Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης και οι νέες προοπτικές της
Του Δημήτρη Αβραμόπουλου, πρ. ευρ. Επίτροπου και Βουλευτή Ηλείας
Μετά την πτώση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών το 1974, η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο σε πολλούς τομείς, όλα αυτά τα τελευταία 50 χρόνια δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Την περίοδο αυτή, σημειώθηκε οικονομική ανάπτυξη. Η χώρα μας γνώρισε περιόδους προόδου, μέσα στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς, κυρίως κατά τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Επετεύχθη η είσοδός μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήδη από το 1981 και επωφελήθηκε, τόσο από τις επενδύσεις, όσο και από αυξημένο εμπόριο και βέβαια την ανάπτυξη υποδομών. Ιδιαίτερα ως προς το τελευταίο, εκτελέστηκαν μεγάλα έργα συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής νέων δρόμων και γεφυρών, με κορυφαία τη ζεύξη Ρίου-Αντιρρίου και βέβαια, με τον εκσυγχρονισμό του δικτύου της δημόσιας συγκοινωνίας, με μοναδική καθυστέρηση το σιδηροδρομικό δίκτυο.
Παράλληλα, η χώρα εξελίχθηκε πολιτιστικά και κοινωνικά. Ανέπτυξε πολιτικές τέχνης, πολιτισμού και φιλοσοφίας, δηλώνοντας την παρουσία της στη διεθνή πολιτιστική σκηνή. Διοργάνωσε δε, με επιτυχία τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, σηματοδοτώντας με αυτό τον τρόπο τη δυναμική της είσοδο στον 21ο αιώνα.
Όλοι αναγνωρίζουμε ότι υπήρξαν πολλά τα θετικά αποτελέσματα της Μεταπολίτευσης. Ωστόσο, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με προκλήσεις και δυσκολίες καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, με πρώτη την οικονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε το 2009 και οδήγησε σε αυστηρά μέτρα λιτότητας, οικονομική αστάθεια και υψηλά επίπεδα ανεργίας. Παράλληλα, η χώρα γνώρισε περιόδους πολιτικής αστάθειας, κυβερνητικών αλλαγών και κυρίως, ζητημάτων διαφθοράς στο δημόσιο σύστημα.
Την ίδια περίοδο, η χώρα βρέθηκε με υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, κατάσταση που ενέτεινε ακόμη περισσότερο τις οικονομικές προκλήσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει.
Στο κοινωνικό πεδίο, υπήρξαν προκλήσεις, όπως η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, οι ανεξέλεγκτες προσφυγικές ροές που αιφνιδίασαν και την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη, και βέβαια η εισοδηματική ανισότητα. Με άλλα λόγια, ενώ η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο σε διάφορους τομείς, μετά τη δικτατορία έχει βρεθεί αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις, που επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη.
Εδώ είναι ακριβώς που σημειώνεται, κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης η αδυναμία των θεσμών, οι οποίοι δεν ενισχύθηκαν επαρκώς, ώστε να αξιοποιείται και να διασφαλίζεται, πέραν των κυβερνητικών επιλογών, η σωρευθείσα θεσμική, ιστορική και πολιτική μνήμη και εμπειρία του εθνικού μας συστήματος. Οι δε ενδιάμεσες αναθεωρήσεις του Συντάγματος υποτάχθηκαν στην κομματική σκοπιμότητα και δεν συνέβαλλαν στην εξέλιξη του πολιτικού και κρατικού μας συστήματος.
Μπροστά σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα, η Ελλάδα καλείται να καθορίσει τους εθνικούς της στόχους, στα πλαίσια πάντα της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση που κυμαίνονται από τη διασφάλιση της εθνικής της ακεραιότητας, την ουσιαστική συμβολή της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, την οικονομική της ανάπτυξη, την περιβαλλοντική της βιωσιμότητα και την κοινωνική της ευημερία.
Στη νέα εποχή, στην οποία έχει εισέλθει ο κόσμος ολόκληρος, η Ελλάδα καλείται λοιπόν να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, να αναδείξει τα συγκριτικά γεωπολιτικά της πλεονεκτήματα και να απαλλαγεί από τα ξεπερασμένα στερεότυπα μιας εξωτερικής πολιτικής, που πολλές φορές την έχουν εγκλωβίσει στο βαλκανικό της περίγυρο.
Αν μπορούσαμε να περιγράψουμε τους μελλοντικούς εθνικούς μας στόχους, θα λέγαμε, ότι, πέραν των όσων σημείωσα, προτεραιότητα έχει βεβαίως η οικονομική σταθερότητα, βιώσιμη ανάπτυξη, δημιουργία θέσεων εργασίας και μειωμένο χρέος.
Επίσης, στόχος είναι η βελτίωση του συστήματος υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικής υποστήριξης, με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής για το σύνολο των πολιτών της χώρας. Με άλλα λόγια, ουσιαστική κοινωνική πρόνοια με ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής.
Ένας άλλος στόχος είναι η καλή και χρηστή διακυβέρνηση με διασφάλιση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και της αποτελεσματικότητας, με την οικοδόμηση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και αναβάθμιση της λειτουργίας του Κοινοβουλίου.
Στόχο επίσης αποτελεί και η βιώσιμη ανάπτυξη του τουρισμού με την υιοθέτηση μιας σταθερής στρατηγικής για το σημαντικότατο αυτό τομέα της ελληνικής οικονομίας, όπως και για τη διεθνή εικόνα της χώρας, με ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας με σκοπό τη σωστή διαχείριση των επιπτώσεων του υπερτουρισμού και βέβαια την ανάδειξη, όχι μόνο διαφόρων εναλλακτικών μορφών τουρισμού αλλά και νέων προορισμών με χωροθέτηση νέων ζωνών υψηλής τουριστικής ανάπτυξης πέραν των γνωστών.
Ένας άλλος στόχος είναι η περιβαλλοντική βιωσιμότητα, με ουσιαστικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και βεβαίως την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή με μακρόπνοη στρατηγική για τις επιπτώσεις, που αυτή επιφέρει.
Στόχος ακόμα είναι και η είσοδός μας ακόμα πιο βαθιά στην εποχή της τεχνολογίας και της καινοτομίας, με προώθηση της έρευνας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την αναβάθμιση της θέσεως της Ελλάδος στην παγκόσμια οικονομία.
Για να επιτευχθούν όλα αυτά, η Ελλάδα θα μπορούσε να εξετάσει σχέδια με μέτρα και πολιτικές, όπως επενδύσεις σε υποδομές, ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της σπονδυλικής στήλης της οικονομίας, που είναι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με βελτίωση της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών, και την υιοθέτηση σύγχρονων προτύπων εκπαίδευσης με κατάρτιση δεξιοτήτων, πραγματοποίηση πράσινων πρωτοβουλιών και βέβαια την προώθηση διεθνών οικονομικών, εμπορικών και επιχειρηματικών συνεργιών.
Αυτές είναι μερικές προτάσεις και βέβαια όλα αυτά εξαρτώνται από τις προκλήσεις, που μας επιφυλάσσει η εποχή μας, κυρίως στο γεωστρατηγικό πεδίο.
Όπως είπα πιο πάνω η Ελλάδα έχει σημαντικότατη γεωπολιτική σημασία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου λόγω της στρατηγικής της θέσης.
Για να χρησιμεύσει ως βασικός παράγοντας στην περιφερειακή σταθερότητα, ασφάλεια και οικονομική συνεργασία, να σημειωθεί ότι καλείται να υιοθετήσει μια ολιστική εθνική στρατηγική, που θα έχει πάντα ως προτεραιότητα τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της χώρας μας με ισχυρή αποτρεπτική αμυντική δύναμη αλλά και την ίδια στιγμή να αναπτύσσει πρωτοβουλίες, ώστε να είναι γεφυροποιός παράγοντας ανάμεσα σε όλες τις χώρες της ευρύτερης περιοχής ακόμα και σε εκείνες, που οι μεταξύ τους σχέσεις δεν είναι φιλικές.
Και όλα αυτά απαλλαγμένα από μία αίσθηση απειλής και φόβου για την ασφάλειά της.
Παράλληλα, να συμβάλλει στην προώθηση των ευρωπαϊκών πολιτικών στην Ανατολική Μεσόγειο, την ενίσχυση των εταιρικών σχέσεων με όλες τις γειτονικές χώρες και στην προώθηση της συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.
Μέσα από αυτές τις ενέργειες, προτάσσεται η ενεργειακή ασφάλεια, η οικονομική ανάπτυξη και η διαχείριση της μετανάστευσης ως μια ακόμα διάσταση της ατζέντας της εξωτερικής της πολιτικής.
Η δε ενίσχυση και εθνική αξιοποίηση της ελληνικής ναυτιλίας τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με επιμονή στο να υπάρξει ειδικό χαρτοφυλάκιο στην Ευρώπη, με συγκερασμό όλων των διάσπαρτων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή συναφών αρμοδιοτήτων, ώστε να αναδείξουμε τον κεντρικό μας ρόλο στον τομέα αυτό και στα πλαίσια της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Τέλος, οι κύριοι στόχοι, που καλείται να θέσει η Ελλάδα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, περιλαμβάνουν καταρχήν την υποστήριξη της Κύπρου και την υιοθέτηση αρχών «έντιμης διπλωματίας» με τους γείτονές μας, έχοντας πάντα κατά νου τον ελλοχεύοντα αποσταθεροποιητικό βαλκανικό εθνικισμό.
Ως προς το πρώτο, η Ελλάδα καλείται να διατηρήσει το Κυπριακό σε υψηλή προτεραιότητα, τόσο στην εθνική, όσο και στη διεθνή ατζέντα, με απόρριψη κάθε ιδέας για διχοτόμηση του νησιού.
Μια ενωμένη Κύπρος θα λειτουργήσει ως καταλύτης για τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, ανοίγοντας το δρόμο μετά την επανένωσή της για την οριοθέτηση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών, που είναι πρόβλημα όλων των χωρών της περιοχής, με αποτέλεσμα το αμοιβαίο όφελος για όλες τις χώρες της γειτονιάς αυτής.
Η εποχή μας εγκυμονεί μεγάλης κλίμακας αλλαγές ακόμα και για γεωστρατηγικό μετασχηματισμό, αφού είναι πλέον βέβαιο, ότι η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση οικονομική, διπλωματική και πολιτική, ανάμεσα σε παγκόσμιους και περιφερειακούς «παίκτες», σε πρώτη φάση, προαναγγέλλει νέες σφαίρες επιρροής.
Σε αυτό το νέο σκηνικό, η Ελλάδα, με βάση τα όσα προανέφερα και παρά το μέγεθός της μπορεί να διαδραματίζει ρόλο με υπερβατικές πρωτοβουλίες έξω και πάνω από τα καθιερωμένα και ανακυκλούμενα στερεότυπα, τόσον στην εξωτερική, όσο και στην αναπτυξιακή οικονομική της πολιτική.
Στην εποχή μας δεν υπάρχουν πια μικρές, ή μεγάλες χώρες αλλά μικρές, ή μεγάλες πολιτικές. Και από αυτό θα κριθούμε στο μέλλον συνολικά ως πολιτικό σύστημα, που είναι καιρός να αντιληφθεί ότι η εθνική συνεννόηση και η συνακόλουθη συναίνεση δεν είναι αδυναμία αλλά κουλτούρα πατριωτικής ευθύνης.