντελώς αόρατη ποσότητα ύλης διατυπώθηκε το 1933 από τον Φριτς Τσβίκι, έναν αιρετικό Ελβετό αστροφυσικό που εργαζόταν στις ΗΠΑ. Μελετώντας στο τηλεσκόπιο ένα σμήνος γαλαξιών (το σμήνος της Κόμης), διαπίστωσε ότι οι εξωτερικοί γαλαξίες αυτού του σμήνους κινούνταν υπερβολικά γρήγορα. Κινούνταν δηλαδή με σχετικές ταχύτητες που δεν προβλέπονταν από τις γνωστές ελκτικές δυνάμεις της βαρύτητας που ασκούνται από τη συνολική μάζα των γαλαξιών που συγκροτούν αυτό το σμήνος.
Αν, όπως υποστήριξε ο Τσβίκι, το γαλαξιακό σμήνος περιείχε μόνο τη γνωστή μας «ορατή ύλη», τότε οι βασικοί νόμοι της νευτώνειας Φυσικής θα επέβαλαν τη διάλυση του σμήνους. Το γεγονός ότι οι γαλαξίες δεν διαλύονται στο Διάστημα, αλλά εξακολουθούν να κινούνται ως ένα συμπαγές σμήνος, μπορεί να σημαίνει είτε ότι περιέχουν μία πολύ μεγαλύτερη ποσότητα εντελώς αόρατης ύλης είτε ότι οι γνωστοί φυσικοί νόμοι δεν ισχύουν σε αυτή την περίπτωση.
Για πολλές δεκαετίες η διεθνής αστρονομική κοινότητα αγνόησε τις ανατρεπτικές παρατηρήσεις του Τσβίκι. Μόνο έπειτα από σαράντα χρόνια, τη δεκαετία του 1970, χάρη κυρίως στο πρωτοποριακό έργο της αστρονόμου Βέρα Ρούμπιν, η επιστήμη της Αστροφυσικής άρχισε διστακτικά να θέτει το ενοχλητικό πρόβλημα του «ελλείμματος» ύλης στη συνολική μάζα του Σύμπαντος.
Μελετώντας την ταχύτητα περιστροφής του δικού μας γαλαξία, αλλά και άλλων δώδεκα μακρινών γαλαξιών, η Ρούμπιν επιβεβαίωσε ότι όλοι ανεξαιρέτως κινούνται πολύ ταχύτερα απ’ ό,τι αναμέναμε. Επομένως, αν ο γαλαξίας μας περιείχε μόνο την προβλεπόμενη και ορατή ποσότητα ύλης θα έπρεπε να είχε διασκορπιστεί από καιρό.
Το ευτυχές γεγονός ότι ο γαλαξίας μας διατηρεί τη συνοχή του και δεν έχει ακόμη διασκορπιστεί στο Διάστημα οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι «ζυγίζει» πολύ περισσότερο από το άθροισμα της μάζας όλων των αστέρων, πλανητών και των άλλων ουράνιων σωμάτων που τον συγκροτούν. Συνεπώς, θα πρέπει να περιέχει μια επιπλέον ποσότητα ύλης, την οποία εύστοχα αποκάλεσαν «αόρατη» ή «σκοτεινή» ύλη, αφού δεν εκδηλώνει την παρουσία της εκπέμποντας ακτινοβολία, αλλά μόνο μέσω των βαρυτικών αλληλεπιδράσεων της μάζας της.
Ομως, οι δυσάρεστες εκπλήξεις για τους φυσικούς δεν τελείωσαν με την ανακάλυψη της σκοτεινής ύλης. Σχεδόν ταυτόχρονα ήρθε να προστεθεί στη Φυσική μία ακόμη πιο αινιγματική παρουσία: η «σκοτεινή ενέργεια». Αυτή προέκυψε από μια σειρά ακριβείς αστρονομικές παρατηρήσεις που οδηγούσαν στην άκρως ενοχλητική διαπίστωση ότι το γνωστό Σύμπαν διαστέλλεται διαρκώς και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Αναλύοντας τη συμπεριφορά ορισμένων γιγάντιων αστεριών που ονομάζονται «υπερκαινοφανείς αστέρες», επειδή τελειώνουν τη ζωή τους με μια γιγάντια έκρηξη, οι σύγχρονοι αστροφυσικοί διαπίστωσαν ότι αυτές οι αστρικές εκρήξεις είναι λιγότερο φωτεινές απ’ ό,τι υπολόγιζαν. Γεγονός που δείχνει ότι το Σύμπαν, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζουν οι κλασικές θεωρίες, δεν είναι στατικό αλλά διαστέλλεται.
Πολύ εύλογα λοιπόν υπέθεσαν ότι θα πρέπει να υπάρχει «κάτι» στο Σύμπαν που το αναγκάζει να επιταχύνει αντί να επιβραδύνει, ως όφειλε, τη διαστολή του. Πράγματι, όλες οι παρατηρήσεις επιβεβαιώνουν την ανάγκη ύπαρξης στο Σύμπαν μιας εντελώς άγνωστης αλλά πανίσχυρης «αντιβαρυτικής δύναμης» που το ωθεί να δραπετεύει. Και επειδή οι επιστήμονες αγνοούν τόσο τη φύση όσο και την προέλευση αυτής της άγνωστης μορφής ενέργειας, τη βάπτισαν «σκοτεινή ενέργεια» ή «ενέργεια του κενού».
Η σκοτεινή ενέργεια εισάγεται στη Φυσική για να εξηγηθεί αυτό το παράδοξο: πώς είναι δυνατόν το Σύμπαν να διαστέλλεται -και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς!- αν η μοναδική δρώσα δύναμη είναι η βαρύτητα, η οποία, ως γνωστόν, είναι αποκλειστικά ελκτική δύναμη; Ο συνδυασμός της σκοτεινής ενέργειας με τη σκοτεινή ύλη έχει δημιουργήσει μια εφιαλτική κατάσταση στη σύγχρονη Φυσική, αφού ουδείς γνωρίζει από πού προέκυψαν ούτε το πώς επηρεάζουν την ορατή ύλη αυτές οι κυριολεκτικά… «σκοτεινές» οντότητες.
Μολονότι έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για τη σκοτεινή πλευρά της σύγχρονης Φυσικής, ελάχιστα καταφέρνουν να αναδείξουν όλες τις πτυχές της, παρουσιάζοντας όχι απλώς τις νέες επιστημονικές κατακτήσεις αλλά και τις ιστορικές προϋποθέσεις και τις ιδιαίτερα ανατρεπτικές γνωσιολογικές συνέπειες της ανακάλυψης της «σκοτεινής» ύλης και ενέργειας.
Ο Νταβίντ Ελμπάζ (David Elbaz), συγγραφέας του βιβλίου «Αναζητώντας το αόρατο Σύμπαν» που μόλις κυκλοφόρησε άριστα μεταφρασμένο και επιμελημένο από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, είναι ένας διεθνούς φήμης Γάλλος αστροφυσικός που με το έργο του έχει συμβάλει στην έρευνα της σκοτεινής ύλης-ενέργειας. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ένας ικανότατος εκλαϊκευτής της επιστήμης, συγγραφέας πολυάριθμων επιστημονικών άρθρων και δύο μυθιστορημάτων γύρω από καυτά επιστημονικά θέματα.
Χάρη στα αξιόλογα συγγραφικά του προσόντα και την ευρύτερη επιστημολογική-ανθρωπιστική του παιδεία, ο συγγραφέας του βιβλίου κερδίζει το δύσκολο εκλαϊκευτικό στοίχημα: καταφέρνει να παρουσιάσει στους μη ειδικούς αναγνώστες, με τρόπο εύληπτο και γοητευτικό, τα δυσεπίλυτα κοσμολογικά και φιλοσοφικά προβλήματα που ανακύπτουν από την αναγνώριση της ύπαρξης αυτών των αόρατων φυσικών οντοτήτων.
Στις σελίδες του ο αναγνώστης θα βρει μια εξαιρετική παρουσίαση των επιστημονικών ανακαλύψεων της Κοσμολογίας, της Αστροφυσικής αλλά και της Μικροφυσικής, που οδήγησαν τελικά την επιστήμη της Φυσικής στην αποδοχή της όντως ασυνήθιστης ιδέας μιας «αόρατης» ύλης και ενέργειας.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο προσόν αυτού του βιβλίου είναι ότι θέτει ρητά και αντιμετωπίζει το πιο βασανιστικό ερώτημα που προκύπτει από αυτές τις επαναστατικές εξελίξεις στη Φυσική: Είναι άραγε αλήθεια, όπως συχνά λέγεται, ότι η αύξηση των επιστημονικών μας γνώσεων οδηγεί γραμμικά και αναπόδραστα στη μείωση της άγνοιάς μας; Ή μήπως η πρόοδος της επιστήμης μας, παρά τις ασύλληπτες γνωστικές και τεχνολογικές ανατροπές που συνεπάγεται, οδηγεί τελικά στη συνειδητοποίηση των γνωστικών μας ψευδαισθήσεων;