Η “Δραπετσώνα” των γαλαζοαίματων!
Γράφει η Ελένη Παπαδοπούλου
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί…
Στίχοι Τάσος Λιβαδίτης- Μουσική Μίκης Θεοδωράκης
Ουδόλως ενοχλήθηκαν η οικογένεια Γλύξμπουργκ και οι περίπου 250 καλεσμένοι τους “γαλαζοαίματοι” από την διαμαρτυρία που πραγματοποιήθηκε έξω από το Βυζαντινό Μουσείο μετά την παραχώρησή του με την άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού για τη γαμήλια δεξίωση, το pre wedding party της κόρης του έκπτωτου βασιλιά Κωνσταντίνου, Θεοδώρας, με το χρήμα και τη σαμπάνια να ρέουν άφθονα! Η αντίδραση του Συλλόγου των Ελλήνων Αρχαιολόγων ήταν άμεση και σε ανακοίνωσή του που προηγήθηκε της διαμαρτυρίας, ανέφερε πως καταρχάς το ΥΠΠΟ διαπράττει μέγιστη θεσμική απρέπεια για Οργανισμό του δημοσίου που φέρει το εθνόσημό του. Διότι το έγγραφο παραχώρησης του Βυζαντινού Μουσείου που ανέβηκε στη Διαύγεια χρησιμοποιεί – αμετάφραστο από τα δανέζικα- τον τίτλο της «βασίλισσας» (Hendes Majestaet Dronning Anne-Marie) για την έκπτωτη Άννα Μαρία Γλύξμπουργκ, παρότι το πολιτειακό ζήτημα έχει επιλυθεί με δημοψήφισμα και οριστική απόφαση του ελληνικού λαού! Βασιλικές οικογένειες στην Ελλάδα δεν υπάρχουν! Τελεία και παύλα!
Δεν είδα όμως να “συγκινηθεί” με το θέμα ούτε το Υπουργείο Πολιτισμού και η κυβέρνηση, μα ούτε κι όλοι εκείνοι οι χιλιάδες αργόσχολοι που μέρα – νύχτα κολλάνε “ένσημα” στο φβ και σχολιάζουν μέσα από την κλειδαρότρυπα τη ζωή των άλλων και με όλη την σκ@τοψυχιά που κρύβουν μέσα τους! Εδώ δεν έκανε αίσθηση σε κανέναν ότι το ζευγάρι στο pre wedding party αποθανατίστηκε σε βίντεο να χορεύει τη “Δραπετσώνα”, ως ένα… απλό ζεϊμπέκικο ένα τραγούδι- σύμβολο για την κοινωνία, τη φτωχολογιά και τον πολιτισμό μας που έχει συνθέσει ο Μίκης και έχει γράψει ο Τάσος Λειβαδίτης! Και βεβαίως κανείς δεν μπορεί να τους απαγορέψει να χορεύουν ότι θέλουν, αλλά πάλι καλά που το ζεύγος δεν έκανε είσοδο στο χώρο της γαμήλιας δεξίωσης με το “Σώπα όπου να’ ναι θα σημάνουν οι καμπάνες” για να στείλουν μήνυμα ότι “αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας”!
Και στέκομαι στο τραγούδι, γιατί αναρωτήθηκα τι θα μπορούσε να σημαίνει άραγε η “Δραπετσώνα” για δύο ανθρώπους που έχουν ζήσει μια ζωή στα πούπουλα ως “βασιλείς”! Που δεν ξέρουν κατά πού πέφτει η Δραπετσώνα, τι σημαίνει πόνος, φτώχεια, προσφυγιά! Ένα τραγούδι- έπος , σύμβολο της εργατικής τάξης που σε ανατριχιάζει χορεύοντάς το σε κάθε πάτημά σου! Κάνοντας μέσα από τη “μηχανή του χρόνου” ένα μικρό ταξίδι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, είδα λίγο και την ιστορία του τραγουδιού που γράφτηκε σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία ήταν γεμάτη προβλήματα και ανοικτές πληγές. Οι μεγαλουπόλεις αρχίζουν να αλλάζουν σχεδόν βίαια, με τις πρώτες πολυκατοικίες να ”σηκώνονται”, αφού προηγουμένως είχαν γκρεμιστεί τα παραγκόσπιτα και τα προσφυγικά που βρίσκονταν εκεί. Αυτή ήταν η νέα πραγματικότητα των ανθρώπων της Δραπετσώνας του 1961 όταν η απόφαση της κυβέρνησης να γκρεμίσει τα σπίτια και τα παραπήγματα για να χτιστούν πολυκατοικίες συνάντησε την έντονη αντίδραση των κατοίκων της και προκλήθηκε μεγάλη αναταραχή. Ο Γιάννης Θεοδωράκης -αδελφός του Μίκη- κάλυπτε τις εξελίξεις στην περιοχή ως ρεπόρτερ της εφημερίδας «Αυγή». Σε μια συζήτηση που είχε με τον μεγάλο μας συνθέτη, του πρότεινε να γράψει γι αυτά ένα τραγούδι .
Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης διηγείται: «Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Nέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω. Του άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το ‘‘Mάνα μου και Παναγιά’’. Για να βγει σε δίσκο, όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το ‘‘ζευγαρώσουμε’’.! Ο αδελφός μου είχε προτείνει να γράψω ένα τραγούδι για τα γεγονότα. Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για εκείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής ή θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια. Mια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την ‘‘Kολούμπια’’ μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση για τη ‘‘Δραπετσώνα’’, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία. Το ίδιο βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία κι εκείνος έγραψε τους στίχους. Έτσι βγήκαν τα δύο τραγούδια σ’ένα 45άρι»
Και όλα αυτά όχι μόνο για να μαθαίνουμε, αλλά κυρίως για να μην ξεχνάμε…