Η διαπραγμάτευση τα όνειρα θερινής νυκτός και η σκληρή πραγματικότητα
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”50958″ img_size=”full”][vc_column_text]
Στο 1,5 δις ανεβάζουν το δημοσιονομικό κενό για το 2020 οι θεσμοί. Δυστυχώς για την κυβέρνηση η ωμή πραγματικότητα είναι ένας δρόμος κάθε άλλο παρά στρωμένος με ροδοπέταλα
Στους τρεις πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του, ο κος Μητσοτάκης πολιτεύθηκε με ευαγγέλιο το δόγμα «αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας τόσο το χειρότερο γι αυτήν». Δυστυχώς η αλαζονεία δεν υπήρξε ποτέ και για κανένα καλός σύμβουλος. Όταν έχουν προηγηθεί τρία μνημόνια και έξι κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν τη διαπραγμάτευση και εφαρμογή τους, όταν είναι γνωστό από την εμπειρία της προηγούμενης κυβέρνησης ότι και η μεταμνημονιακή ενισχυμένη εποπτεία, αν και σαφώς χαλαρότερη, δεν είναι ανώδυνη, η σημερινή κυβέρνηση δεν δικαιούται να επικαλεστεί ούτε άγνοια ούτε έκπληξη από τη συμπεριφορά των δανειστών. Είναι απλά η ωμή πραγματικότητα που έρχεται να σε προσγειώσει ανώμαλα επειδή εσύ πίστευες ότι μπορούσες να την αγνοείς
Ουσιαστικά, τόσο οι τεχνοκράτες των τεχνικών κλιμακίων όσο και οι επικεφαλής των θεσμών κάνουν το μόνο που ξέρουν -και εντέλλονται- να κάνουν: αμφισβητούν τα μεγέθη του προϋπολογισμού και τις εκτιμήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης και περνούν από στενή κρησάρα κάθε εξαγγελία της με δημοσιονομικό κόστος.
Δεν το κάνουν γιατί είναι «κακοί». Ούτε γιατί, ένας προς έναν, έχουν εμβολιαστεί με το «πιστεύω» της λιτότητας. Το κάνουν γιατί η εντολή τους είναι να διασφαλίσουν ότι οι δανειστές της χώρας θα συνεχίσουν να παίρνουν πίσω τα λεφτά τους.
Στη ρουτίνα των αξιολογήσεων, συχνά, ξεχνούμε ότι ακόμη και το χαλαρό πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκονται τα συμφωνημένα πλεονάσματα, άλλο στόχο δεν έχει από την εξυπηρέτηση του χρέους, μέχρι να εξοφληθεί το μεγαλύτερο μέρος του.
Έτσι, το φιλόδοξο οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης της Ν.Δ., οι υποσχέσεις της για φορολογικές ελαφρύνσεις, πρώτα προς τις επιχειρήσεις και την περιούσια μεσαία τάξη, οι υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις της για απογείωση της ανάπτυξης, σε πείσμα της διεθνούς επιβράδυνσης και της απειλής ύφεσης στην Ευρώπη, ήταν αναπόφευκτο να μπουν στη βάσανο των εκπτώσεων.
Η ιδεολογική συγγένεια της κυβέρνησης με τους τεχνοκράτες της Ε.Ε. δεν αρκεί ως «εισιτήριο ελευθέρας». Φυσικά, όπως έχει αποδείξει η εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, στο τέλος όλα κρίνονται στην πολιτική διαπραγμάτευση, στο επίπεδο του Eurogroup ή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη – ζώντας τρεις μήνες τώρα με τις δάφνες της εκλογικής της επιτυχίας και απολαμβάνοντας το ειδυλλιακό περιβάλλον που διαμορφώνουν οι κουμπάροι που την πάντρεψαν με την εξουσία – έχει παραιτηθεί προκαταβολικά από αυτή τη διαπραγμάτευση. Πρώτα, δηλώνοντας ότι δεν διεκδικεί μείωση πλεονασμάτων από το 2020, όπως ακόμη και το ΔΝΤ προτείνει. Και έπειτα, με την απουσία της από τη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει στην ευρωζώνη για επείγουσα αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Δυστυχώς όμως γι αυτήν η ωμή πραγματικότητα είναι ένας δρόμος κάθε άλλο παρά στρωμένος με ροδοπέταλα…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]