Η λιτότητα απέθανε… ζήτω η λιτότητα
Εξακολουθώντας την πεπατημένη
Οι δαπάνες που προορίζονται για τους κατ’ εξοχήν κοινωνικούς τομείς, την παιδεία, την υγεία, τον πολιτισμό, τη στήριξη των ασθενέστερων, την κοινωνική πρόνοια, μένουν στάσιμες, είτε έχουν περικοπεί αισθητά.
Η κυβέρνηση επαιρόταν ότι θα παρουσιάσει τον πρώτο αναπτυξιακό προϋπολογισμό της μεταμνημονιακής περιόδου. Αυτό υποσχέθηκε στους πολίτες. Ωστόσο, τόσο στο προσχέδιο που πήρε την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και στο τελικό σχέδιο προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή, επαναλαμβάνεται η γνώριμη συνταγή της συγκράτησης των δαπανών και της καθήλωσης των δημοσίων επενδύσεων.
Είναι ένας προϋπολογισμός που θα μπορούσε να αφορά το 2011 και οποιοδήποτε από τα μνημονιακά χρόνια που ακολούθησαν. Αν εξαιρέσουμε τις φοροελαφρύνσεις 1,2 δισ., άνισα κατανεμημένες υπέρ του επιχειρηματικού τομέα που θα απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος τους, τα βασικά μεγέθη του προϋπολογισμού κινούνται στην πεπατημένη της λιτότητας.
Οι δαπάνες που προορίζονται για τους κατ’ εξοχήν κοινωνικούς τομείς της κρατικής χρηματοδότησης, την παιδεία, την υγεία, τον πολιτισμό, τη στήριξη των ασθενέστερων, την κοινωνική πρόνοια, μένουν στάσιμες, είτε έχουν περικοπεί αισθητά.
Αυτό δεν ξενίζει ιδιαίτερα, μια και η βαθύτερη και ενίοτε δημόσια ομολογούμενη αντίληψη της νεοφιλελεύθερης Ν.Δ. είναι ότι οι δαπάνες για την υγεία, για παράδειγμα, δεν είναι «παραγωγικές», άρα δεν έχουν αναπτυξιακό πρόσημο. Είναι κάτι σαν… πεταμένα λεφτά. Στην καλύτερη περίπτωση, αναγκαίο κακό.
Κατά το κυβερνητικό αφήγημα, η ανάπτυξη ελάχιστα σχετίζεται με τις δημόσιες δαπάνες, τις επενδύσεις στις υποδομές, στην κοινωνική προστασία, στα δημόσια αγαθά, στο ανθρώπινο δυναμικό, στους νέους. Η ανάπτυξη εξαρτάται από την αγορά και την αόρατη χείρα της. Αρκεί να χειραφετηθούν οι δυνάμεις της επιχειρηματικότητας και της κερδοσκοπίας από κρατικούς και άλλους δημόσιους καταναγκασμούς, και αυτή με κάποιο μαγικό τρόπο θα μεγαλουργήσει με επενδύσεις που θα φέρουν και νέες θέσεις εργασίας.
Γι’ αυτό και η κυβέρνηση εξάντλησε την επινοητικότητά της στην παροχή φορολογικών κινήτρων στον ιδιωτικό τομέα.
Η ιδιομορφία αυτού του προϋπολογισμού, του δεύτερου με το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, είναι ότι όφειλε να ανταποκριθεί στις μεγάλες προσδοκίες που καλλιέργησε προεκλογικά η Ν.Δ. και μετεκλογικά η κυβέρνησή της για απαλλαγή από τον «βραχνά της υπερφορολόγησης», ιδιαίτερα της μεσαίας τάξης.
Τυπικά, η κυβέρνηση ανταποκρίνεται σε αυτές τις προσδοκίες. Οι υποσχέσεις για μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, των μερισμάτων, της οικοδομής και των φυσικών προσώπων περιλαμβάνονται στις προβλέψεις του προϋπολογισμού, έστω και άνισα κατανεμημένες υπέρ της επιχειρηματικής ελίτ.
Ωστόσο, αυτές οι ελαφρύνσεις αντισταθμίζονται από ίσης και μεγαλύτερης αξίας επιβαρύνσεις, κυρίως φορολογικές, οι οποίες κρύβονται πίσω από τα προσχήματα για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και για την περίφημη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης».
Το μεγαλύτερο μέρος των πρόσθετων φορολογικών εσόδων, που χρειάζεται η κυβέρνηση για να πείσει τους δανειστές ότι ο νέος προϋπολογισμός δεν έχει κενό -περίπου 800 εκατ. ευρώ-, θα επιβαρύνει ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Πρώτα, μέσα από την επέκταση του ΕΝΦΙΑ και των αντικειμενικών τιμών σε κάθε είδους ακίνητο, που σχεδόν κάθε φορολογούμενος έχει την τύχη -ή την ατυχία- να κατέχει. Ακόμη και ο μισθωτός του ισχνού κατώτατου μισθού ή ο συνταξιούχος της «εθνικής σύνταξης» εκβιάζεται με την απώλεια του αφορολογήτου, αν δεν είναι συνεπής «διώκτης» της φοροδιαφυγής. Η συνταγή είναι δοκιμασμένη και κατά κανόνα αποτυχημένη.
Σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση ασκούνται ισχυρές πιέσεις, και από την ΕΚΤ, ακόμη και στη δογματική Γερμανία, για σημαντική αύξηση των κρατικών δαπανών και επενδύσεων, ώστε να αποφευχθεί μια υποτροπή σε ύφεση. Αν αυτό είναι μία φορά αναγκαίο για την κραταιά Γερμανία, πόσες φορές πιο αναγκαίο είναι για την Ελλάδα;