Τι λες, ρε γυναίκα, φοβάμαι μην πάθουμε κάνα χουνέρι χριστουγεννιάτικα και το φυσάμε και δεν κρυώνει. Δεν είδες τι λέει ο Χρυσοχοΐδης; Θα υπάρξει πρόνοια από την αστυνομία και ο νοικοκύρης θα πληρώσει 3.000 ευρώ και 100 ο κάθε καλεσμένος. Τα πράγματα είναι στριμόκωλα, δεν ξέρω τι να κάνουμε… Ξέρεις τι σημαίνει αστυνομική πρόνοια;
– Χρήστο μου, δεν πιστεύω, αλλά δεν σου κρύβω ότι κι εγώ φοβάμαι. Στη γειτονιά δεν μας χωνεύουν γιατί ήρθαμε από το χωριό ξεβράκωτοι, δεν γίναμε πλούσιοι, αλλά κάτι φτιάξαμε, δεν μιλάω για παλάτια, αλλά και το σπιτάκι μας το έχουμε μια χαρά, ναι, δουλέψαμε σαν σκυλιά, κάθε μέρα αχάραγα στον φούρνο, αλλά τι να πω, Τους σπιούνους και τους καταδότες κανείς δεν τους ξέρει… Και βλέπω ότι η κυβέρνηση τους κάνει χαρούλες και τους κλείνει το μάτι…
– Να προσθέσω κάτι που το βλέπω και τρέμω. Ξέρεις, πολύ φοβάμαι ότι αυτό το ματάκι θα γίνει μπατσο-τικ και θα παραμείνει. Τέλος πάντων, γι’ αυτό σου λέω, ρε Παναγιώτα, να το ματαιώσουμε το τραπέζι;
Τελικά, πες ο ένας, πες ο άλλος αποφάσισαν να το κάνουν, αλλά σε πολύ κλειστό κύκλο. Μεταξύ τους, οι πρωτοσυγγενείς. Βλέπετε, τα τελευταία είκοσι χρόνια, από τότε που στεφανώθηκαν, τη γιόρταζαν τη γιορτή του Χρήστου και με το παραπάνω. Βέβαια, έμειναν πέντε χρόνια αρραβωνιασμένοι και τότε έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, δεκάρα – δεκάρα και φραγκάκι – φραγκάκι τα μάζευαν, μέχρι που πήραν συνεταιρικά με τον μπατζανάκη τον φούρνο στου Γκύζη και ορθοπόδησαν, τα κατάφεραν μια χαρά. Όμως τώρα το πρόβλημα είναι άλλο. Τέσσερις αυτοί με τα παιδιά τους, τρεις η οικογένεια της κουνιάδας, της μεγάλης αδελφής τής Παναγιώτας, γιατί με τη μικρή είχαν γίνει μπίλιες, οι δύο ανύπαντροι, αδελφός και κουνιάδος, και βάλε και τη γιαγιά, μάνα του Χρήστου, και το τραπέζι έκλεισε. Ναι, όμως ήταν ένας παραπάνω και τα χρυσοχοϊδάκια δεν κάνουν αστεία. Είναι επιχείρηση ανταποδοτική, όπως λένε, με το κομμάτι, κάθε χαράτσι, όπως έκαναν κάποτε οι τροχονόμοι. Στην αγιαστούρα όμως κάνουν πίσω, μέχρι πενήντα άτομα επιτρέπουν στους μητροπολιτικούς ναούς… Τι να πεις; Ποιος τα έβαλε με το παπαδαριό; Ούτε ο ίδιος ο Χριστός…
– Ναι, ρε Χρήστο μου, θα έχουμε τον νου μας στην πόρτα. Με το παραμικρό χτύπημα το ένα παιδί θα το κρύβουμε στην ντουλάπα.
– Αχ, καημένη μου, ό,τι θέλεις μολογάς. Μόνοι τους λες θα είναι; Λένε ότι θα έχουν κι έναν σκύλο, οπότε δεν κρύβεται τίποτα.
– Άσ’ το σε μένα αυτό. Ξέρω εγώ. Θα κάνω ό,τι μου είπε μια πελάτισσα, που ο άνδρας της είναι εκπαιδευτής σκύλων και ξέρει όλα τα κόλπα. Θα σκορπίσω μέσα στα ρούχα ναφθαλίνη και το σκυλί δεν θα μυρίσει τίποτα…
Κι έτσι, που λέτε, έγινε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, πλούσιο και φανταχτερό, εθνική Ελλάδος. Βορειοηπειρώτης ο Χρήστος από τα καλατζοχώρια, τον Τσαμαντά της Μουργκάνας, από τα Τσέρια της Μάνης ο Πέτρος ο μπατζανάκης και Κρητικές οι γυναίκες τους, από το Λασίθι, το θρυλικό οροπέδιο με τους χίλιους ανεμόμυλους. Αλλά τους βγήκε ξινό. Χίλιες φορές να μην το έκαναν. Βέβαια, και τι δεν είχαν, όλα τα καλά του Θεού από εδέσματα γλυκά και ποτά. Τι χήνα γεμιστή με κουκουνάρια και σταφίδες, τι αγριογούρουνο στιφάδο, που έφερε ο μπατζανάκης μια και σε όλη την Πελοπόννησο τα’ αγριογούρουνα κατεβαίνουν μέχρι τα χωριά, τι τυριά διάφορα -πέντε ειδών παρακαλώ-, σαλάτες, πράσινες, κόκκινες, τζατζίκι, ρώσικη και πιτάκια από τις Κρητικές αδελφές, τα ξακουστά σκαλτσούνια. Το κοκκινέλι δε από το νησί του κουμπάρου, τη Σαντορίνη. Τους έστειλε μια νταμιτζάνα γεμάτη. Να πίνεις και να τσουγκρίζεις και τα ποτήρια να αδειάζουν στο άψε – σβήσε, λες και τα ρουφάει ο Διόνυσος.
Εκεί λοιπόν που τέλειωσαν τα τσιπουράκια και σέρβιραν οι γυναίκες και όλα ήταν έτοιμα να αγιάσει η γιαγιά το χριστόψωμο, που ο Χρήστος το είχε φτιάξει με όλη τη μαστοριά του, ακούνε τακ – τακ στην πόρτα. Όλοι κοκάλωσαν. Η δε Παναγιώτα έτρεξε να κρύψει το παιδί στην ντουλάπα.
– Ποιος είναι; φωνάζει ο Χρήστος
– Καλέ, ανοίχτε, η Ελένη είμαι…
Ήρθε η ψυχή τους στη θέση της από την Κούλουρη. Ήταν η γειτόνισσα και τους έφερνε μελομακάρονα για τα χρόνια πολλά.
– Αχ, ρε Ελένη, και μας τρόμαξες! Δεν βαριέσαι… Να ’σαι καλά… Γυναίκα, βγάλε το παιδί από την ντουλάπα.
Κι έτσι έγινε κι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν, αφού πρώτα η γιαγιά, ως μεγαλύτερη, σταύρωσε, σύμφωνα με το έθιμο του χωριού τους, το χριστόψωμο και ειπώθηκαν τα πρώτα «χρόνια πολλά». Η ποικιλία και όλα τα εδέσματα στρωμένα στη μεγάλη τραπεζαρία, τους άνοιξε την όρεξη και δεν μίλαγε κανείς, μόνο κάπου – κάπου ακούγονταν το τσούγκρισμα και οι ευχές, «χρόνια πολλά σου, Χρήστο» ο ένας κι ο άλλος, «εις υγείαν της κουτσής» ο μπατζανάκης ο Μανιάτης.
Ξαφνικά ακούγονται απέξω φωνές και σφυρίγματα. Αμέσως έπεσε παγωμάρα. Έμειναν με το πιρούνι στο χέρι. Ο φόβος φυλάει τα έρμα… Πάλι στα γρήγορα το παιδί στην ντουλάπα και η ταραχή στα ύψη. Ο θόρυβος συνεχιζόταν και το μυαλό όλων πήγε στην αστυνομία.
– Ρε, σωπάτε -λέει ο Μανιάτης-, η αστυνομία ό,τι και να κάνει το κάνει στα μουλωχτά, σαν τη γάτα. Κάτι άλλο συμβαίνει…
– Ρε μπατζανάκη, δεν πετάγεσαι μια στιγμή να δεις τι συμβαίνει γιατί θα μας μείνει η μπουκιά στον λαιμό;
Και ο Πέτρος σηκώθηκε και πήρε το ασανσέρ γιατί το σπίτι ήταν στον τρίτο όροφο σε μια παλιά πολυκατοικία. Οι υπόλοιποι άρχισαν σιγά – σιγά να τρώνε, αλλά το παιδί, στην ντουλάπα.
Σε λίγο επιστρέφει φουριόζος ο Πέτρος:
– Δεν σας το ’λεγα εγώ ότι δεν είναι η αστυνομία…
Κι εκεί που τα ’λεγε και γέλαγε, ξαφνικά ακούγεται η δυνατή φωνή της Παναγιώτας που είχε πάει να βγάλει το παιδί.
– Πω, πω τι πάθαμε! Τρέξε, Χρήστο, το παιδί μας!
– Τι έγινε, ρε γυναίκα; Πώς κάνεις έτσι;
Ο Χρήστος έτρεξε στο δωμάτιο μπροστά αλλά και άλλοι σηκώθηκαν αλαφιασμένοι.
Βουτάει το λιπόθυμο παιδί αγκαλιά και τρέχει γρήγορα στην πόρτα. Από κοντά και η Παναγιώτα με τον μπατζανάκη. Πότε κατέβηκαν και πότε μπήκαν στο αμάξι κανείς δεν το κατάλαβε. Το μόνο που είδαν ήταν ένα παιδί λιπόθυμο με καντήλες στο πρόσωπο και παντού. Τι και πώς κανείς δεν ήξερε.
Το αμάξι του μπατζανάκη έφυγε σφυρίζοντας με εκατό για το νοσοκομείο και οι άλλοι γύρισαν πάλι στην τραπεζαρία και όλοι ήταν αναστατωμένοι. Ο καθένας το κοντό και το μακρύ του, αλλά το τραπέζι έμεινε απείραχτο – πού να πάει μπουκιά κάτω. Περίμεναν όλοι νέα με το τηλέφωνο και κάθε λίγο και λιγάκι έπαιρναν τον Πέτρο, μέχρι που τους το έκοψε να μην ξαναπάρουν και θα τους πάρουν αυτοί. Αυτό αντί να τους καθησυχάσει, τους έφτασε την αγωνία στα ύψη. Από όλους όμως περισσότερο καταβεβλημένη ήταν η γιαγιάκα. Συνέχεια σε μια γωνιά καθισμένη έκλαιγε γοερά και σιγομοιρολογούσε. Όιιιιι και ωιμέ το πήγαινε συνέχεια. Βλέπετε, ο εγγονός είχε πάρει το όνομα του αντρός της, του ξακουστού Μίχου, του πρώτου πετρά και στα πέντε Καλατζοχώρια της Μουργκάνας, και τον βάφτισαν στα εξάμηνα στο ηρωικό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου της Καμιτσάνης, κοντά στο χωριό του, τον Τσαμαντά.
Κι έτσι πέρασε κοντά στη μιάμιση ωρίτσα, όλοι πολύ ανήσυχοι και καταρρακωμένοι, ώσπου ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει σαν σίφουνας ο Μιχάλης και φωνάζει γελώντας:
– Να ’μαι πάλι! Τσίμπημα ήταν και πέρασε.
Όλοι πυροβολημένοι μετά από μια στιγμή σαστιμάρας πέφτουν πάνω του. Από τα τάρταρα στην κορφή του Ταϋγέτου. Οι άνδρες που μπήκαν πάραυτα από πίσω με φανερό το αίσθημα της ανακούφισης τους ανέφεραν τα καθέκαστα με το νι και με το σίγμα.
Εν ολίγοις, το παιδί το πήγαν άρον-άρον στον Ευαγγελισμό και στα επείγοντα. Αμέσως οι γιατροί το πήραν μέσα για τις πρώτες, άμεσες βοήθειες. Ορός και ενέσεις. Όπως είπαν, επρόκειτο για αλλεργικό σοκ κι αμέσως του έκαναν κορτιζόνη γιατί υπήρχε κίνδυνος για ανακοπή της αναπνοής λόγω οιδήματος στην περιοχή του λαιμού. Σε λίγο το παιδί συνήλθε και σε μια ώρα περίπου ήταν περδίκι. Αιτία για όλα, οι ναφθαλίνες που είχε ρίξει η Παναγιώτα στην ντουλάπα για τους σκώρους.
Με την ανακούφιση όλων, τα πρόσωπά τους έλαμψαν και κυριάρχησε το χαμόγελο και μαζί με όλα ήρθαν στη θέση τους η όρεξη και το κέφι. Κι έτσι ξανακάθησαν στο τραπέζι μια και ήταν νηστικοί. Τώρα τα χρόνια πολλά απευθύνονταν στον Μιχάλη (Μίχο), η δε ενενηντάχρονη γιαγιά του με την γκρίζα κοτσίδα της του έλεγε: «Εβίβα, Μίχο μου, να πάει η κορυφή στον πάτο».
Κι εκεί που ο Διόνυσος άρχισε να χτυπά τα ταμπούρλα, τακ – τακ στην πόρτα και μπαίνουν δυο μπάτσοι κι ένας με πολιτικά.
– Ρε χρυσοχοΐδια, εμπρός κάντε ό,τι έχετε να κάνετε και γρήγορα στα τσακίδια…
Και πράγματι τους έκοψαν το χαράτσι κι έγιναν χανταβούλα.
«Στης Μουργκάνας τα χωριά
τέτοια όρνια πάν’ μπροστά.
Τέτοια και καλύτερα
πίσω μεγαλύτερα»
* Ο Θεόδωρος Κόλλιας είναι διαχειριστής του https://yannitsochori.blogspot.com/