Η Κρεβάτα: Διήγημα του Ηλείου λογοτέχνη Δ. Κανελλόπουλου αποκλειστικά για τους αναγνώστες της “Πρωινής” (β’ μέρος)
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”126828″ img_size=”full”][vc_column_text]Ὁ κύριος Δασάρχης ἔφτασε καβάλα στὸ ἄλογο. Χαιρέτησε τὸν ἀδελφό του μὲ σοβαρότητα καὶ σεβασμό. Ὕστερα κατέβασε τὴν βαλίτσα του ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ ἀλόγου καὶ τὴν ἔδωσε στὸν Ἀντρέα, τὸν μεγάλο του ἀνεψιὸ νὰ τὴν ἀνεβάσει στὸ σπίτι. Σοβαρός-σοβαρὸς ὁ κύριος Δασάρχης, κάθισε κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ τῆς κρεβάτας καὶ εἶπε τοῦ ἀδελφοῦ του νὰ ἑτοιμάσει καφέ. Τότες φάνηκε καὶ ἡ Ξανθή, ἡ γυναίκα τοῦ Μήτσου, ἡ ὁποία τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν φίλησε, λέγοντας:
―Μαύρα μάτια κάναμε νὰ σὲ ἰδοῦμε ἀδερφέ… Καλῶς ὅρισες… Νὰ σοῦ κάμω καφέ;
―Εἶπα τοῦ Μήτσου, ἀλλὰ καλύτερα νὰ τὸν κάνεις ἐσὺ διότι ἐμεῖς στὸ σόι μας, δὲν βάζομε τὶς σωστὲς ποσότητες καφέ… Ἂσε δὲ τὴν ζάχαρη, πάντα τὴν ξεχνᾶμε… εἶπε γελώντας ὁ κύριος Δασάρχης.
―Πάω, πάω εἶπε ἡ Ξανθὴ καὶ χάθηκε μέσα στὸ μαγαζί. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ κύριος Δασάρχης χαιρετοῦσε τοὺς συμπατριῶτες ποὺ τὸν πλησίαζαν κάτω ἀπ’ τὴν κρεβάτα. Ἦρθε καὶ ἡ μάνα του νὰ τὸν καμαρώσει, κι ἡ ἀδερφή του ἡ Ἑλένη μαζί της. Κάτσανε ὅλοι μαζὶ κάτω ἀπ’ τὴν κρεβάτα. Ἐκεῖ θὰ τρώγανε τὸ μεσημέρι, τὸν κόκορα μὲ χυλοπίτες ποὺ ἤδη ἡ Ξανθή, ἀφοῦ ἔφερε τὰ καφεδάκια, μαδοῦσε στὴν πίσω μεριὰ τοῦ σπιτιοῦ.
Ὁ Μῆτσος ἔστειλε καὶ εἰδοποίησε τὸν Λάκη τὸν Κουτσουρούμπα, τοῦ ὁποίου τὸ μοσχάρι θὰ ἔσφαζε, ὅτι ἡ σφαγὴ ἀναβάλλεται γιὰ τὸ Σάββατο, λόγῳ ἐκτάκτων συνθηκῶν… Κατόπιν ἔφερε τσίπουρα καὶ ρώτησε τὸν ἀδερφό του, πῶς καὶ ἦρθε ἀπροειδοποίητα. Ἐκεῖνος τ’ ἀπάντησε ὅτι ἦρθε στοῦ Λάλα, γιὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους, μ’ ἕνα φορτηγὸ ποὺ πήγαινε στὰ Χάνια τοῦ Πανόπουλου. Ἐπειδὴ τέλειωσε τὴ δουλειὰ του νωρίς, ζήτησε τ’ ἄλογο ἀπὸ τὸν Μουλαγιάννη κι ἦρθε νὰ δεῖ τὴν μάνα καὶ τ’ ἀδέρφια του.
Ἦρθαν καὶ τ’ ἄλλα ἀγοράκια τοῦ Μήτσου, ντροπαλὰ ὅπως ἤσαν, ὁ Γιῶργος ποὺ εἶχε τὸ ὄνομά του κι ὁ Ἠλίας. Τὸν χαιρέτησαν μὲ σεβασμὸ καὶ τοῦ φίλησαν τὸ χέρι. Μάταια περίμεναν μιὰ κίνηση. Κάτι νὰ τὰ φιλέψει. Ὁ κύριος Δασάρχης, δὲν ἀπεποιεῖτο γιὰ κανέναν λόγο, τὸ ἀνάλογο ὕφος τὸ ὁποῖον ἐπέβαλε ἡ θέσις τὴν ὁποία κατεῖχε.
Ἡ ὥρα πέρασε, ἔφτασε καὶ τὸ φαγητό. Κόκορας μὲ χυλοπίτες, ποὺ ἄρεσε τοῦ κυρίου Δασάρχη. Ἦρθε καὶ τὸ κρασὶ καὶ τ’ ἄλλα καλούδια τῆς Ξανθῆς, ἡ ὁποία ὡς καλὴ καὶ συνετὴ νοικοκυρὰ δὲν στεκόταν καθόλου, τιμώντας ὅπως πάντα τὸν ἄντρα της καὶ τὸ σόι του. Ὁ κύριος Δασάρχης, καθόταν πλάι στὴν μάνα του, τὴν γριὰ Βαγγελιὼ μὲ τὰ ὁλόλευκα μαλλιὰ καὶ τὰ ροδοκόκκινα μάγουλα. Εἶπε τοῦ Μήτσου:
―Ὁ οἶνος σου ἀδελφέ, ἀξίζει ἐπαίνου… Ἀπὸ ποὶαν ἄμπελον προέρχεται, τοῦ πατρός μας εἰς Κερασιάν, ἢ ἀπὸ τὴν ἄλλην τῆς γριᾶς Ντούζενας..;
―Ἀπ’ αὐτὴν τοῦ πατρός μας ἀπάντησε ὁ Μῆτσος καὶ πρὶν προφτάσει νὰ πεῖ κάτι ἄλλο, ὁ κύριος Δασάρχης συνέχισε:
―Τὸ ἀντελήφθην ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὴν πατρικὴν ἐκ τοῦ χρώματος καὶ ἐκ τοῦ ἀρώματος… Εἰς ὑγείαν, ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἔχει ὅλους καλά…, εἶπε ὁ κύριος Δασάρχης… Ἡ ἀναφορά του στὰ ἀμπέλια δὲν ἦταν καὶ τόσον ἀθώα, μιᾶς καὶ ἐπιμόνως ἀναφερόταν σὲ διάφορα κτήματα τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς, ἡ ὁποία δὲν ἦταν διόλου εὐκαταφρόνητη καὶ πάντοτε ὑπενθύμιζε στὸν ἀδελφό του, ὅτι δὲν τὴν ξεχνᾶ.
Ἡ συζήτηση ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλα θέματα, κυρίως οἰκογενειακά. Κάτι γιὰ τὸν μεγάλο ἀδελφὸ ποὺ ἔριξε μαύρη πέτρα πίσω του, εἴκοσι τόσα χρόνια στὴν Ἀμέρικα. Στὸ Ὀχάιο, Κλήβελαντ. Ἡ μάνα τους δάκρυσε σὰν μίλησαν γιὰ τὸ πρωτολούβικο παιδί της τὸν Διονύση. Ἀκόμη μίλησαν καὶ γιὰ τὸν πατέρα τους ποὺ εἶχε φύγει πρὶν ἀπὸ δυὸ περίπου χρόνια. Κατόπιν ὁ κύριος Δασάρχης, ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀναπαυθεῖ. Νὰ πάρει τὴν μεσημβρινή του σιέστα. Καὶ μὲ τὴν συνοδεία τοῦ ἀδελφοῦ του ἀνέβηκε πάνω, στὸ σπίτι, στὴν κάμαρη ὅπου τὸν περίμενε τὸ κρεβάτι του, μὲ ὁλοκάθαρα σεντόνια καὶ στὸ πλάι, πάνω στὸ κομό, μιὰ κανάτα μὲ κρύο νερὸ κι ἕνα ποτήρι.
Τὸ ἀπόγευμα, ὁ κύριος Δασάρχης πῆρε τὸν καφὲ του κάτω ἀπὸ τὴν κρεβάτα καὶ κατόπιν ἔκανε τὸν περίπατό του μέχρι τὸ Σχολεῖο, διασχίζοντας ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον τὸ χωριό. Χαιρέτησε ὅλους ὅσοι παρουσιάστηκαν μπροστά του. Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὴν μικρότερη ἀδελφή του. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν γαμπρό του, τὸν Γιδάκο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἀδελφός του ὁ Μῆτσος δὲν εἶχε σχέσεις. Ὁ Γιδάκος θεωροῦσε ὅτι τὸν ἔριξε ὁ Μῆτσος στὴν προῖκα κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντοῦσε πὼς ἡ προίκα ἦταν ἀρκετή, ἀλλὰ γιὰ ν’ αὐγατίσει, χρειάζεται ἐργασία. Ἡ ἐπιδότησις εἶναι κάτι ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχε φανεῖ ἐκεῖνα τὰ χρόνια… Συζήτησε μαζί του διάφορα θέματα καὶ ἀργότερα ἐπανῆλθε στὸ μαγαζὶ τοῦ ἀδελφοῦ του, κάπως στεναχωρημένος καὶ κατηφής. Φρόντιζε δέ, νὰ εἶναι ἐμφανὴς αὐτὴ ἡ κατήφειά του.
Ὁ Μῆτσος ἔκαμε πὼς δὲν κατάλαβε καὶ τὸν συνόδευσε πάνω στὸ σπὶτι, ὅπου ἡ Ξανθὴ εἶχε ἑτοιμάσει τὰ τοῦ δεῖπνου. Οἱ δυὸ ἀδελφοί, κάθισαν μόνοι στὸ τραπέζι. Δείμνησαν ἐλαφρὰ κάτω ἀπ’ τὸ φῶς μιᾶς λάμπας πετρελαίου. Ὁ κύριος Δασάρχης ἦταν βαρὺς κι ἔθεσε ἀνοιχτὰ τὸ θέμα στὸν ἀδελφό του.
―Κοίτα Δημήτρη, ὁ Γιδάκος διαμαρτύρεται ὅτι δὲν ἐδέχθη ὅλο τὸ ποσὸν τὸ ὁποῖον συμφώνησες νὰ τοῦ καταβάλεις μαζὶ μὲ τὰ κτήματα ὡς προῖκα τῆς ἀδελφῆς μας… Κι ἔχει τρία παιδιὰ ὁ καημένος… εἶπε ὁ κύριος Δασάρχης, χωρὶς νὰ τὸν κοιτάζει…
―Ἀπορῶ μὲ τὴν εὐπιστία σου ἀδελφέ, ψέλλισε ὁ Μῆτσος. Ἀποροῦσε κι ὁ ἴδιος μὲ τὸ θάρρος του νὰ ἐκστομίσει μιὰ τέτοια κρίση ἐνώπιον τοῦ μικρότερου μέν, ἀλλὰ μορφωμένου ἀδελφοῦ. Ὁ Γιδάκος τὰ πῆρε ὅλα, μὰ εἶναι ἀχόρταγος καὶ τεμπέλης…
―Μὴν κάνεις χαρακτηρισμούς, δὲν ἐπιτρέπεται… Δὲν ἔκανε ὁ Βασίλης τὸ ἴδιο…
―Ἐντάξει, ἀλλὰ ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα… Βλέπει πὼς πηγαίνω καλὰ μὲ τὸ μαγαζὶ καὶ θεωρεῖ πὼς πρέπει νὰ ἀναλάβω νὰ τὸν θρέφω ἐγὼ αὐτὸν καὶ τὴν οἰκογένειά του…
―Ἐγὼ λέω αὐτὰ ποὺ ἀκούω καὶ βλέπω… Ἄλλωστε καὶ ἡ μητέρα μας, εἶναι σφόδρα ἐναντίον σου… Θὰ ἤθελα νὰ δώσεις λύση εἰς τὸ ζήτημα αὐτό, μέχρι τὰς ἑορτὰς τῶν Χριστουγέννων…
Ὁ μεγάλος ἀδελφός, ἔβλεπε πὼς ἦταν μάταιο νὰ συνεχίσει τὴν κουβέντα. ―Δεν ὑπάρχει λύση, ἀπάντησε. Δὲν ἔχω δυνατότητα νὰ συντηρῶ καὶ ἄλλη οἰκογένεια… Ἡ μάνα ἔχει σκοπὸ νὰ μὲ ἐξοντώσει… Μετὰ τὸν Γιδάκο, θὰ μοῦ φορτώσει καὶ τὸν ἄλλο γαμπρὸ τὸν Μισιχρόνη… Ἐγὼ δὲν ἔμεινα ἐδῶ γιὰ νὰ δουλεύω γιὰ τοὺς ξένους…
―Μοῦ ἔκανε παράπονα κι ὁ μεγάλος. Μοῦ ἔγραψε τὰ ἴδια…
―Γιώργο, ἐλάτε νὰ μοιράσουμε τὴν περιουσία τοῦ πατέρα, νὰ τελειώνουμε. Ἐγὼ δὲν ζῶ ἀπὸ τὰ χωράφια κι ὅπως γνωρίζεις, ἀγόρασα κι ἄλλο ἀμπέλι κοντὰ στὸ χωριό, γιὰ νὰ κάνω τὸ κέφι μου. Δὲν ἐμπορεύομαι τὸ κρασί, οὔτε ἀπὸ τὸ δικό μου ἀμπέλι, οὔτε ἀπὸ τοῦ πατέρα. Καθαρὲς δουλειές!
Ὁ κύριος Δασάρχης θύμωσε, λέγοντας πὼς τὸ ἕνα χέρι νίβει τ’ ἄλλο καὶ τὰ δυὸ τὸ πρόσωπο καὶ πὼς πρέπει νὰ εἶναι ὅλη ἡ οἰκογένεια ἑνωμένη καὶ νὰ βοηθᾶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἡ συζήτηση δὲν ὁδήγησε πουθενά. Τὸ φῶς τῆς λάμπας ἄρχισε νὰ χαμηλώνει. Τὰ παιδιὰ τοῦ Μήτσου εἶχαν ἀπὸ ὤρα πλαγιάσει καὶ ἡ Ξανθὴ στὴν κάμαρη ἔξαινε λίγο μαλλὶ γιὰ νὰ πλέξει φανέλες τοῦ ἄντρα της, γιατί δὲν τὶς φοροῦσε ἐκεῖνες τοῦ ἐμπορίου, περιμένοντας μήπως κάτι χρειαστεῖ ὁ ὑψηλὸς μουσαφίρης. Κακοκαρδισμένοι σηκώθηκαν ἀπὸ τὸ τραπέζι. Δὲν καληνύχτισε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Κάτι μισόλογα μουρμούρισαν μονάχα…
Ἡ νύχτα ἦταν γιομάτη φαρμάκι γιὰ τὸν Μῆτσο. Δὲν τὸν ἀπάνταγε. Σηκώθηκε χαράματα καὶ πῆγε στ’ ἀμπέλι του. Πρὶν χαράξει γύρισε κι ἄνοιξε τὸ μαγαζί. Λίγο μετὰ κατέβηκε ἡ Ξανθὴ καὶ τοῦ εἶπε:
―Τοῦ ἔφτιαξα πρωϊνό… Καφέ, λέει θὰ πιεῖ μαζί σου. Ἐκειὸ ποὺ θέλω νὰ σοῦ εἰπῶ ἄντρα μου εἶναι μὴν τσακωθεῖς μαζί του. Εἶναι ἀδερφός σου… δὲν πρέπει νὰ βάλετε πικρὰ λόγια ἀνάμεσό σας… Ἔτσι εἶπε ἡ Ξανθὴ καὶ χάθηκε στὸ πίσω μέρος τοῦ μαγαζιοῦ νὰ φτιάξει τοὺς καφέδες. Κατέβηκε ὁ κύριος Δασάρχης. Κάθισαν οἱ δυό τους κάτω ἀπ’ τὴν κρεβάτα καὶ δὲν κατόρθωσαν ν’ ἀλλάξουν τὸ βαρὺ κλίμα ποὺ σκίασε τὴν σχέση τους τὴν χθεσινή.
—Θὰ κινήσω τώρα ποὺ εἶναι νωρίς, εἶπε ὁ κύριος Δασάρχης, στὸν ἀδερφό του, χωρὶς νὰ τὸν κοιτάζει. Ὁ Μῆτσος ἔφερε τὸ ἄλογο. Φόρτωσε κατόπιν τὴν βαλίτζα καὶ κάποια πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἀδελφός του, τοῦ εἶπε δὲν ἦταν ἀνάγκη καὶ τοῦ ἔδωσε τὰ χαλινᾶ. Αὐτὸς φόρεσε τὴν τρίτσα του, τὸν χαιρέτησε διὰ χειραψίας καὶ καβάλησε τὸ ἄλογο. Εἰς τὸ ἐπανιδεῖν, εἶπε καὶ τσίγκλισε τ’ ἄλογο ποὺ ξεκίνησε ζωηρά, ἔτσι ξεκούραστο καὶ χορτασμένο ποὺ ἦταν.
Ὁ Μῆτσος φουρκισμένος πιάστηκε μὲ τὶς δουλειές του. Κάποια στιγμή, ἀκούστηκε ἡ ἔνρινη φωνὴ τοῦ Ἀλάνη, ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν πλατεία καβάλα στ’ ἄλογο, νὰ καλημερίζει καὶ νὰ πειράζει ταυτόχρονα τὸν κόσμο.
―Ἅγιε πατέρα, εἶπε ἀπευθυνόμενος στὸν παπὰ Χλημίντζο, ἅγιε πατέρα, πόσο κοστίζει ἡ εἴσοδος στὸν Παράδεισο;
―Θὲς νὰ πᾶς μόνος σου παιδί μου, ἐρωτοῦσε ὁ παπὰς ποὺ καθόταν στὸ καφενεῖο τοῦ Μαρίνη τοῦ Σιούντρα, ἢ θὰ πάρεις καὶ τὴν σύζυγο;
―Μόνος παππούλη μου, μόνος… Τί τὸν θέλω τὸν πειρασμὸ μαζί μου…
―Μία δραχμὴ παιδί μου, ἀπάντησε ὁ παπάς…
―Μαρίνη, βάλε ἕνα οὖζο ἀπὸ μένα, στὸν ἅγιο πατέρα, πιάσε καὶ τὴ δραχμούλα…
―Σαν κονομημένο σὲ βλέπω παιδί μου, εἶπε ὁ παπάς…
―Ἐκ τῆς ἐργασίας μου πάτερ, ἐκ τῆς ἐργασίας μου, εἶπε ὁ Ἀλάνης καὶ ξεπέζεψε ἔξω ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τοῦ Τσάχαλου…
Ταυτοχρόνως κατέβηκε καὶ ἡ Ξανθή, ἀπὸ τὴν σκάλα κρατώντας ἕνα χαρτὶ ἐπίσημο, μὲ σφραγίδες καὶ ὑπογραφές. Τὸ παρέδωσε στὸν ἄντρα τῆς γιατί αὐτὴ ἡ καημένη δὲν ἤξερε νὰ γράφει καὶ νὰ διαβάζει. Στὴν ἐποχή της, δὲν τὰ στέλνανε τὰ κορίτσια στὸ σχολεῖο. Τοῦ ἔδωσε τὸ ἔγγραφο κι ὁ Μῆτσος τὴν ρώτησε:
―Ποῦ τὸ βρῆκες;
―Πάνω στὸ τραπέζι τῆς σάλας, εἶπε ἡ γυναίκα…
―Τι λέει ρὲ γιὰ διάβαστο, εἶπε ὁ Ἀλάνης…
Ὁ Μῆτσος ἄρχισε νὰ διαβάζει μεγαλοφώνως:
Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος
Διοίκησις Πελοποννήσου καὶ Δυτικῆς Ἑλλάδος
Γενικὴ Διεύθυνσις Δασῶν
Διεύθυνσις Δασῶν Ἠλείας
Δασαρχεῖον Ὀλυμπίας
Ἔκθεσις
Σήμερον 16ην Ἰουλίου 1934, ὁ Δασάρχης Ὀλυμπίας, κατόπιν αἰφνιδίου ἐλέγχου εἰς τὸ Χωρίον Νεμούτα, ἐπαρχίας Ὀλυμπίας καὶ ἐντὸς τῶν ὁρίων δικαιοδοσίας μου, διεπίστωσα δι’ ἰδίοις ὄμμασι τὴν κοπὴν τριῶν δρυῶν καὶ μίας βελανιδιᾶς, ὑπὸ τοῦ Δημητρίου Ν. Τσάχαλου, καταστηματάρχου γενικῶν ἐμπορίων καὶ καφεπώλου. Μὲ τὴν ξυλείαν τῶν ὡς ἄνω κοπέντων δένδρων, ὁ δράστις, κατασκεύασε ξύλινον κατασκευήν, κοινῶς καλουμένην «κρεβάταν» πρὸς ἐξασφάλισιν σκιᾶς διὰ τὴν πελατείαν του κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ θέρους. Πρὸς τοῦτο, ἐπιβάλλω πρόστιμον 380 δραχμῶν, τὸ ὁποῖον ὁρίζω ὅπως κατατεθεῖ ἐντὸς 15 ἡμερῶν, εἰς τὸ Δημόσιον Ταμεῖον Ὀλυμπίας. Ἐνημερώνεται ὁ δράστις ὅτι εἰς περίπτωσιν ὑποτροπῆς, τὸ ἀδίκημα μετατρέπεται εἰς ποινικόν.
Ἐν Νεμούτι 16η Ἰουλίου 1934
Ὁ Δασάρχης Ὀλυμπίας
Γεώργιος N. Τσάχαλος
Σφραγίδα καὶ Ὑπογραφὴ
Ὁ Τσάχαλος ἔμεινε ἐμβρόντητος καὶ κοίταζε μιὰ τὴν γυναίκα του καὶ μιὰ τὸν Ἀλάνη μὲ ἀπορία. Ὁ δὲ Ἀλάνης, ὅταν μπῆκε στὸ νόημα, ἔπεσε ξερὸς στὸ χῶμα ἀπὸ τὰ γέλια…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]