«ΦΟΝΙΚΑ» : Μια θυσία άοπλων πατριωτών
Μαρτυρίες και γεγονότα
Του Γιώργου Μαρκόπουλου
80 χρόνια μετά την άδικη και παντελώς απάνθρωπη εκτέλεση 23 ελλήνων από την ευρύτερη περιοχή του πρώην δήμου Ωλένης, συμπληρώνονται φέτος. Οπωσδήποτε η πολιτεία, η κοινωνία και οι συγγενείς των θυμάτων για μία ακόμα χρονιά απότισαν στον χώρο, τον φόρο τιμής που αρμόζει στην μνήμη τους.
Πέραν αυτού και επειδή ο χρόνος παίρνει μαζί του μαρτυρίες, γεγονότα, πρόσωπα και επέρχεται λήθη και μια ξερή καταγραφή, το παρών κείμενο έχει ως σκοπό να διατηρήσει όσα «αλίευσα» μέσα από διηγήσεις. Με την απαραίτητη διασταύρωση στοιχείων όπου αυτό υπήρξε δυνατό, αλλά και μέσα από ατόφιες αφηγήσεις γίνεται προσπάθεια στην συμβολή της γνώσης των μικρών και των μεγάλων γεγονότων. Η αμφισβήτηση τους είναι θεμιτή και καλοδεχούμενη. Άλλωστε αυτή θα συμβάλλει θετικά στην ιστορική καταγραφή και φυσικά στο μεγάλο ζητούμενο που είναι η αμερόληπτη ιστορική καταγραφή.
Στις 14 Ιουλίου 1944 τμήμα γερμανών στρατιωτών στήνει καρτέρι επί του επαρχιακού δρόμου Καράτουλα – Μουζάκι του πρώην δήμου Ωλένης. Είναι μια ακόμα έφοδο στην ευρύτερη περιοχή . Λίγες μέρες πριν στις 26 Ιουνίου μπαίνουν στο Καράτουλα. Μαζεύουν τον κόσμο στην πλατεία. Καίνε σπίτια. Η Αναστασία Κονδύλη, μάνα πέντε παιδιών αρνείται να αφήσει το σπίτι της και την εκτελούν επί τόπου. Στους συλληφθέντες τους λένε ότι με το μόλις χαράξει ο ήλιος θα σας εκτελέσουμε. Μεταξύ των ομήρων ένας πλανόδιος τσιγγάνος με την ανατολή αναφώνησε «Και συ ρε ήλιε με τους γερμανούς είσαι?»
Στα Φονικά οι Γερμανοί συλλαμβάνουν όποιον ανυποψίαστο περάσει από το σημείο. Συλλαμβάνουν ακόμα και τον Γιώργη Γιαρμενίτη (Καράτουλα) που έφυγε από το παρακείμενο χωράφι του και πλησίασε να δει από περιέργεια.
Σύμφωνα με την Μαρία Βασιλοπούλου( τότε 14 ετών) που μαζί με την οικογένεια της κοιμόταν έξω από το χωριό Χειμαδιό στην τοποθεσία Τρόμπα,
«Όταν άκουσε ο πατέρας μου βήματα μας είπε να μείνουμε σκεπασμένοι και αθόρυβοι. Σήκωσα την κουβέρτα μου και μέτρησα 21 Γερμανούς …»
Λίγες ώρες πριν οι ανυποψίαστοι κάτοικοι προγραμμάτιζαν τις αυριανές τους δουλείες. Σε συζήτηση που έκαναν έλεγαν κάποιοι ότι θα μετακινηθούν προς τον νερόμυλο στον Πηνειακό Λάδωνα. Τότε τέθηκε το θέμα της απαγόρευσης της κυκλοφορίας που είχε θέσει το κατοχικό καθεστώς προκειμένου να περιορίσει ενισχύσεις προς τους αντάρτες. Όμως οι ίδιοι απάντησαν μεταξύ τους , λέγοντας «εμείς να αλέσουμε θα πάμε…»
Έτσι κάτω από αυτό τα σκεπτικό την επαύριον ξεκίνησαν για τις δουλειές τους. Όσοι άτυχοι διάβηκαν τον δρόμο προς και από τα Φονικά έπεσαν στο στημένο μπλόκο.
Από το πρωί και μέχρι το μεσημέρι κρατούμενοι και γερμανοί ( κάποιοι μιλούν και για δοσίλογους. Μάλιστα λένε ότι αυτοί ήταν από το Λαμπέτι) έμεναν στον χώρο. Κάποια στιγμή οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν περίπου 300- 400 μέτρα πιο πάνω. Εκεί τους φύλαγαν δύο γερμανοί οι οποίοι είχαν ξαπλώσει σε κάποιο ίσκιο. Ο Ντίνος ο Γιαννακόπουλος από το Χειμαδιό βλέποντας την χαλαρότητα της εποπτείας από τους δύο κατακτητές είπε στον συγκρατούμενο του τον Σάκη Βλαχαναστάση να φύγουν.
«Δεν μπορώ να φύγω… Έχω πάρει ξένο άλογο.» του είπε. Ο Σάκης Βλαχανατσάσης είχε δανειστεί το άλογο του Ντίνου του Πάτσιου προκείμενου να μεταφέρει στάρι στο μύλο. Έτσι και δεν ακολούθησε τον ατρόμητο Γιαννακόπουλο που το έσκασε….
Όταν επέστρεψαν οι υπόλοιποι γερμανοί που είχαν βγει σεργιάνι στην περιοχή, πήραν τους ομήρους και τους μετέφεραν στο σημείο που το μαρμάρινο μνημείο θυμίζει το « Ω ξείν αγγέλλειν ….».
Τους παρέταξαν για να πραγματοποιήσουν το απεχθέστερο εύρημα του ανθρώπου που είναι η εκτέλεση. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα και το ελληνικό χώμα θα ποτίζονταν με 23 φωλιές αίμα. Δύο εκ των άτυχων πατριωτών στάθηκαν πιο τυχεροί . Ο 17χρονος τότε Δήμος Βασιλόπουλος μετά από χρόνια σε εκδήλωση στο χώρο έλεγε «γνώριζα ότι το πυρ σκοτώνει… και πετάχτηκα με σάλτο πίσω προς την ρεματιά…» Αφήνοντας στις φονικές ριπές τους υπόλοιπους μεταξύ των οποίων και την 18χρονη αδερφή του Αικατερίνη.
Ο δεύτερος λιγότερο τυχερός από τον Βασιλόπουλο αλλά οπωσδήποτε πιο τυχερός από τους άλλους ο Μέλτης Αγριδιώτης τραυματίστηκε στην κοιλιακή χώρα και έπεσε κάτω μαζί με τους νεκρούς».
Ο Βασίλης Αναστασόπουλος ανιψιός του από το Σόπι λέει « όπως έπεσε έμεινε κάτω ακίνητος. Στην χαριστική βολή η σφαίρα τον πήρε ξυστά στον αριστερό ώμο και στην αριστερή παλάμη. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί σηκώθηκε και κρατώντας τα έντερα του πήγε προς το Τρύπιο Λιθάρι όπου τον περιέθαλψαν γνωστοί του από την Κουστοχέρα που διατηρούσαν εκεί εξοχικό …..»
Στιγμές αρχαίας τραγωδίας
Το κροτάλισμα των όπλων διέδωσε με μιας το μαντάτο σε όσους θέριζαν ή αλώνιζαν στην ευρύτερη περιοχή. Ένας εξ΄ αυτών ο Παναγιώτης Αγριδιώτης καβάλησε το άλογο του και βγήκε αγνάντια. Όταν είδε το αποτρόπαιο έγκλημα άρχισε να σφυρίζει και να φωνάζει στους παρακείμενους συντοπίτες για να διαδοθεί η μαύρη είδηση… Ξεκίνησαν από τα χωριά να πάνε να πάρουν τους δικούς τους. Καθ οδών κάποιος είπε ότι οι γερμανοί επιστρέφουν και γύρισαν πάλι πίσω. Τότε ο Γιώργης Βλαχαναστάσης σε ρόλο που παραπέμπει στην Αντιγόνη είπε «Εγώ θα πάω να πάρω τον αδερφό μου και ας με σκοτώσουν…»
Η Καννέλλα Κόλια μόνη της πήγε να πάρει τον νεκρό αδερφό της. Με την βοήθεια των υπόλοιπων τον φόρτωσε στο άλογο και τον πήγε στο Χειμαδιό. Με τον ίδιο τρόπο μετέφεραν στο Σόπι και τον Γιώργο Λιακόπουλο. Λίγο πριν το φορτωμένο γαϊδουράκι του είχε επιστρέψει μόνο του στο χωρίο, προξενώντας την απορία των οικιών του.
Το Χειμαδιό είχε τους πιο πολλούς νεκρούς. Τους μετέφεραν μέσα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Τους τοποθέτησαν χάμω και εψάλλει κοινή εξόδιος ακολουθία.
Τα «Φονικά’ ήταν αντίσταση;
Το 1986 στο χώρο με πρωτοβουλία φορέων της περιοχής στήθηκε το μνημείο. Η επιμέλεια ήταν του εικαστικού και αγνού αγωνιστή Μπάμπη Αλεξανδρόπουλου. Στην ομιλία του για το διαχρονικό μήνυμα της εθνικής αντίστασης είχε αναφερθεί στο καλλιτεχνικό του πόνημα. «Παρουσιάζω το σταυρό ως το κεφάλι του αντάρτη που στον ώμο του κουβαλάει το όπλο του…» Τότε με νωπό ακόμα το νόμο που αναγνώριζε την Εθνική Αντίσταση κάποιοι έβαζαν το ερώτημα αν οι εκτελεσμένοι ήταν αντιστασιακοί αφού δεν πραγματοποίησαν καμία αντίσταση. Δεν έφεραν όπλα και εν τέλει δεν αντιστάθηκαν…
Ναι. Στα Φονικά δεν υπήρξε ένοπλη αντίσταση , όπως την εννοούσαν ή ακόμα ίσως και σήμερα κάποιοι υπονοούν. Με το πνεύμα αυτό δεν ήταν αντίσταση.
Ήταν όμως θυσία. Γιατί ήταν άοπλοι απέναντι σε ένοπλους. Και το πιο σημαντικό. Ήταν πατριώτες. (αν ήταν δοσίλογοι θα είχαν γλυτώσει) Ήταν παιδιά του ελληνικού λαού που αντιτάχθηκε στην τριπλή κατοχή της χώρας.
Και όχι μόνο αυτό.
Οι αρνητικές συνέπειες εξακολουθητικά και σκληρά ίσως κρατούν ακόμα.
Από πέντε εκτελεσμένους έμειναν πίσω αγέννητα ή γεννημένα αλλά αβάπτιστα παιδιά τους. Τα οποία πήραν το όνομα τους. Όσοι σήμερα ζουν συμπληρώνουν το 80 έτος της ηλικίας τους. Ο Σάκης Βλαχαναστάσης, ο Βασίλης Κουρκουμέλης (παπάς), ο Γιώργος Βέρρος και η Ιουλία Κόλια πήρε το όνομα του Ηλία Κόλια από το Χειμαδιό και ο Γιώργος Λιακόπουλος από το Σόπι. ( Ίσως υπάρχει κι άλλος ή άλλη που ακόμα δεν τον έχουμε καταγράψει. Η έρευνα άλλωστε θα συνεχιστεί….)
Η τραγικότητα και το συνεχιζόμενο δράμα για όλες τις οικογένειες των θυμάτων απεικονίζεται καθαρά στα λόγια του Σάκη Βλαχαναστάση που είχε μεν την τιμή να πάρει το όνομα του δολοφονημένου πατέρα του. Έζησε όλα του τα χρόνια με την διαρκή βασανιστική του απουσία.
«Στο γάμο και συγκεκριμένα στα προικιά κάποιος μεγαλύτερος πήγε να με βάλει πάνω στον γιόκο…. Τότε κάποιοι είπαν όχι αυτό … Το παιδί δεν έχει πατέρα.»»
Τιμή και δόξα στους πεσόντες. Είθε το αίμα τους, εξακολουθητικά να ποτίζει το δέντρο της ελευθερίας, της ειρήνης και της δημοκρατίας.