Ένας Πυργιώτης σε τουρκικό μπουντρούμι τον Νοέμβριο του 1988
-Ο δικηγόρος Παύλος Αθανασόπουλος εξιστορεί στην «Πρωινή» τη δικαστική του περιπέτεια στην Άγκυρα πριν από 34 χρόνια
Του Παναγιώτη Φωτεινόπουλου
Η συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχει κατακτήσει πλέον σημαντική θέση στη δημόσια σφαίρα, όμως για κάποιους ανθρώπους ήταν προτεραιότητα από τη δεκαετία του ΄70 και αιτία περιπετειών. Ο Πυργιώτης δικηγόρος Παύλος Αθανασόπουλος έχει αφιερώσει την πολυετή πολιτική του δραστηριότητα στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόσο με την αρθρογραφία του όσο και με την ακτιβιστική του δράση, η οποία λίγο έλειψε να του στερήσει την ελευθερία του τον Νοέμβριο του 1988 στην Άγκυρα της Τουρκίας.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 34 ετών από τότε, ο Παύλος Αθανασόπουλος ανασύρει από τη μνήμη του όσα θυμάται και αφηγείται στην «Πρωινή» την περιπέτειά του.
Βρισκόμαστε στο 1988, είμαι μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της ΕΑΡ και υπεύθυνος ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είχαμε ήδη πάει στην Τουρκία τον Ιούνιο του ’88 για να συμπαρασταθούμε στους ηγέτες του κομμουνιστικού κόμματος, του Κουτλού και του Σαργκίν, μεγάλη αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Μίκη Θεοδωράκη. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ξαναπήγαμε στην Άγκυρα, για να συμπαρασταθούμε σε άλλους πολιτικούς κρατούμενους που περνούσαν από δίκη της “ντεβ-γιολ”, μιας αντιπροσωπείας, μαζί και με “πράσινους” και σοσιαλδημοκράτες Γερμανούς βουλευτές από τοπικά κοινοβούλια των κρατιδίων τους. Η δίκη διεξαγόταν στο περιβόητο Στρατόπεδο Μαμάκ, σε αίθουσα ειδικά διαμορφωμένη σαν στρατοδικείο. Κατά τη διάρκεια της δίκης, κάποιοι σήκωσαν ένα πανό που έγραφε “συμπαράσταση στους πολιτικούς κρατουμένους”, με συνέπεια να εφορμήσει η στρατιωτική αστυνομία κα να μας συλλάβει όλους», αφηγείται στην «Πρωινή» ο Παύλος Αθανασόπουλος, ενθυμούμενος ίσως τις πιο αγωνιώδεις ώρες της ζωής του.
«Αρχικά μας κράτησαν 2-3 ώρες στο προαύλιο του στρατοπέδου Μαμάκ, υπό φρούρηση, και στη συνέχεια μας μετέφεραν με λεωφορεία στο γκαράζ της Γενικής Ασφάλειας της Άγκυρας. Μας έβαλαν όρθιους σε απόσταση αρκετών μέτρων ο ένας από τον άλλον, χωρίς να στηριζόμαστε κάπου, και φυσικά δεν μας επέτρεπαν να συζητάμε μεταξύ μας. Μας άφησαν έτσι τουλάχιστον οκτώ ώρες, προφανώς νηστικούς και διψασμένους. Άρχισαν να μας ανακρίνουν έναν έναν και αφού πέρασαν αρκετές ώρες, μας μετέφεραν εκ νέου στο Αστυνομικό Τμήμα της Άγκυρας, σε έναν μικρό χώρο, όπου ήταν αδύνατον να κοιμηθούμε έστω και λίγο. Οριακά μπορούσαμε να καθίσουμε στριμωγμένοι μεταξύ μας…» τόνισα.
Η απορία που εξέφρασα στον Παύλο Αθανασόπουλο, ήταν πώς βίωσε τον συνδυασμό πείνας, δίψας και πολύωρης μοναξιάς και ορθοστασίας, τι σκεφτόταν και αν φοβήθηκε για τη ζωή του.
«Η αλήθεια είναι πως έναν φόβο τον είχα στην αρχή, γιατί εκείνη την περίοδο είχα δει την ταινία “Εξπρές του Μεσονυχτίου” και σκεφτόμουν μη βιώσω τα ίδια συνθήκες με τον Αμερικανό φοιτητή! Εκείνες τις ώρες ανακαλύπτεις ότι έχεις ψυχική δύναμη που δεν ήξερες ότι υπάρχει και βρίσκεις τρόπο να αντέξεις… Δεν φοβήθηκα ότι θα κινδυνέψει η ζωή μου, γιατί είχα κάνει την πολιτική εκτίμηση ότι η κυβέρνηση δεν θα μας εγκαταλείψει κι ότι θα μεριμνήσει, καθώς ήμασταν στην περίοδο του Νταβός και της προσέγγισης μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ. Είχα βέβαια και μια θρασύτητα, γιατί μας φέρονταν σκαιότατα. Σωματική βία εγώ δεν βίωσα, μόνο λεκτική, για αυτό και κάποια στιγμή είπα σε έναν Τούρκο αστυνομικό “με αυτά που κάνετε, άμα δείτε Ευρώπη να μου γράψετε”, διότι η Τουρκία εξέφραζε πρόθεση για ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την τότε ΕΟΚ», τόνισε ο Παύλος Αθανασόπουλος.
Ο «προδότης» της Θράκης, το… φαγωμένο σημείωμα κι ο Τουρκοκρητικός αστυνομικός
Δύο ήταν οι άτυχοι που υπέστησαν σκληρή σωματική βία, όπως θυμάται ο Παύλος. Ένας Μουσουλμάνος της Θράκης –άρα προδότης για τους Τούρκους αστυνομικούς- και ένας Έλληνας που είχε… σκονάκι αλλά φοβήθηκε μην τον αντιληφθούν.
«Ανάμεσά μας ήταν και ένας Μουσουλμάνος της Θράκης. Αυτόν τον θεώρησαν προδότη οι Τούρκοι αστυνομικοί και τον σάπισαν στον ξύλο. Επίσης, ένας από μας, της νεολαίας της ΕΑΡ, είχε πάρε-δώσε με Τούρκους νεολαίους αντιστασιακούς, οι οποίοι του είχαν δώσει κρυφά ένα σημείωμα με τηλέφωνο, προφανώς για να τους καλέσει με την πρώτη ευκαιρία. Όταν όμως τον πήγαν για σωματική έρευνα, αναγκάστηκε να το καταπιεί για να μην του το πάρουν και μπλέξουν οι Τούρκοι νεολαίοι. Τον είδαν όμως οι αστυνομικοί και δυστυχώς έφαγε κι αυτός πολύ ξύλο», μας είπε.
Η μόνη… παρηγοριά σε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση ήταν ένας Τουρκοκρητικός αστυνομικός, ο οποίος προσπάθησε διακριτικά να τους καθησυχάσει.
«Ο Τουρκοκρητικός αστυνομικός μιλούσε τα “βαριά” κρητικά που μάλλον είχε μάθει από τους παππούδες του και ήταν μαζί μας λίγο πιο μαλακός από τους υπόλοιπους, που ήταν βάναυσοι. Αυτός ερχόταν –όποτε ήταν εφικτό- και μας ενημέρωνε, αφήνοντας να εννοηθεί πως θα μας αφήσουν, όπως και έγινε τελικά, αφού μετά από ένα 24ωρο ταλαιπωρίας μάς έβαλαν σε ένα αεροπλάνο και επιστρέψαμε στην Κωνσταντινούπολη και μετά στην Ελλάδα», τόνισε.
Και γιατί τα έκανε όλα αυτά, ήταν η δική μου ελαφρώς… προβοκατόρικη ερώτηση-απορία. Ποιο ήταν το κίνητρό του;
«Η βούλησή μου πήγαζε από τη συνεχή ενασχόλησή μου με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εδώ και δεκαετίες, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι η πυξίδα μου, η υπέρτατη αξία για μένα μαζί με το κράτος δικαίου και τη φιλελεύθερη δημοκρατία» μου απαντά. Στο… προβοκατόρικο ερώτημά μου αν η τσέπη μας –και γενικώς η οικονομία- προηγείται των δικαιωμάτων, είναι κατηγορηματικός. «Τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, η φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι πρώτα και πάνω από όλα. Δεν μπαίνουν σε “ζυγαριές” διλημμάτων ούτε σύγκριση με οτιδήποτε άλλο», σχολίασε ο Παύλος Αθανασόπολος στο φινάλε της συζήτησής μας.