FOLLOW US: facebook twitter

Η μεγάλη επιστροφή και το «ευχαριστώ» στην Ηλεία της Αλληλεγγύης

Ημερομηνία: 24-07-2023 | Συντάκτης:

Ντίνα Δασκαλοπούλου

Τα παιδιά του πολέμου δημιούργησαν την «Ομάδα Πρωτοβουλίας παιδιών που φιλοξενήθηκαν στην Ηλεία». Τον Ιανουάριο του 2018 οργάνωσαν την πρώτη τους εκδήλωση στον Πύργο, ενώ πριν από λίγες μέρες εναπόθεσαν αναμνηστική πλακέτα στον Πειραιά παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας. Τον Νοέμβριο θα τοποθετήσουν μια ανάλογη πλακέτα σε κεντρικό σημείο του Πύργου

Η Ηλεία άνοιξε πρώτη μια τεράστια αγκαλιά για τα παιδιά του πολέμου της Κύπρου. Σε όλη την Ελλάδα υπολογίζεται πως μετά την τουρκική εισβολή έφτασαν πάνω από 5.000 παιδιά κι έμειναν για διαφορετικά διαστήματα σε διαφορετικές δομές – μονάχα στην Ηλεία ωστόσο έγινε ένα τόσο μεγάλο πρόγραμμα αναδοχών για πάνω από 200 παιδιά από τα 456 που φιλοξένησε ο νομός. Σήμερα τα παιδιά του πολέμου επιστρέφουν για να πουν «ευχαριστώ» και να θυμίσουν σε όλους τη δύναμη της αλληλεγγύης και της αγάπης

Λίγες μέρες μετά τη δεύτερη τουρκική εισβολή, τον Σεπτέμβριο του 1974, ένα καράβι ξεκινά από το λιμάνι της Λεμεσού. Καθώς οι φόβοι για τρίτο γύρο είναι διάχυτοι, το καράβι μεταφέρει το πολυτιμότερο φορτίο που οι Κύπριοι επιθυμούν να φυγαδεύσουν, τα ίδια τους τα παιδιά.

Συγκέντρωση σε χωριό του νομού Ηλείας την πρώτη μέρα της άφιξης των παιδιών. Ομιλητής ο συνοδός τους από την Κύπρο, Τάκης Χριστοδουλίδης. Δίπλα του, ο μητροπολίτης Αθανάσιος

Ο Μιχάλης Μιχαήλ ήταν 9 κι ο αδελφός του 10 χρόνων. Το χωριό τους, ο Γερόλακκος, ακριβώς κάτω από το πρώην Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας, που σήμερα είναι ουδέτερη ζώνη και το αρχηγείο της ειρηνευτικής δύναμης, έχει ήδη καταληφθεί από τις δυνάμεις του «Αττίλα». Τα δύο παιδιά, όπως όλα όσα ετοιμάζονται να επιβιβαστούν, έχουν ζήσει τους βομβαρδισμούς και τις εχθροπραξίες, έχουν ξεριζωθεί και τώρα φυγαδεύονται από τη θάλασσα – για πρώτη φορά στη ζωή τους ταξιδεύουν χωρίς τις οικογένειές τους και, συνήθως, δεν έχουν ούτε καν δει από κοντά πλοίο.

Το εξώφυλλο του βιβλίου

Είχε προηγηθεί μια δημοσίευση στις εφημερίδες όπου η Μητρόπολη μιας περιοχής στην άλλη άκρη του ελληνικού κόσμου, στον νομό Ηλείας, δήλωνε πως θα μπορούσε να φιλοξενήσει τα παιδιά του πολέμου. «Εμείς δεν ξέραμε ακριβώς για ποιον λόγο θα φεύγαμε, πολύ αργότερα οι γονείς μας μας είπαν πως φοβόντουσαν για την ίδια μας τη ζωή», θυμάται σήμερα ο Μιχαήλ, δημοσιογράφος και στέλεχος του ΑΚΕΛ.

Την ιστορία του Μιχαήλ και των άλλων παιδιών που βρέθηκαν στην Ηλεία την πρωτοδιάβασα στην ιστορική ημερήσια εφημερίδα της Ηλείας, την «Πρωινή», διά χειρός Ελένης Παπαδοπούλου. Σήμερα μιλάμε με τον Μιχάλη μέσω skype – κατά ένα παράξενο γύρισμα της τύχης είμαι εγώ εκείνη τώρα που βρίσκεται «στα χωριά του στην Ηλεία».

Ο Μιχαήλ παρέμεινε στην Ηλεία μια ολόκληρη σχολική χρονιά – αυτό το διάστημα ήταν αρκετό ωστόσο για να αποκτήσει δεσμούς ζωής με τον τόπο και τους ανθρώπους του, τόσο που να μιλά μέχρι και σήμερα για «τα χωριά του στην Ηλεία» και τους συντοπίτες του. Οταν πολλά χρόνια αργότερα, μετά τις φωτιές που κατέστρεψαν τον νομό και προκάλεσαν τον θάνατο δεκάδων ανθρώπων, η Κυπριακή Δημοκρατία προσφέρεται να χτίσει εκ βάθρων ένα από τα καμένα χωριά, ο ρεπόρτερ Μιχάλης συνοδεύει την αποστολή του Κύπριου προέδρου, τον οποίο και καλωσορίζει στα χωριά του.

Με τον μητροπολίτη Αθανάσιο. Ο Μιχάλης και ο αδερφός του κάτω από τον μεσαίο ιερέα. Δεξιά κάτω διακρίνεται η Νιόβη Κερκίδου

Ο πρόεδρος παραξενεύεται, ρωτά από πού κι ώς πού ένας Κυπραίος έχει δεσμούς με την Ηλεία και εκπλήσσεται όταν μαθαίνει πως πάνω από 400 παιδιά της Κύπρου φιλοξενήθηκαν στον νομό το 1974. Εξίσου έκπληκτος ωστόσο είναι κι ο δημοσιογράφος, μιας και ανακαλύπτει πως η ιστορία είναι άγνωστη στο νησί του. Ετσι ξεκινά μια σειρά εκπομπών στον ραδιοφωνικό σταθμό «Αστρα» και άρθρα στη «Χαραυγή» γι’ αυτήν την περιπέτεια, σταδιακά γνωρίζει κι άλλα από τα παιδιά του πολέμου κι όλοι μαζί δημιουργούν την «Ομάδα Πρωτοβουλίας παιδιών που φιλοξενήθηκαν στην Ηλεία».

Τον Ιανουάριο του 2018 οργανώνουν την πρώτη τους εκδήλωση στον Πύργο, ενώ πριν από λίγες μέρες εναπόθεσαν αναμνηστική πλακέτα στον Πειραιά παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας. Αν όλα πάνε καλά, τον Νοέμβριο όχι μόνο θα τοποθετήσουν μια ανάλογη πλακέτα σε κεντρικό σημείο του Πύργου, αλλά μπορεί να δούμε και το ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει σχετικά ο Μιχάλης.

Με μια αλλαξιά ρούχα

Στο λιμάνι της Λεμεσού ήταν μαζεμένα πάρα πολλά παιδιά. Από 6 μέχρι 16 χρόνων, άλλα είχαν εγκλωβισμένους γονείς, άλλα είχαν αγνοούμενους γονείς, άλλα έρχονταν από καταυλισμούς, κάποια τόσο φτωχά που έρχονταν μονάχα με το εσώρουχο, κάποια με ένα φανελάκι κι ένα μπλουζάκι, κάποια με μια αλλαξιά ρούχα σε ένα σακουλάκι. Κανένα τους δεν ήξερε τίποτε, ούτε πού πάνε, ούτε για πόσο καιρό, ούτε γιατί φυγαδεύονται. «Ωστόσο ήμασταν παιδιά, δεν αντιλαμβανόμασταν το πράγμα στην ολότητά του, ήταν πιο δύσκολο για τους γονείς μας. Οπως οι σημερινοί πρόσφυγες, μας φυγάδευσαν κυριολεκτικά με βάρκα την ελπίδα και δεν ήξεραν αν θα μας ξαναδούν», θυμάται ο Μιχαήλ. Οταν μπήκαν στο «Πάτρα», τα μοίρασαν ανά τετράδες στις καμπίνες. Μόλις το πλοίο έφτασε στη Ρόδο, πετούσαν από πάνω του τουρκικά μαχητικά. «Τότε ακούσαμε από τα μεγάφωνα ότι πρέπει να ανέβουμε όλα στο κατάστρωμα, ώστε να δουν ότι δεν μεταφέρει στρατεύματα το πλοίο. Μετά από 36 ώρες φτάσαμε στην Αθήνα».

Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια, η δική της κόρη να φτάσει στα 8 και να επιστρέψει στο σπίτι από το σχολείο με μια τσίχλα κολλημένη στα μαλλιά. «Τότε πήρα το ψαλίδι κι έκανα ακριβώς το ίδιο πράγμα και κάτι πυροδοτήθηκε μέσα μου. Σκέφτηκα, μα καλά, δεν αγαπώ εγώ το παιδί μου; Μήπως εκείνοι οι άνθρωποι μου φέρθηκαν διαφορετικά από ό,τι εγώ το αντιλαμβανόμουν σαν παιδάκι;». Με αυτή τη σκέψη, η Νιόβη ξεκινά να καταγράφει την ιστορία της και να ανακαλύπτει την Ελλάδα και την Ηλεία από την αρχή, από την οπτική γωνία του ενήλικα και του γονιού που νιώθει βαθιά ευγνωμοσύνη. Στην αρχή θραύσματα μόνο και όσο προχωρά όλο και πιο ξεκάθαρες αναμνήσεις. Είναι η μητέρα της ωστόσο -και μάλιστα λίγο πριν πεθάνει- εκείνη που της έδωσε το έναυσμα να ανοίξει την έρευνά της και σε άλλα παιδιά.

Το μαθητικό δελτίο της Νιόβης Κερκίδου

Η Νιόβη Κερκίδου είναι ένα από εκείνα τα παιδιά. Για πολλά χρόνια είχε θάψει κάπου βαθιά μέσα της την εμπειρία από την Ηλεία – ήταν πολύ μικρή, μόλις 8 χρόνων, όταν βρέθηκε μακριά από την οικογένειά της και δεν είχε την τύχη να βρεθεί σε μια οικογένεια, όπως έγινε με εκατοντάδες παιδιά, αλλά να ζήσει σε ένα από τα ιδρύματα της Εκκλησίας. Ακόμα και σήμερα η φωνή της ραγίζει όταν μιλάει για το μικρό εκείνο κοριτσάκι που μακριά από τη μαμά του βρέθηκε απέναντι στην κοινωνική λειτουργό που του έκοψε τα μαλλιά το πρώτο κιόλας βράδυ γιατί ένα άλλο παιδί τής είχε κολλήσει μια τσίχλα.

Το ταξίδι από την Αθήνα προς την Ηλεία είναι μακρύ και κουραστικό, ωστόσο φτάνοντας στον νομό τα παιδιά έχουν υποδοχή ηρώων. Η Νιόβη είχε ακούσει πως πάνε στον Πύργο, στο μυαλουδάκι της φανταζόταν ένα πελώριο κάστρο, δεν ήξερε καν πως υπάρχει μια πόλη με αυτό το όνομα. «Σταματούσαμε σε κάθε χωριό, χτυπούσαν οι καμπάνες, υπήρχε κοσμοσυρροή στους δρόμους, μας αγκάλιαζε ο κόσμος και οι χωριανοί μάς έδιναν σοκολάτες, μπισκότα, ό,τι μπορούσαν – ήταν ο τρόπος τους να μας δείξουν την αγάπη τους, κι από εκείνη τη στιγμή σταμάτησα να φοβάμαι τόσο πολύ που έφυγα από τη μαμά μου, ένιωσα καλοδεχούμενη», θυμάται η Νιόβη. Φτάνοντας στον Πύργο, τα παιδιά χωρίζονται σε ηλικιακές ομάδες, άλλα κατευθύνονται προς ιδρύματα κι άλλα σε οικογένειες – κι είναι συνήθως οι αγρότες και οι μεροκαματιάρηδες που ανοίγουν τα σπίτια και τις αγκαλιές τους στα προσφυγόπουλα, είναι πάλι ο λαός που σώζει τον λαό. Ο Μιχάλης κι ο αδελφός του οδηγούνται στην οικογένεια Μπρη, στα Χαλικιάτικα, μια γειτονιά του Πύργου που ξέρει την προσφυγιά από πρώτο χέρι.

Οι νέοι «θείοι»

Ο Γιώργος Μπρης ήταν ο μοναχογιός του Προκόπη και της Παναγιώτας. Το παράπονό του ήταν πως δεν είχε αδέλφια και ξαφνικά βρέθηκε με δύο αδελφούς – με τα αδέλφια Μιχαήλ η σχέση κρατάει ακόμα και σήμερα. Ο Μιχάλης θυμάται με συγκίνηση τον «θείο» και τη «θεία» και μένει χαραγμένη στο μυαλό του η εικόνα πως σε κάποια βάφτιση που βρέθηκαν κράταγαν τη λαμπάδα μπροστά, όπως κάνουν τα αδέλφια. «Δεν μας ξεχώριζαν οι γονείς μου, ήταν σαν αδέλφια μου τα αγόρια, ό,τι αγόραζαν σε εμένα αγόραζαν και σε εκείνους, ό,τι μάλωμα έριχναν σε εμένα έριχναν και σε εκείνους», θυμάται σήμερα ο Γιώργος. «Εχω μόνο όμορφες μνήμες, το μόνο που μου προκάλεσε πόνο ήταν όταν τα παιδιά έπρεπε να επιστρέψουν, δεθήκαμε βαθιά, όπως γίνεται σε τόσο τρυφερές ηλικίες, αλλά και για τους γονείς μας ήταν δύσκολος ο αποχωρισμός. Εκτοτε κρατάμε επαφή, οι γονείς μου πήγαν στον γάμο του Πέτρου».

Στην ταβέρνα του Προκόπη ο Μιχάλης ήρθε για πρώτη φορά στη ζωή του σε επαφή με την πολιτική, άκουγε τους μεγάλους να συζητούν για την εισβολή, ένιωθε την οργή και την απογοήτευση των απλών ανθρώπων, αλλά παρόλο που έζησε από κοντά τον αγώνα του «θείου» για την επάνοδο του βασιλιά στο δημοψήφισμα, παρόλο που η «θεία» είχε πάνω από το προσκεφάλι του τον Χριστό και τον Γκλίξμπουργκ καβαλάρη, ο Μιχάλης στον Πύργο είδε για πρώτη φορά τις κόκκινες σημαίες του ΚΚΕ και μαγεύτηκε. «Του έλεγαν του θείου ότι λοξοκοιτάω τις σημαίες και να προσέχει μην του βγω κομμουνιστής. Εκεί γνώρισα κι έναν άνθρωπο που μου άρεσε η φυσιογνωμία του, ο τρόπος που μιλούσε. Οταν επέστρεψα στον Πύργο, μεγάλος πια και συνειδητά κομμουνιστής, έμαθα πως εκείνος ο άνθρωπος ήταν παλιός εξόριστος».

Το βίωμα της προσφυγιάς

Για πολύ καιρό η Νιόβη αναζητά τα παιδιά της Ηλείας, αλλά και τα κρατικά αρχεία ώστε να ανασυνθέσει εκείνη την εξαιρετικά δύσκολη περίοδο. Εντέλει, όλες οι μαρτυρίες που συγκεντρώνει συνθέτουν ένα μεγάλο ιστορικό αφήγημα που συμπυκνώνει τις εμπειρίες τους σε μία λέξη, που είναι άλλωστε και ο τίτλος του βιβλίου: «Ευχαριστώ».

Το βιβλίο αφιερώνεται στην Παναγιώτα, την παιδική της φίλη από το ίδρυμα, που αρρώστησε και πέθανε μόλις στα 10 της χρόνια. Η ματιά της Κερκίδου είναι οξεία και διεισδυτική για όλα όσα έζησε, για το βίωμα της προσφυγιάς, για το μετατραυματικό στρες που βιώνουν τα παιδιά του πολέμου, για την αναπόφευκτη ιδρυματοποίηση ακόμα και σε δομές που έχουν τις καλύτερες προθέσεις, για την ανάγκη η αναδοχή να γίνει γενικευμένη πρακτική.

Τώρα πια, ώριμη γυναίκα, διαβάζει αναστοχαστικά την ιστορία της και θυμάται ανεξίτηλα μια γυναίκα που τη σημάδεψε. «Ηταν κοινωνική λειτουργός κι ήταν το μόνο πρόσωπο που μου έλειψε όταν επέστρεψα στην Κύπρο. Νόμιζα ότι είμαι το αγαπημένο παιδί της κυρίας Ελένης, είχε έναν τρόπο να με κάνει να νιώθω ξεχωριστή. Παίρνοντας τις συνεντεύξεις, ανακάλυψα πως έτσι ακριβώς ένιωθαν κι άλλα κορίτσια – κι ήταν ο τρόπος της απόλυτης αγάπης, της αφοσίωσης που έκανε καθεμιά μας να νιώθει αγαπημένη. Σήμερα κάθε φορά που ανάβω ένα κερί στη μάνα μου, ανάβω και σε εκείνη».


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος