Για έναν αξιοπρεπή θάνατο: 70 χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”95512″ img_size=”full”][vc_column_text]Εβδομήντα χρόνια κλείνουν τούτες τις μέρες από το τέλος του Εμφυλίου, της σύρραξης που καθόρισε για δεκαετίες τα όρια της νομιμότητας και τους τρόπους άσκησης της πολιτικής στη μεταπολεμική Ελλάδα − και, όπως καθημερινά διαπιστώνουμε, εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης και ιδεολογικής αναφοράς για τον σκληρό πυρήνα της εγχώριας Δεξιάς, από το 2010 τουλάχιστον και μετά.
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Αν η αντίσταση του 1941-44 στη ναζιστική κατοχή λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την Αριστερά σε όλες τις αποχρώσεις της (εξ ου και οι παντοειδείς επικλήσεις της στη διάρκεια της αντιμνημονιακής εξέγερσης του 2010-12), αν τα Δεκεμβριανά του 1944 αναδύονται κατά καιρούς ως μια απωθημένη μνήμη συλλογικής ρήξης και κοινωνικής ανταπόδοσης, το δεύτερο αντάρτικο του 1946-49 αποτέλεσε επί δεκαετίες για τον κόσμο της Αριστεράς μια κατ’ εξοχήν τραυματική ανάμνηση − της επώδυνης διολίσθησης από την κορύφωση της Λαοκρατίας στα τάρταρα ενός πολιτικού και κοινωνικού περιθωρίου γεμάτου καθημερινές ταπεινώσεις, συνθηκολογήσεις και διαψεύσεις.
Εξ ου και, στις ατέρμονες ενδοαριστερές συζητήσεις που ακολούθησαν την ήττα, το βασικό ερώτημα δεν αφορούσε (όπως στην περίπτωση του ΕΑΜικού κινήματος) το «γιατί δεν πήραμε την εξουσία», αλλά το «πώς και γιατί ξαναπήραμε τα όπλα» για μια εκ των προτέρων χαμένη υπόθεση.
Το ηρωοκεντρικό σχήμα που φιλοτεχνήθηκε την τελευταία εικοσαετία για τον αγώνα του ΔΣΕ από το σημερινό ΚΚΕ και μερίδα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, βασισμένο στην άκριτη ανασύσταση της ζαχαριαδικής προπαγάνδας, την κατανοητή νοσταλγία των υπέργηρων μαχητών για τις μέρες της νιότης τους και την οφθαλμοφανή επιθυμία πολιτικής δικαίωσης της νεότερης γενιάς του δεύτερου αντάρτικου (που δεν πρόλαβε ή δεν εμπλέχθηκε σοβαρά στο πρώτο), δεν έχει και πολλή σχέση με τη βιωμένη εμπειρία των συνεπειών της ήττας από τα εκατομμύρια των ανθρώπων που (επ)έζησαν επί δεκαετίες στην Ελλάδα του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων.
Το αντίθετο ακριβώς ισχύει για τον κόσμο και το στελεχικό δυναμικό της Δεξιάς. Τα πεντέμισι χρόνια από τη Βάρκιζα μέχρι τον Γράμμο-Βίτσι λειτούργησαν εν πολλοίς ως το συλλογικό καθαρτήριο που οδήγησε την παράταξη από την κοινωνική απομόνωση της επαίσχυντης συνεργασίας με τον κατακτητή, στην ανάκτηση μιας μακροχρόνιας πολιτικής ηγεμονίας βασισμένης στην οικοδόμηση και την αποκλειστική νομή των μηχανισμών του βαθέως κράτους.
Αυτή τη νοσταλγία ολοκληρωτικής επικράτησης αντανακλούν τόσο η περσινή προαναγγελία του Μάκη Βορίδη για «μια μεγάλη παρέμβαση στο κράτος» και «τους μηχανισμούς αναπαραγωγής της εξουσίας», προκειμένου «να μην ξανάρθει η Αριστερά σε καμιά της μορφή», όσο και η τρέχουσα εφαρμογή της με τη μορφή ενός απροκάλυπτα κομματικού «επιτελικού κράτους».
Το ξερίζωμα του εσωτερικού εχθρού
Σε τρεις κυρίως πυλώνες στηρίχθηκε η οικοδόμηση του κράτους μεταξύ 1945 και 1949: τις συμμαχικές πλάτες, την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τον «εσωτερικό εχθρό». Η στήριξη της Βρετανίας και -κυρίως- των ΗΠΑ προσέφερε στο αντικομουνιστικό κράτος όχι μόνο τα περιθώρια συντήρησης της προηγούμενης πελατείας του, αλλά και τη δυνατότητα ανάκτησης της κοινωνικής ηγεμονίας.
Την κατοχική λεηλασία της χώρας από τα στρατεύματα του Άξονα (που συνέβαλε καθοριστικά στον πολύνεκρο λιμό της Κατοχής, ριζοσπαστικοποίησε τις μάζες και αποξένωσε ακόμη και τους πιο ένθερμους γερμανόφιλους των προπολεμικών χρόνων) διαδέχθηκε μετά τη Βάρκιζα η επικυριαρχία «συμμάχων» που επέβαλαν μεν εξίσου απροκάλυπτα τη θέλησή τους στην τοπική κοινωνία και πολιτική τάξη, ταυτόχρονα όμως διασφάλισαν στον πληθυσμό ένα μίνιμουμ φυσικής επιβίωσης, καλλιεργώντας ποικίλες περαιτέρω προσδοκίες· στην άρχουσα τάξη, αλλά και σε μια μερίδα μεσαίων στρωμάτων, η αμερικανική βοήθεια πρόσφερε πάλι δυνατότητες πλουτισμού που απείχαν έτη φωτός από την ανθρωποφάγο μαύρη αγορά των κατοχικών χρόνων. Σ’ αυτές τις συνθήκες, το σύνθημα του ΚΚΕ περί «δεύτερης Κατοχής» αποδείχθηκε παντελώς ατελέσφορο.
Αναγκαία προϋπόθεση για τη συμμετοχή σ’ αυτή την ορατή συλλογική διέξοδο αποτελούσε βέβαια είτε η ενεργός ένταξη στις γραμμές της μάχιμης εθνικοφροσύνης είτε η πανηγυρική δήλωση υποταγής στην ηγεμονία της.
Ο «νέος Παρθενώνας» της Μακρονήσου, οι δηλώσεις μετάνοιας που καταχωρίζονταν στις εφημερίδες και διαβάζονταν την Κυριακή στην εκκλησία του χωριού, η προαπαίτηση πιστοποιητικού «υγιών κοινωνικών φρονημάτων» από την Ασφάλεια για την απόλαυση μιας ευρύτατης γκάμας πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (από τον διορισμό στο Δημόσιο ή την έκδοση διαβατηρίου μέχρι την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο και την απόκτηση κυνηγετικής άδειας), η ασφυκτική επιτήρηση του πληθυσμού από ένα πυκνό δίκτυο πληροφοριοδοτών με κόμβους τα αστυνομικά τμήματα στις πόλεις και τα ΤΕΑ στην ύπαιθρο, συγκρότησαν το θεσμικό πλαίσιο που διασφάλισε αυτή την υποταγή − και, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, τη μετέτρεψε σε έμπρακτη αποδοχή του εθνικόφρονος κράτους από μια μερίδα των ηττημένων πρώην αντιπάλων του.
Η αδύνατη επανάσταση
Αυτά όσον αφορά το κράτος. Εξίσου διαφορετικά με το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940 εξελίχθηκαν ωστόσο τα πράγματα και στην αντίπερα όχθη: το δεύτερο αντάρτικο υπήρξε από πολλές απόψεις ένα αντεστραμμένο είδωλο του πρώτου.
Όχι μόνο εξαιτίας της ρητής αποκήρυξης του «κατσαπλιαδισμού» του ΕΛΑΣ από τη ζαχαριαδική ηγεσία του ΔΣΕ, που από ένα σημείο και μετά αντιμετώπιζε τον κόσμο της απλώς σαν ανακυκλώσιμο κρέας για τα κανόνια του αντιπάλου· εξίσου καθοριστικές αποδείχθηκαν η βολονταριστική αδιαφορία αυτής της ίδιας ηγεσίας για τις υλικές προτεραιότητες των μαζών και η συνακόλουθη στήριξη του επαναστατικού σχεδίου της σε μια απροκάλυπτα στρατοκρατική κοινωνική μηχανική.
Αν η ΕΑΜική αντίσταση γιγαντώθηκε επειδή βασίστηκε στον συνδυασμό ενός ρεαλιστικού οράματος εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης με τη μαζική κινητοποίηση για την ικανοποίηση άμεσων κοινωνικών αναγκών, διακηρύσσοντας στα τραγούδια της ότι έσωσε τον κόσμο από την πείνα πολύ πριν υποσχεθεί να τον σώσει κι από τη σκλαβιά, ο ΔΣΕ ακολούθησε την ακριβώς αντίστροφη διαδρομή: η στρατιωτική επιλογή προηγείται του αγώνα για επιβίωση κι εν συνεχεία τον παραγκωνίζει, με την ανάπτυξη του αντάρτικου να βασίζεται στην υποχρεωτική κυρίως στρατολογία, με την ελπίδα πως η στρατιωτική ζωή και η διαφώτιση θα μετατρέψουν σταδιακά ένα απρόθυμο έμψυχο δυναμικό σε συνειδητούς μαχητές.
Εξ ου και η σταδιακή αποκοπή από την πραγματικότητα, με την πρόταξη μιας όλο και ουτοπικότερης στοχοθεσίας τη στιγμή που ο ορατός ορίζοντας των μαχητών κινούνταν ανάμεσα στη φυσική επιβίωση κι έναν αξιοπρεπή θάνατο.
Εξίσου κρίσιμες αποδείχθηκαν όμως και οι εξ αρχής προβληματικές σχέσεις του εγχειρήματος με μεγάλο μέρος του πληθυσμού της υπαίθρου.
Τα πρώτα τμήματα του ΔΣΕ συναντούσαν ανθρώπους «συγκρατημένους και σκεφτικούς», που «ό,τι έκαναν οι περισσότεροι το έκαναν επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά» και σε κάθε εκδήλωση ή συζήτησή τους «έδειχναν καθαρά τις σοβαρές επιφυλάξεις και τις αμφιβολίες που είχαν για την επιτυχία του καινούργιου αγώνα»· ανθρώπους που, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, τούτη τη φορά «δεν ήθελαν να εκτεθούνε» και «προσπαθούσαν να μείνουν συμφιλιωμένοι, εξυπηρετούσαν και τον στρατό και τους αντάρτες, χωρίς βέβαια να λείπουν και εκείνοι που έδιναν όπως λέει και η παροιμία ‘‘και στον κλέφτ’ ψωμί και στο χωροφύλακα χαμπέρ’’» Ο,τι ακολούθησε ήταν λίγο-πολύ προβλέψιμο.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]