Η άλλη καθημερινότητα…
Γράφει ο Τζίμης Οικονομίδης – πολιτικός μηχανικός
Πριν λίγες ημέρες απασχόλησαν την ειδησεογραφία δύο περί την Πολεοδομία θέματα. Η υπόθεση διαφθοράς σε Πολεοδομία της Β. Ελλάδας και η Απόφαση του ΣτΕ για απόρριψη δύο ή τριών άρθρων (και όχι όλου όπως κακώς αναφέρθηκε) του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού.
Στο πρώτο θέμα, αφού ασχοληθήκαμε όσο αντέχει η επικοινωνιακή επικαιρότητα και η αδηφάγος επιφανειακή μας τάση για σχολιασμό της παραβατικότητας, την τοποθετήσαμε στο ράφι “κανονικότητας” της καθημερινότητας μας και συνεχίσαμε τη ζωή μας μέχρι να ξαναπέσουμε από τα σύννεφα.
Επίορκοι, διεφθαρμένοι, κακοί δημόσιοι λειτουργοί πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Η δουλειά του συντεταγμένου κράτους, εκτός από το να προφυλάσσει, να ανακαλύπτει και να επιβάλει όπου χρειάζεται τις αντίστοιχες ποινές, είναι να μην διευκολύνει τη γένεση τέτοιων παραβατικών συμπεριφορών. Βασική παράμετρος πρόληψης η σαφήνεια και η καθαρότητα των προς εφαρμογή νόμων, όπως και η μεγαλύτερη δυνατή μείωση της πολυνομίας που οδηγεί σε παρανοήσεις, συγχύσεις και παράθυρα αμφιλεγόμενων ερμηνειών. Οι νόμοι πρέπει να επιδέχονται μια και μοναδική ανάγνωση, χωρίς την ανάγκη έκδοσης δεκάδων ερμηνευτικών εγκυκλίων και υπουργικών αποφάσεων, που συνήθως περιπλέκουν περισσότερο ή και αλλοιώνουν τον αρχικό νόμο ή τον λόγο για τον οποίο εξεδόθη.
Ένας οικότοπος σε εκτός σχεδίου περιοχή για να οικοδομηθεί πρέπει να έχει πρόσωπο σε κοινόχρηστη οδό. Η πιθανή ύπαρξη τάφρου, αύλακα κλπ μεταξύ του οικοτόπου και της κοινοχρήστου οδού του αφαιρεί ή όχι το δικαίωμα; Η τάφρος είναι ή όχι κοινόχρηστος χώρος, ανήκει στο δημόσιο σαν οικότοπος ή σαν τμήμα της παρακείμενης κοινόχρηστης οδού. Κάθε πολεοδομία ανά την Ελλάδα κρίνει και εκδίδει άδειες σύμφωνα με τη δική της ερμηνεία. Υπάρχουν δεκάδες παρόμοιες περιπτώσεις που πολλές φορές η ερμηνεία επιφέρει και την διαφθορά. Όπως βεβαίως από την άλλη πλευρά και για να είμαστε δίκαιοι, δημιουργεί ένα κλίμα ευθυνοφοβίας που οδηγεί σε παραλυσία την λειτουργία της υπηρεσίας και σε καθυστερήσεις την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας της περιοχής.
Με την εφαρμογή της αποκέντρωσης στη διοίκηση και την μεταφορά αρμοδιοτήτων σε Περιφέρειες και Δήμους, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο κενό εφαρμογής της Νομοθεσίας. Παρατηρείται το φαινόμενο, για μια ερμηνεία σε διένεξη μεταξύ υπηρεσίας – πολίτη να ακολουθείται η διαδικασία Δήμος – Περιφέρεια – Υπουργείο, όπου η Κεντρική Διοίκηση και η οποία έχει Νομοθετήσει να απαντά: “η γνώμη μας είναι αυτή, αλλά αρμόδια για την τελική απόφαση είναι η κατά τόπους Πολεοδομική υπηρεσία”. Έτσι αρχίζει ένας ατέρμονας δρόμος ερωτήσεων, απαντήσεων, επικλήσεων αναρμοδιότητας, μέχρι ο ενδιαφερόμενος να απογοητευτεί και να τα παρατήσει. Όμως, αυτός που νομοθετεί, αφ’ ενός οφείλει να έχει και την ευθύνη της ερμηνείας, αφ’ ετέρου να ψηφίζει νόμους που θα είναι σαφείς, χωρίς παραπομπές και χωρίς να αφήνουν παράθυρα παρανοήσεων. Η ανάγκη ύπαρξης μιας μορφής κάθετης διασύνδεσης περιφερειακών – κεντρικών υπηρεσιών είναι προφανής και δεν είναι αυτή που θα καταργήσει την αποκεντρωμένη διοίκηση.
Το ΣτΕ και τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια
Εδώ είναι που μπαίνει και το δεύτερο μεγάλο, ίσως πολύ μεγαλύτερο και πέραν των ορίων της Πολεοδομίας θέμα. Των ορίων παρέμβασης και κρίσης του ΣτΕ σε νομοθετικές ρυθμίσεις, εδώ πολεοδομικού χαρακτήρα. Πόσο μπορεί να επεμβαίνει στη Νομοθετική βούληση, πρωτοβουλία, επιλογή της εκάστοτε κυβέρνησης και τελικά του κοινοβουλίου; Συγκεκριμένα ποια είναι τα όρια της άποψης που μπορεί να έχει για το δομημένο περιβάλλον μιας συγκροτημένης πολεοδομικής ενότητας, ακόμη περισσότερο στην οριοθέτηση και τους όρους δόμησής της; Ήδη αναβάλλονται επ’ αόριστον οι εγκρίσεις των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων, από την άρνηση του ΣτΕ να αποδεχθεί τον τρόπο οριοθέτησης των οικισμών (δεν γνωρίζω το σκεπτικό) που βρίσκονται στα όρια της υπό μελέτη περιοχής. Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη ύπαρξης ενός θεσμού που θα κρίνει πιθανή απόκλιση της Νομοθετικής εξουσίας από τον σκοπό της, συνταγματικά άλλωστε κατοχυρωμένης, εγείρονται όμως (τουλάχιστον σε εμένα) ερωτήματα για τα όρια παρέμβασης σε μια εξελισσόμενη επιστημονική διεργασία.
Είναι προαιώνια η συζήτηση μεταξύ Πολεοδόμων, Αρχιτεκτόνων, Συγκοινωνιολόγων κλπ κλάδων για τη δόμηση και τη δημιουργία οικιστικού περιβάλλοντος. Πολλές φορές πιεστικά από την ανάγκη δημιουργίας στέγης, υπηρεσιών, κοινωνικών υποδομών, αλλά και της ύπαρξης δημόσιου και ελεύθερου χώρου. Μεγαλύτερη Κάλυψη και μικρότερο ύψος για πιο ανθρώπινο μέγεθος ή μικρότερη κάλυψη και μεγαλύτερο ύψος για περισσότερο ελεύθερο χώρο. Μείωση των Συντελεστών Δόμησης και επέκταση πολεοδομικών ιστών σε αδόμητα τμήματα του περιαστικού και εξωαστικού χώρου ή διατήρηση των Συντελεστών Δόμησης στις ήδη υπάρχουσες πολεοδομικές ενότητες και διατήρηση της αδόμητης περιοχής ή τελικά κάποιος συνδυασμός και των δύο; Μπορεί αυτή η επιστημονική αναζήτηση και τελικά η όποια νομοθετική επιλογή να κρίνεται από μια δικαστική απόφαση; Μπορεί αυτή η δικαστική απόφαση να κρίνει χωρίς την αιτιολογημένη άποψη του ΤΕΕ με τις επιστημονικές του επιτροπές, ως συμβούλου του Κράτους και όχι ως συντεχνιακού οργάνου; Αν ναι, γιατί πρέπει να παρέλθει τόσο μεγάλο, 4 με 5 χρόνια, διάστημα για να κριθεί και μάλιστα με αμφιλεγόμενες παραμέτρους αναδρομικότητας;
Αυτά είναι προβλήματα που έπρεπε να έχουν λυθεί χθες. Δεν αφορούν μόνο κάποιους ιδιώτες. Αφορούν την ίδια την λειτουργία του κράτους, την οικονομική δραστηριότητα μιας ευρύτερης περιοχής και παράγουν αποτελέσματα ευημερίας ή στασιμότητας. Η καθυστέρηση επίλυσης τους, συμβάλλει ακόμη στην υπονόμευση της ψηφιοποίησης των υπηρεσιών και της ταχύτητας περαίωσης των υποθέσεων.
Ο εκσυγχρονισμός και οι μεταρρυθμίσεις ξεκινούν από το ίδιο το κράτος και το πώς αυτό τα αντιλαμβάνεται. Η επιδίωξη όλων αυτών, θα πρέπει να είναι η άλλη μας καθημερινότητα, πολιτικού συστήματος και πολιτών.