«Η πεταλούδα μας δεν είχε χώρο να πετάξει»: Ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος μιλά για τον ΑΣΟ που θα στεγάσει το Φεστιβάλ Κιν/φου
Συνέντευξη στην Αφροδίτη Ερμίδη
Έπειτα από 22 χρόνια το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους, ένα από τα πιο σημαντικά στο είδος του παγκοσμίως, βρίσκει επιτέλους τη μόνιμη στέγη του. Όπως είναι γνωστό, ένα βιομηχανικό μνημείο του Πύργου λοιπόν, οι παλιές αποθήκες του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού (ΑΣΟ), θα αναβιώσει και θα στεγάσει αίθουσες προβολών και εργαστηρίων, κινηματογραφικό πλατό, στούντιο animation και ηχογράφησης, μουσειακές συλλογές για την ιστορία του κινηματογράφου και την ιστορία της σταφίδας αλλά και χώρους που θα φιλοξενούν πολιτιστικές εκδηλώσεις τρίτων.
Η κυριότητα του κτιριακού συγκροτήματος θα ανήκει στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, ενώ το φεστιβάλ με την εμπειρία και την τεχνογνωσία του θα συντηρεί τις εγκαταστάσεις, εξασφαλίζοντας τη μακροβιότητά τους. Ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος, ένας από τους τρεις δημιουργούς του θεσμού και πρόεδρος της ΚΟΙΝΣΕΠ Φεστιβάλ Ολυμπίας μίλησε στην εφημερίδα Documento για το έργο που αναμένεται να ολοκληρωθεί τα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια.
Να ξεκινήσουμε με την ιστορία του συγκροτήματος του ΑΣΟ;
Ο χώρος λειτούργησε από το 1930 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οπότε εγκαταλείφθηκε. Σήμερα αποτελεί ιδιοκτησία της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Πρόκειται για ένα συγκρότημα κτιρίων έκτασης 3.000 τ.μ., το οποίο βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της πόλης και κατασκευάστηκε πλάι στη σιδηροδρομική γραμμή Πύργου – Κατάκολου για την επεξεργασία, διαλογή και συσκευασία της σταφίδας.
Ποια αναπτυξιακή δυναμική θα απελευθερώσουν η ανάπλαση των κτιρίων και η παραχώρησή τους στο φεστιβάλ;
Η πρότασή μας για τη μετατροπή του συγκροτήματος του ΑΣΟ δεν έχει να κάνει απλώς με τη στέγαση του φεστιβάλ, αλλά στοχεύει να καταστήσει την πόλη πόλο έλξης νέων ανθρώπων που έχουν κοινά ενδιαφέροντα τον κινηματογράφο και τα νέα μέσα επικοινωνίας. Επομένως είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τι μπορεί να σημαίνει για τον Πύργο και την ευρύτερη περιοχή του η ετήσια λειτουργία του ΑΣΟ. Χιλιάδες παιδιά από την Ελλάδα και το εξωτερικό θα πηγαινοέρχονται, νέοι σκηνοθέτες και άλλοι καλλιτέχνες θα εκπαιδεύονται, θα δημιουργούν και θα παρουσιάζουν τις ταινίες τους, φοιτητές θα παρακολουθούν summer schools ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων κ.λπ.
Η μετεγκατάσταση του φεστιβάλ θα συμβάλει ουσιαστικά στην περαιτέρω ανάπτυξή του;
Οπωσδήποτε ναι. Εδώ και πολλά χρόνια ασφυκτιούμε λόγω της έλλειψης χώρων και εξοπλισμού. Οποιος μας επισκέπτεται καταλαβαίνει από την πρώτη στιγμή ότι η πεταλούδα μας (το έμβλημα του Φεστιβάλ Ολυμπίας) δεν έχει χώρο για να πετάξει. Οι εγκαταστάσεις αυτές θα απελευθερώσουν μια δυναμική που κρατείται εν υπνώσει, τόσο σε σχέση με αυτή καθεαυτή την ετήσια διοργάνωση όσο και με την ίδρυση και λειτουργία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Νεανικής Οπτικοακουστικής Δημιουργίας. Παράλληλα θα λειτουργήσουν ως μήτρα για την κυοφορία νέων ιδεών και δραστηριοτήτων.
Πώς θα καλύπτονται τα λειτουργικά έξοδα του κτιριακού συγκροτήματος;
Η βιωσιμότητα του έργου θα στηρίζεται κατά ένα μέρος σε κρατική ενίσχυση και κατά ένα άλλο στην εμπορική εκμετάλλευση (ενοικίαση χώρων, εισιτήρια, πωλητήριο κ.λπ.) και στις χορηγίες.
Εσάς προσωπικά, καθώς είστε ένας από τους δημιουργούς του φεστιβάλ, τι συναισθήματα σας γεννά η προοπτική της μόνιμης στέγης μετά τα χρόνια «νομαδισμού» και ανασφάλειας του θεσμού;
Η αλήθεια είναι ότι η περίοδος της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας έλαβε τέλος με την προγραμματική σύμβαση που έχουμε θέσει σε ισχύ με το ΥΠΠΟΑ και την περιφέρεια από το 2018. Μπορώ μάλιστα να πω ότι μας έλυσε τα χέρια καθώς μας έδωσε τη δυνατότητα να προγραμματίζουμε τις βασικές δράσεις της χρονιάς. Και αυτό παρά το γεγονός ότι σε σχέση με τον όγκο των ετήσιων δραστηριοτήτων μας κινούμαστε με αρκετά σφιχτό και περιορισμένο προϋπολογισμό. Αλλά ας είναι. Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι τις εποχές που φτάναμε στον Οκτώβριο –δηλαδή δύο μήνες πριν από την έναρξη της διοργάνωσης– και δεν ξέραμε αν θα έχουμε χρήματα να πληρώσουμε τους εργαζομένους, τις ταινίες, τα ξενοδοχεία, το έντυπο υλικό.
Όσον αφορά τον ΑΣΟ, επειδή η μετατροπή του σε χώρο τέχνης και πολιτισμού αποτελούσε και προσωπική μου εμμονή, νομίζω ότι είναι φυσικό να αισθάνομαι τουλάχιστον ικανοποίηση για τη δρομολόγηση του έργου. Το σημαντικό όμως είναι ότι ο ΑΣΟ σηματοδοτεί τη μετάβαση του φεστιβάλ στη νέα εποχή, γεγονός που για μένα αποτελεί το έναυσμα για το πέρασμα της σκυτάλης στη νεότερη γενιά των στελεχών μας. Η επόμενη μέρα έχει ανάγκη τη δική τους συνεισφορά και εγώ ανυπομονώ να την απολαύσω με την ιδιότητα του ανώνυμου θεατή.