Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”150120″ img_size=”full”][vc_column_text]Του Γιώργου Ευθυμίου, Εκπ/κού
Η Μπουμπουλίνα είναι μια ένδοξη ηρωίδα, μια απαράμιλλη σε γενναιότητα και αυτοθυσία νησιωτοπούλα. Είναι η τολμηρή Σπετσιωτοπούλα, που τα κατορθώματά της και οι θυσίες της στον ιερόν αγώνα του Εικοσιένα της έδωσαν μια εξαιρετική θέση στο Ελληνικό Πάνθεον των ηρώων και των ηρωίδων. Όνειρο και σκοπός της ζωής της ήταν η απελευθέρωση της Πατρίδας μας από τους δυνάστες της επί τετρακόσια χρόνια.
Για να πραγματοποιήσει δε το ιδανικό της αυτό, αγωνίσθηκε στη στεριά και στη θάλασσα. Κι έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε. Έδωσε τα 5 καράβια της και όλη την άλλη περιουσία της, για να συντηρήσει τα πληρώματά τους.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης την αποκαλούσε “Κυρά Καπετάνισσα„.
Γεννήθηκε στην Κων/πολη το Μάη του 1771 υπό δραματικές συνθήκες. Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας της ήταν στη φυλακή της Κων/πολης και μάλιστα άρρωστος. Πήγε η μητέρα της να τον δει κι εγέννησε την αγωνίστρια στη φυλακή.
Μετά το θάνατο του πατέρα της, η μητέρα της την πήρε και γύρισε στην πατρίδα της, στις Σπέτσες. Σαν μεγάλωσε, ξεχώρισε από όλες τις Σπετσιωτοπούλες με το παράτολμο θάρρος της και την πνευματική της ευστροφία.
Από μικρή αγαπούσε με πάθος τη θάλασσα, τα κλέφτικα τραγούδια και τα ποιήματα του Ρήγα Φεραίου, που διαμόρφωσαν το φιλελεύθερο κι επαναστατικό χαρακτήρα της.
Στα δεκαεφτά της χρόνια παντρεύτηκε το Δημήτρη Γιάννουλα, που ήταν φημισμένος για την τόλμη του και την παλικαριά του ως πλοίαρχος που όμως σε μια σύγκρουση με Αλγερινούς πειρατές χάθηκε κι αυτός και το καράβι του.
Έτσι, η Λασκαρίνα έμεινε χήρα με τρία παιδιά, κι έκανε δεύτερο γάμο μ’ έναν πλουσιότατο και τολμηρότατο εφοπλιστή, ο οποίος, δυστυχώς, σκοτώθηκε, αφήνοντας πίσω του κι αυτός άλλα τρία παιδιά.
Η περιουσία ωστόσο, που έγινε ιδιοκτησία της, ήταν ανυπολόγιστα μεγάλη. Οι Τούρκοι όμως ζητούσαν να τη δεσμεύσουν με τη δικαιολογία πως ο άνδρας της την απόκτησε βοηθώντας τους Ρώσους, όταν αυτοί πολέμησαν τους Τούρκους.
Γι’ αυτό η Μπουμπουλίνα, που ήταν μια δραστήρια και τολμηρή γυναίκα, πήγε στην Κων/πολη, στον πρεσβευτή της Ρωσίας, για να του ζητήσει τη στήριξή του, αφού ο άνδρας της είχε βοηθήσει τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων.
Αυτός όμως δεν κατάφερε τίποτε και τότε η αποφασιστική ηρωίδα αποτόλμησε και πήγε στη σύζυγο του Σουλτάνου, η οποία θαυμάζοντας το θάρρος της και την τόλμη της αλλά και την ευστροφία της, την εφοδίασε μ’ ένα Σουλτανικό έγγραφο, που δεν είχε το δικαίωμα κανείς να θίξει ούτε αυτήν, ούτε την περιουσία της.
Όσο έμεινε στην Κων/πολη, φιλοξενήθηκε στο Πατριαρχείο και μυήθηκε κι έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Όταν γύρισε στις Σπέτσες, οι κάτοικοι του νησιού την υποδέχθηκαν με απέραντο θαυμασμό και αγάπη για τις απεριόριστες ικανότητές της και κυρίως για την αγάπη της στην Ελλάδα και την απόφασή της να διαθέσει ό,τι είχε και δεν είχε, ακόμη και τον εαυτό της, για τη Λευτεριά της Πατρίδας μας.
Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν υπήρξαν και κάποιοι φθονεροί, που συνεργάζονταν με τους Τούρκους, για να εξυπηρετούν τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Αυτοί κατάγγειλαν στους Τούρκους πως η ηρωίδα φτιάχνει πολεμικά καράβια, για να τους πολεμήσει.
Οι Τούρκοι τότε έστειλαν έναν Μπέη να δει, αν έτσι ήταν τα πράγματα.
Η Μπουμπουλίνα από την πλευρά της τον καλοδέχθηκε και τον περιποιήθηκε εξαιρετικά, αλλά εκείνος δεν παρέλειψε να την ρωτήσει, αν αυτά για τα οποία την κατήγγειλαν οι συμπατριώτες της, ήταν αληθινά. Ότι δηλ. έκανε στόλο, για να επιτεθεί εναντίον των Τούρκων.
Κι εκείνη ψύχραιμα του απαντά:
Ξέρεις , Μπέη μου, πως είχα δυο άνδρες και τους έχασα και τους δυο;
Το ξέρω, απάντησε ο Μπέης.
Ξέρεις ακόμη πως τους έχασα;
Όχι, απάντησε εκείνος.
Τους σκότωσαν οι Κουρσάροι.
Θέλεις λοιπόν, Μπέη μου, στο καράβι που έβαλα καπετάνιο το Γιώργο μου, το μεγαλύτερο παιδί μου, να μην το αρματώσω, για να προστατεύσω τη ζωή του από τον κίνδυνο των Κουρσάρων ώστε να μην έχει την τύχη των δυο συζύγων μου; Συμβούλεψε εσύ τι να κάνω.
Ο Μπέης συμφώνησε και δέχθηκε πως ήταν συκοφαντία οι διαδόσεις από τους Έλληνες φιλότουρκους και έφυγε.
Ένα χρόνο ωστόσο αργότερα εσήμανε η μεγάλη ώρα. Την Κυριακή των Βαΐων, 3 Απριλίου , μέσα σε ζητωκραυγές, τραγούδια και κανονιοβολισμούς, τα Σπετσιώτικα καράβια, 52 τον αριθμό, ύ ψ ω σ α ν τ η σ η μ α ί α της Ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς με το σταυρό στη μέση και με γυρισμένη προς τα κάτω την ημισέληνο.
Ανάμεσα στους καραβοκύρηδες διέκρινε κανείς την ατρόμητη Καπετάνισσα, αρματωμένη με σπαθί και πιστόλες, αληθινή αμαζόνα.
Ο Σπετσιώτικος στόλος με μπροστάρισσα τη Μπουμπουλίνα αναχώρησε για το Ναύπλιο, για να το αποκλείσουν από την πλευρά του Αργολικού κόλπου. Έτσι το όνομά της συνδέθηκε με την πολιορκία του Ναυπλίου.
Η δημοτική μούσα απαθανάτισε τη δράση της με τους παρακάτω στίχους:
“Τρεις τουρκοπούλες κάθονταν στου Αναπλιού την πόρτα.
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λένε,
Ανάπλι, για δε χαίρεσαι, για δε βαρείς παιχνίδια;
Και τι καλόχω να χαρώ και να βαρώ παιχνίδια;
Στεριάς με δέρνει ο Πρίγκιπας, πελάγου η Μπουμπουλίνα„.
Τη βλέπουμε στη συνέχεια έφιππο στους Μύλους να ενισχύει το φρόνημα των αγωνιστών. Τα λόγια της γεμάτα ενθουσιασμό και πατριωτισμό εμψύχωσαν τους Αργείους, για να επιμείνουν στην πολιορκία του Ναυπλίου.
Στην άλωση της Τριπολιτσάς τη βρίσκουμε στην πρώτη γραμμή με τους Σπετσιώτες της και μέσα στους μεγάλους καπεταναίους είχε κι εκείνη σημαντική θέση.
Πανηγυρίζει τις μεγάλες νίκες. Κλαίει όμως σαν μάνα το χαμό του γιου της στους Μύλους, αλλά συνεχίζει τον αγώνα της.
Ωστόσο είχε την ευτυχία να κάνει γαμπρό της στην κόρη της το γιο του Κολοκοτρώνη.
Μετά όμως τους θριάμβους της αυτούς εναντίον των εχθρών της Πατρίδας μας, γύρισε στο αγαπημένο της νησί, στις Σπέτσες, όπου εγκατέλειψε δοξασμένη τον κόσμο τούτο στις 25 Μαΐου 1825, για να περάσει στην αθανασία και στην Ιστορία ως μια από τις ηρωικότερες μορφές, που έδωσε τα πάντα για τη Λευτεριά της Ελλάδας μας, ισάξια με τους μεγάλους και δοξασμένους άνδρες.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]